Μια σειρά από δείκτες και στοιχεία σχετικά με την ελληνική οικονομία επιβεβαιώνουν ότι για φέτος η οικονομική ανάπτυξη θα είναι ισχυρή. Στην τελευταία μας έκθεση στο ΚΕΠΕ εκτιμήσαμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης για το σύνολο του έτους θα κυμανθεί στο 4,3%. Βασικές κινητήριες δυνάμεις για αυτήν την εκτίμηση αποτελούν η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και οι εξαγωγές υπηρεσιών, δηλαδή ο τουρισμός.

Σε παρόμοιες εκτιμήσεις, λιγότερο ή περισσότερο συγκρατημένες, καταλήγουν και άλλοι φορείς και διεθνείς οργανισμοί, όπως η Τράπεζα της Ελλάδας, το ΙΟΒΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ΔΝΤ κλπ. Όλοι δηλαδή συμφωνούν ότι για φέτος, η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με μεγαλύτερη δυναμική απ’ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως, η αισιοδοξία αυτή δεν φαίνεται να συνεχίζεται το 2023. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Κατά την άποψή μου, για τρεις λόγους: Πρώτα-πρώτα, εξαιτίας του συνεχιζόμενου πληθωρισμού. Τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν υψηλό πληθωρισμό καθώς η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας παραμένει υψηλή. Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος τόσο περισσότερη τροφή θα υπάρχει για τον πληθωρισμό. Και όσο περισσότερο παραμένει ο πληθωρισμός, τόσο περισσότερο θα ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών, θα χτυπάει ιδιαίτερα τους μισθωτούς και συνταξιούχους και θα δίνει τη δυνατότητα σε κερδοσκόπους να θησαυρίζουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Η αύξηση των τιμών θα έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των πληθωριστικών διαφορών μεταξύ των διαφορετικών ομάδων νοικοκυριών, γεγονός που οφείλει να ληφθεί υπ’ όψιν στο σχεδιασμό και την άσκηση εισοδηματικής πολιτικής κατά την διαχείριση των τρεχουσών μακροοικονομικών εξελίξεων. Ως εκ τούτου οι πολιτικές ενίσχυσης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας θα πρέπει να είναι στοχευμένες προς τους οικονομικά ασθενέστερους, οι οποίοι επιβαρύνονται περισσότερο από τις αυξήσεις των τιμών. Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι τα επιδοματικά κυβερνητικά μέτρα που στην τρέχουσα συγκυρία είναι απαραίτητα, αναχαιτίζουν τον πληθωρισμό αλλά δεν τον εξαλείφουν. Βοηθούν στην άμβλυνση των επιπτώσεων αλλά δεν χτυπούν το κακό στη ρίζα του, δεν εξαλείφουν το πρόβλημα του πληθωρισμού. Αντίθετα ενισχύουν την κατανάλωση και άρα συντηρούν τον πληθωρισμό. Είναι γεγονός ότι η καταναλωτική δαπάνη δεν δείχνει σημεία αποδυνάμωσης, χάρη στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των νοικοκυριών για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, καθώς και στην ανάληψη καταθέσεων που συσσώρευσαν τα νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όμως τόσο τα μέτρα στήριξης (επιδόματα) όσο και η χρήση των αποταμιευτικών πόρων από τη φύση τους θα τείνουν να φθίνουν διαχρονικά λόγω της επικείμενης αύξησης των επιτοκίων και της εν γένει σύσφιξης της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Δεύτερη πηγή ανησυχίας είναι η άνοδος των επιτοκίων. Η επιμονή του πληθωρισμού τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωζώνη, οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες στην διακοπή της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των προηγουμένων ετών. Η εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού από τις αρχές του έτους και η έναρξη ενός νέου κύκλου σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχουν ήδη οδηγήσει σε νέα μεγάλη διεύρυνση των επιτοκίων και των περιθωρίων απόδοσης των κυβερνητικών ομολόγων των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης (π.χ. Ιταλία και Ελλάδα), εξέλιξη που καθιστά δυσχερή την αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους των χωρών αυτών.

Η ΕΚΤ, αναμένεται να ανακοινώσει τον Ιούλιο νέο μηχανισμό για την αποφυγή μιας νέας κρίσης χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. Θα μπορέσει όμως ο μηχανισμός αυτός να αναστρέψει τις ήδη δυσμενείς εξελίξεις; Τέλος, το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον συμβάλει σε περαιτέρω ενίσχυση της αβεβαιότητας και αύξηση του κόστους δανεισμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, και το γενικότερο κλίμα γεωπολιτικών εντάσεων που έχει πυροδοτήσει, έχουν οδηγήσει σε αναθεώρηση των αρχικών εκτιμήσεων για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, επαναφέροντας την αβεβαιότητα, εκτινάσσοντας το ενεργειακό κόστος, εντείνοντας της αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και διαταράσσοντας τη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων σε κρίσιμους τομείς.