Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται διαχρονικά από μια σειρά ιδιαιτεροτήτων. Στις πιο πρόσφατες περιλαμβάνονται οι ισχυροί κλυδωνισμοί της παρατεταμένης και βαθιάς ύφεσης που επήλθε εξαιτίας της κρίσης χρέους. Έτσι, από τη μια πλευρά, η εφαρμογή περιοριστικών πολιτικών (μνημόνια) σε συνδυασμό με αστοχίες και καθυστερήσεις στοίχισαν πολύ ακριβά στην εγχώρια οικονομία σε όρους μεγέθυνσης, με εξαιρετικά δυσμενείς μάλιστα επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή. Την ίδια στιγμή, κάποιοι αντιτείνουν πως η χώρα ανέκτησε την ανταγωνιστικότητά της, κατέστη πιο ελκυστική για επενδύσεις και άντλησε ρευστότητα με ευνοϊκά, για τη συγκυρία, επιτόκια.
Ως εκ τούτου, οι δύο επόμενες κρίσεις που εμφανίστηκαν, εκείνες της πανδημίας του κορονοϊού και των τιμών ενέργειας/ πληθωρισμού βρήκαν την οικονομία της χώρας αρκετά ευάλωτη και αναμφίβολα ασκούν έως και σήμερα έντονες πιέσεις στην ανάκαμψη και στην επιχειρηματικότητα. Εντούτοις, αυτό το τόσο ευμετάβλητο και γεμάτο αβεβαιότητα περιβάλλον, μπορεί, υπό όρους, να μετατραπεί σε κίνητρο υπερκερασμού εμποδίων και καινοτομίας.
Ειδικότερα, οι προβλέψεις για το 2023 από τους περισσότερους διεθνείς (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ) και εγχώριους (Τράπεζα της Ελλάδος, Κρατικός Προϋπολογισμός) ερευνητικούς οργανισμούς και φορείς κάνουν λόγο για χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτό το ενδεχόμενο προστίθενται οι κίνδυνοι που απορρέουν από τους υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, τη συνεχιζόμενη κρίση ενέργειας, τη σύσφιξη της νομισματικής αλλά και δημοσιονομικής πολιτικής καθώς και την ανάγκη για πολιτική σταθερότητα. Ήδη, οι αυξήσεις των επιτοκίων δυσχεραίνουν την πρόσβαση στη ρευστότητα και ταυτόχρονα καθιστούν την εξυπηρέτηση του υφιστάμενου χρέους δυσκολότερη, ενώ το νέο έτος αναμένεται και η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, γεγονός που αναπόφευκτα συνεπάγεται και άρση των περισσότερων κρατικών μέτρων στήριξης. Παράλληλα, διογκώνεται το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων σε περιβάλλον μείωσης των πραγματικών εισοδημάτων, υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κυριότερους εμπορικούς εταίρους και αναστολής, αν όχι ακύρωσης, επενδυτικών σχεδίων.
Ωστόσο, οι προβλέψεις του ρυθμού μεγέθυνσης για το νέο έτος είναι καλύτερες στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα βρίσκεται ένα μόλις βήμα πριν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ, αν δεν υπάρξει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές ενέργειας, ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται και το τρέχον έτος.
Παρά τη μη ικανοποιητική εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, οι εξαγωγές εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν σε επίπεδα ρεκόρ φέτος, εξέλιξη που υποδεικνύει βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αλλά και της παραγωγικής βάσης. Θετικά επίσης αποτιμάται τόσο η αύξηση των καταθέσεων, και κατ’ επέκταση η βελτίωση των μεγεθών των τραπεζών, όσο και η αναδιάρθρωση των επενδύσεων σε μια περισσότερο παραγωγική κατεύθυνση.
Φυσικά, κρίσιμο ρόλο για την εξέλιξη της οικονομίας το 2023, και όχι μόνο, θα διαδραματίσει η ταχύτητα απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων και ο βαθμός υλοποίησης επενδύσεων τόσο από το νέο ΕΣΠΑ όσο και από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης στην προσπάθεια ανάτασης των παραγωγικών δυνατοτήτων. Είναι αλήθεια πως η εγχώρια, όπως άλλωστε και η διεθνής, οικονομία κινούνται σε αχαρτογράφητα νερά, εν μέσω πολλών αστάθμητων και ευμετάβλητων παραγόντων. Όμως, το “slowcession”, δηλαδή η παρατεταμένη επιβράδυνση του ΑΕΠ με χαρακτηριστικά ύφεσης και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου εξέλιξη, παρέχει περισσότερο χρόνο προσαρμογής στα νέα δεδομένα.
Η προσαρμογή είναι πάντα απαιτητική και η ελληνική οικονομία και επιχειρηματικότητα καλούνται για μία ακόμη φορά να αποδείξουν την ανθεκτικότητά τους, όπως κάνουν άλλωστε ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια.