Τoυ Γιώργου Καββαθά, Προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ

 

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας για το έτος 2021 είναι γεμάτη από αβεβαιότητες. Ένα πρώτο σημάδι είναι οι διαφορετικές εκτιμήσεις για το μέγεθος της ανάκαμψης, δηλαδή της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Πιο συγκεκριμένα ανάμεσα στην εκτίμηση της κυβέρνησης – όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στον Προϋπολογισμό – για 4,8% αύξηση του ΑΕΠ και στην εκτίμηση του ΟΟΣΑ για ασθενική αύξηση 0,9% υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα πιθανών τιμών.

 

Ένας πρώτος παράγοντας που θα προσδιορίσει το πραγματικό μέγεθος της ανάκαμψης είναι η πορεία της υγειονομικής κρίσης καθώς και η έκταση και κυρίως η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων. Ωστόσο, τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο του 2021 όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι η υγειονομική κρίση δεν θα δείξει σημεία εμφανούς υποχώρησης.

 

Ένας δεύτερος παράγοντας που, με τη σειρά του θα προσδιορίσει το πραγματικό μέγεθος της ανάκαμψης είναι οι ίδιες οι συνιστώσες του ΑΕΠ, δηλαδή η κατανάλωση (ιδιωτική και δημόσια), οι επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) και οι καθαρές εξαγωγές.

 

Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης θα κυμανθεί στο 4% περίπου, έχει ως βασική προϋπόθεση και συνθήκη την αναπλήρωση – έστω κατά ένα μέρος – της απώλειας του εισοδήματος που σημειώθηκε το 2020.

 

Αυτή η απώλεια προκλήθηκε από τρεις κατά βάση αιτίες: (α) τη μείωση της απασχόλησης, (β) τη μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων και κυρίως αυτών που είχαν χαμηλά εισοδήματα και για το λόγο αυτό υψηλή οριακή ροπή προς κατανάλωση και (γ) την κατακρήμνιση στον κύκλο εργασιών και κατ’ επέκταση των εσόδων ενός πλήθους επιχειρήσεων, οι οποίες είτε ανέστειλαν τη λειτουργία τους είτε λειτούργησαν εποχιακά με σαφώς χαμηλότερο κύκλο εργασιών σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, δηλαδή το 2019. Για να περιοριστεί η επίδραση αυτών των αιτίων δεν αρκεί από μόνη της η ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα αλλά κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή της κρατικής παρέμβασης.

 

Ως προς τη συνιστώσα των επενδύσεων οι αβεβαιότητες προέρχονται από δύο πηγές, οι οποίες αντιστοιχούν αφενός στις δημόσιες και αφετέρου στις ιδιωτικές επενδύσεις. Η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων φαίνεται να εξαρτάται, εάν όχι αποκλειστικά τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από την εισροή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Εδώ, χωρίς να υποβαθμίζεται ο κρίσιμος ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν αυτές οι εισροές, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων προϋποθέτει τη συγχρηματοδότηση εκ μέρους του δημοσίου, στοιχείο το οποίο δεν αναγράφεται στον Προϋπολογισμό και ειδικότερα στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

 

Η σημασία των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αναδεικνύεται με έναν τρόπο εξαιρετικά επείγοντα εάν ληφθούν υπόψη οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, σύμφωνα με τις οποίες σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε έχουν ακυρώσει είτε έχουν αναστείλει τα σχέδιά τους για επενδύσεις, προσαρμόζοντας την επιχειρηματική τους συμπεριφορά σε ένα περιβάλλον ύφεσης.

 

Τέλος, ως προς την τρίτη συνιστώσα, τις καθαρές εξαγωγές, παρατηρούνται ανάλογες αβεβαιότητες. Η αύξηση των καθαρών εξαγωγών ισοδυναμεί με αύξηση των εξαγωγών και με μικρότερο ποσοστό αύξησης ή ακόμα και με μείωση των εισαγωγών. Οι εκτιμήσεις που διαθέτουμε δεν αφορούν τις καθαρές εξαγωγές αλλά τις εξαγωγές εν γένει. Και εδώ οι διαφοροποιήσεις ποικίλλουν αφού η κυβέρνηση στον Προϋπολογισμό εκτιμά ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 22,5%, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετριάζει το ποσοστό αύξησης στο 10,7% ενώ ο «πεσσιμιστής» ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι εξαγωγές θα μειωθούν κατά 5% περίπου.

 

Πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί ότι η αύξηση των εξαγωγών θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την επίδοση του τουρισμού και των συνδεόμενων με αυτών κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Και όπως παρατηρήσαμε στο έτος 2020, η επίδοση αυτή εξαρτάται πρώτον από την πορεία της υγειονομικής κρίσης, δεύτερον από την υγειονομική ασφάλεια της χώρας υποδοχής τουριστών – στην προκείμενη περίπτωση της Ελλάδας – και, τρίτον, από την υγειονομική ασφάλεια των χωρών προέλευσης των τουριστικών ροών.

 

Εάν, όμως, για την οικονομία συνολικά η ανάκαμψη είναι αβέβαιη, για τις ελληνικές ΜμΕ οι προοπτικές είναι σαφώς δυσοίωνες. Και τούτο, όχι μόνο επειδή επιδεινώθηκε η θέση τους αλλά κυρίως επειδή περιθωριοποιούνται ολοένα και περισσότερο. Αυτή η περιθωριοποίηση γίνεται σαφής εάν ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι τρεις παράγοντες:

  1. Η χρόνια πλέον απουσία σε χρηματοδοτικά εργαλεία προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους. Ακόμα και οι ενέσεις ρευστότητας που έγιναν με στόχο τη μερική αναπλήρωση της μείωσης στον κύκλο εργασιών τους κρίνονται ανεπαρκείς, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έδειξαν προφανή μεροληψία. Στην πρώτη κατηγορία των ανεπαρκών μέτρων συγκαταλέγεται αφενός η επιστρεπτέα προκαταβολή – ένα είδος ιδιότυπου δανεισμού – και αφετέρου η μετάθεση στο μέλλον των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Και τα δύο αυτά μέτρα, εκτός από τον προσωρινό τους χαρακτήρα, είναι πολύ πιθανό να συμβάλουν στην περαιτέρω αύξηση του ιδιωτικού χρέους στο αμέσως προσεχές μέλλον. Από την άλλη μεριά, η χρηματοδότηση μέσω του ΤΕΠΙΧ και των εγγυήσεων έδειξε μια προφανή επιλεκτικότητα υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων. Έτσι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία από τα 11 δις ευρώ που δόθηκαν συνολικά μόνο το 1,6 δις κατευθύνθηκε σε 5.000 ΜμΕ περίπου. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση αυτή, εάν υπολογιστεί ότι κατά μέσο όρο καθεμιά από αυτές τις ΜμΕ έλαβαν περί τις 300.000 ευρώ γίνεται σαφές ότι πρόκειται για μεσαίες επιχειρήσεις με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, οι οποίες για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας είναι μάλλον μεγάλες.
  2. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι ελληνικές ΜμΕ λειτουργούν σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον με έντονη ολιγοπωλιακή διάρθρωση. Αυτό ίσως είναι και ο πιο σημαντικός παράγοντας που καταδικάζει αυτές τις επιχειρήσεις να έχουν ένα στενό επιχειρηματικό ορίζοντα με όλα τα αρνητικά συνακόλουθα, τα οποία συχνά τους καταμαρτυρούν, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, η έλλειψη εξωστρέφειας, κλπ. Η εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης αλλά και τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπισή της στο πεδίο της οικονομίας διεύρυναν την ανισομέρεια ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και στις ΜμΕ. Έτσι, η κάθετη πτώση στον κύκλο εργασιών συνοδεύτηκε στις περισσότερες περιπτώσεις και από μία μεταφορά ενός μέρους του από τις μικρές στις μεγάλες επιχειρήσεις σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας.
  3. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών ΜμΕ οφείλει τον κύκλο εργασιών του στην εγχώρια ζήτηση. Η μείωση του εισοδήματος που προήλθε είτε από τη μείωση της απασχόλησης είτε από τη μερική μόνο αναπλήρωση της απώλειας αυτής είτε με την ενθάρρυνση ευέλικτων ή ακόμα και επισφαλών μορφών απασχόλησης μεταφράστηκε πολύ γρήγορα σε μείωση του κύκλου εργασιών.

 

Οι δυσοίωνες προοπτικές για τις ΜμΕ δεν αφορούν μόνο τις ελληνικές καθώς σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών φορέων πάνω από το 50% των ευρωπαϊκών ΜμΕ αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Η διαφορά, ωστόσο, έγκειται ότι στην περίπτωση αυτή ο κίνδυνος της χρεοκοπίας συνοδεύεται από τον κίνδυνο του νέου Πτωχευτικού Κώδικα αλλά και στο ότι η χρεοκοπία αυτή για την ελληνική πολιτική ηγεσία ή έστω για ορισμένους κύκλους της αποτελεί και ανομολόγητο και ευσεβή πόθο.