Α πό το περιεχόμενο των σημαντικών θεμάτων Συμπεριφορικής Χρηματοοικονομικής [1], επιλέγουμε τις παρακάτω επισημάνσεις που αφορούν την κατηγορία:
Ανωμαλίες αποτελεσματικών αγορών. Πρόκειται για ενδείξεις ύπαρξης μη αποτελεσματικής αγοράς. Ένα σημαντικό φαινόμενο, που δεν μπορεί να εξηγηθεί στην παραδοσιακή χρηματοοικονομική θεωρία («ανωμαλία»), σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά μιας νομικής οντότητας και καλείται «φαινόμενο της αξίας». Αναφέρεται στη συμπεριφορά των 3 δεικτών: Β/Μ (Λογιστική προς Τρέχουσα αξία μετοχής), E/P (κέρδη προς τιμή μετοχής) και CF/P (Ταμειακή Ροή προς τιμή μετοχής), που υπολογίζονται μετά τη δημοσίευση (δημοσιοποίηση) του Ισολογισμού, της Κατάστασης Αποτελεσμάτων και της Κατάστασης Ταμειακών Ροών αντίστοιχα [2].

Σύμφωνα με τους Lakonishok, Schleifer, Vishny [3], οι μετοχές στις ΗΠΑ με υψηλούς αυτούς τους 3 δείκτες ξεπερνούν πολύ σε απόδοση, διαχρονικά και κατά μέσο όρο, μετοχές με χαμηλούς αυτούς τους 3 δείκτες (μεμονωμένα ή συνδυαστικά). Εξέτασαν, επίσης, την απόδοση των χαρτοφυλακίων είτε με βάση τις χρηματιστηριακές αποδόσεις είτε με βάση το ΑΕΠ και βρήκαν ότι σε «άσχημες» συνθήκες οι μετοχές με υψηλό B/M είχαν υψηλότερη απόδοση από μετοχές με χαμηλό B/M, ενώ σε «ευνοϊκές» συνθήκες οι αποδόσεις ήταν τουλάχιστον ίδιες. Οι Fama, French [4] επέκτειναν την έρευνά τους εκτός των ΗΠΑ και βρήκαν παρόμοια αποτελέσματα σε πολλές διεθνείς αγορές: Ιαπωνία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ελβετία, Σουηδία, Αυστραλία, Χονγκ-Κονγκ και Σιγκαπούρη.

Οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις βασίζονται τόσο σε συμπεριφορικές εξηγήσεις, όπως είναι το «κόστος αντιπροσώπευσης» και το «σφάλμα αντιπροσώπευσης» των επενδυτών, όσο και στη συμπεριφορά των αναλυτών [5]. Αυτοί έχουν προσωπικό συμφέρον να προτείνουν «δημοφιλείς» μετοχές (αύξηση προμηθειών και επενδυτικών εργασιών) χαμηλού B/Μ (υψηλή χρηματιστηριακή αξία) για κλάδους με προοπτικές ανάπτυξης που τυγχάνουν μεγαλύτερης προβολής από τα ΜΜΕ, ως προς τις μετοχές υψηλού B/M (χαμηλή χρηματιστηριακή αξία). Έτσι, προβάλλουν υπερβολικά τον προηγούμενο ρυθμό ανάπτυξης μιας οντότητας, υποτιμώντας τις μετοχές υψηλού B/M και υπερτιμώντας τις μετοχές χαμηλού B/M, οι οποίες, όμως, δεν συμβαδίζουν με τα θεμελιώδη δεδομένα ή την κοινή λογική.

Εκτός από τις παραπάνω επισημάνσεις, υπενθυμίζουμε την υποκειμενική συμπεριφορά που εμπεριέχεται τόσο κατά τις λογιστικές εγγραφές τέλους χρήσεως, σε υπολογισμούς όπως είναι π.χ. οι επιμετρήσεις ή οι προβλέψεις, όσο και κατά τη σύνταξη ισολογισμού ή κατάστασης αποτελεσμάτων με θέματα όπως είναι π.χ. η αναγνώριση των άυλων περιουσιακών στοιχείων ή των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων [6]. Έτσι, μπορούμε συμπληρωματικά να εμφανίσουμε στο παρακάτω σχήμα ενδεικτικές περιπτώσεις συμπεριφορικών σφαλμάτων με τις αντίστοιχες ενδεικτικές επιπτώσεις σε μία Υπόθεση και σε μία Αρχή της Χρηματοοικονομικής Λογιστικής.

Ακόμη, η σύγχρονη έρευνα έχει στραφεί, στον τομέα της Νευροχρηματοοικονομικής (Neurofinance), των οποίων η συνεισφορά στη Λογιστική μπορεί να συσχετιστεί με τη δυνατότητα παροχής επαρκών δεικτών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας που θα περιέχουν συμπεράσματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Η εξέταση ενός προτεινόμενου όρου της «Νευροχρηματοοικονομικής Λογιστικής» [7] επιθυμεί να συνδέσει τις προαναφερθείσες ερευνητικές προσπάθειες για τη διερεύνηση κοινών θεμάτων που εκτείνονται από την πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών συνθηκών μέχρι το περιεχόμενο των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων. Η διερεύνηση των υποκειμενικών παραγόντων της Χρηματοοικονομικής Λογιστικής μπορεί να δημιουργήσει ένα ευρύτερο ενιαίο πλαίσιο γνώσης για τη βελτίωση της επενδυτικής διαδικασίας, μέσα από την κατανόηση της μεθοδολογίας που απαιτούν οι λογιστικοί χειρισμοί και οι κανόνες μέχρι τη σύνταξη χρηματοοικονομικών καταστάσεων [8]. Κατ’ επέκταση, η βελτιωμένη κατανόηση της λειτουργίας των χρηματαγορών θα είναι ωφέλιμη για τις εποπτικές αρχές που επιθυμούν να διασφαλίσουν ότι η αγορά, ιδιάιτερα των μη θεσμικών επενδυτών λειτουργεί ορθολογικά και χωρίς μεροληψία [9].

Αναφορές του άρθρου
[1] Shefrin, H. (2000): “Beyond Greed and Fear: Understanding Behavioral Finance and the Psychology of Investing”, Harvard Business School Press.
[2] Baker, M. Wurgler, J. (2012): “Behavioral Corporate Finance: A Current Survey” in Handbook of the Economics of Finance, vol. 2, G. Constantinidis, M. Harris and R. Stulz (eds.), Elsevier Press.
[3] Lakonishok, J., Shleifer, A., Vishny, R., (1994): “Contrarian Investment, Extrapolation, and Risk”, The Journal of Finance, vol. 49, no 5, pp. 1541-1578.
[4] Fama, E., French, K. (1998): “Value versus growth: the international evidence”, The Journal of Finance, vol. 53, pp. 1975-1999.
[5] Shefrin, H. (2018): “Valuation Bias and Limits to Nudges”, The Journal of Portfolio Management, vol. 45, no 5, pp. 112-124.
[6] Papadeas, P. (2005): “Tax Provisions for Listed EU Companies and Subjectivity”, Journal of Finance Informatics, vol. 1, no 1, pp. 54-63.
[7] Papadeas, P. (2021): “Neurofinancial Accounting”, International Journal of Business and Social Science, vol. 12, no 4.
[8] Bergner, J., Peffer, S., Ramsay, R. (2016): “Concession, contention and accountability in auditor-client negotiations”, Behavioral Research in Accounting, vol. 28, no. 1, pp. 15-25.
[9] American Institute of Certified Public Accountants/AICPA (2014): “Code of Professional Conduct”.