Η Moody’s αναβαθμίζει, «Daniel» και «Elias» απειλούν…

Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι η θετική εξέλιξη με την αναβάθμιση από τη Moody’s προκάλεσε μεν ικανοποίηση στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, ωστόσο επισκιάστηκε από τις εξελίξεις στο μέτωπο των φυσικών καταστροφών και δη από τις μεγάλες πλημμύρες στη Θεσσαλία, οι οποίες αναμφίβολα θα απαιτήσουν σημαντικά κονδύλια στήριξης για την περιοχή, το ύψος των οποίων ίσως να είναι ικανό να κλυδωνίσει περαιτέρω τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, θέτοντας εν αμφιβόλω τη δημοσιονομική ισορροπία. Η διατήρηση της ισορροπίας αυτής θα είναι η μεγάλη πρόκληση των επόμενων μηνών.

Συμπληρωματικός προϋπολογισμός για τις φυσικές καταστροφές
Πριν ακόμα κοπάσει το κύμα κακοκαιρίας στη Θεσσαλία, και πριν υπάρξει ολοκληρωμένη καταμέτρηση των καταστροφών, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ανακοίνωσε την κατάθεση συμπληρωματικού προϋπολογισμού ύψους 600 εκατ. ευρώ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τις καταστροφές αυτές. Πιο συγκεκριμένα, όπως ανακοινώθηκε, από τα 600 αυτά εκατ. ευρώ, τα 450 εκατ. ευρώ προέρχονται από το Εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και τα 150 εκατ. ευρώ από τον τακτικό προϋπολογισμό, με στόχο να καλύψουν τις πρώτες ανάγκες (πρώτη αρωγή και αγροτικές αποζημιώσεις) που προέκυψαν από τις καταστροφές. Ωστόσο το συνολικό κόστος των αποζημιώσεων αναμένεται σημαντικά μεγαλύτερο, άνω του 1 δισ. ευρώ, και εκτιμάται ότι θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και τα επόμενα χρόνια. Πέρα από τα παραπάνω ωστόσο, δεδομένης της ευελιξίας που παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έργα έως 2,2 δισ. για τον σκοπό αυτό εντάσσονται στο ΕΣΠΑ 2014-2020, το ΕΣΠΑ 2021-2027 και στο Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο θα αναθεωρηθεί εκ νέου.

Παράλληλα, αναμένεται να δημιουργηθεί από την 1η Ιανουαρίου του 2024 ξεχωριστός λογαριασμός στο Εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ο οποίος θα καλύπτει σε μόνιμη βάση τις δαπάνες κρατικής αρωγής έναντι φυσικών καταστροφών. Στο πλαίσιο αυτό, αυξάνεται το ύψος των διαθέσιμων κονδυλίων γι’ αυτόν τον λογαριασμό, από 300 εκατ. ετησίως που σήμερα βρίσκονται στο Πρόγραμμα Κρατικής Αρωγής, σε 600 εκατ. ευρώ ετησίως, για να καλύψει τις υπόλοιπες αποζημιώσεις της τρέχουσας καταστροφής, αλλά και για τις ενδεχόμενες μελλοντικές.

Υποχρεωτική ουσιαστικά η ασφάλιση επιχειρήσεων από φυσικές καταστροφές
Το πλέον σημαντικό ωστόσο είναι το γεγονός ότι τα μέτρα περιλαμβάνουν και την πρόληψη και όχι απλά την αντιμετώπιση των καταστροφών, δεδομένου ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα φέρνουν ολοένα και συχνότερα μεγάλης έντασης φυσικά φαινόμενα. Έτσι, για να καλυφθεί σε μόνιμη βάση το ετήσιο κόστος των φυσικών καταστροφών, επιβάλλεται τέλος αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στα τουριστικά καταλύματα, και πλέον στη βραχυχρόνια μίσθωση, το οποίο αντικαθιστά τον φόρο διαμονής.

Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, το όφελος από αυτό το τέλος υπολογίζεται σε 240 εκατ. ετησίως και χρησιμοποιείται για την ανωτέρω μόνιμη αύξηση του λογαριασμού που καλύπτει το κόστος αποκατάστασης από τις φυσικές καταστροφές. Τέλος, πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι από το 2024 καθίσταται υποχρεωτική η ιδιωτική ασφάλιση σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 2 εκατ. ευρώ. Η ασφάλιση θα πρέπει να καλύπτει πλημμύρα, σεισμό και πυρκαγιά και να αφορά στο κτίριο, τα μηχανήματα, τον εξοπλισμό και τα αποθέματα. Όπως αναφέρεται δε από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, από την 1η Ιανουαρίου του 2024, οι ανωτέρω επιχειρήσεις δεν θα αποζημιώνονται από την κρατική αρωγή, κάτι που καθιστά απολύτως απαραίτητη την ιδιωτική τους ασφάλιση.

Νέα μέτρα για τράπεζες, φοροδιαφυγή και κοινωνική στήριξη
Πέρα από τα παραπάνω, ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός ήταν η εξειδίκευση από το οικονομικό επιτελείο των μέτρων για την οικονομία που είχε προαναγγείλει από το βήμα της ΔΕΘ ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. Στη σχετική εξειδίκευση προχώρησαν ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, οι Υφυπουργοί Χάρης Θεοχάρης και Θάνος Πετραλιάς και ο Διοικητής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής. Πέρα από την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τις φυσικές καταστροφές, τα μέτρα που ανακοινώθηκαν αφορούσαν στον τραπεζικό τομέα, στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, καθώς και στην κοινωνική και εισοδηματική πολιτική για τη στήριξη των ευάλωτων ομάδων πληθυσμού.

Α. Τραπεζικός τομέας
Στόχος των παρεμβάσεων στον τραπεζικό τομέα είναι η τόνωση του ανταγωνισμού και η βελτίωση της πρόσβασης επιχειρήσεων και ιδιωτών στο τραπεζικό σύστημα. Οι στόχοι αυτοί, κατά το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, εξυπηρετούνται με τις εξής πρωτοβουλίες:

  1. Με τη χρήση του προγράμματος Ηρακλής για την αντιμετώπιση των όποιων εκκρεμοτήτων και την περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών.
  2. Με την ενίσχυση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα, με στόχο τη μείωση της ψαλίδας μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και των επιτοκίων καταθέσεων. Βασικό εργαλείο στην κατεύθυνση αυτή θα είναι η δυνατότητα χορήγησης στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων και από μη τραπεζικά ιδρύματα -υπό την εποπτεία πάντοτε της Τράπεζας της Ελλάδος- που θα υλοποιηθεί με την προώθηση σχετικής νομοθεσίας.
  3. Με τη στήριξη της υπηρεσίας IRIS, η οποία δίνει τη δυνατότητα αποστολής χρημάτων -μέσω κινητού, χωρίς να απαιτείται το IBAN και χωρίς καμία χρέωση και καμία προμήθεια- από μία τράπεζα σε μία άλλη (μέχρι τα 500 ευρώ ημερησίως).
  4. Με την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις συστημικές τράπεζες, η οποία θα προχωρήσει κατά το Υπουργείο, χωρίς καθυστερήσεις και θα φέρει νέα κεφάλαια στη χώρα.
  5. Με την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, με θέσπιση νέου πλαισίου κανόνων, υποχρεώσεων και ποινών για τους servicers και προστασία των πραγματικά ευάλωτων δανειοληπτών «και όχι εκείνων που παριστάνουν τους ευάλωτους, αποκρύπτοντας για διάφορους λόγους την περιουσία τους και τα εισοδήματά τους», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το Υπουργείο στη σχετική του ανακοίνωση, εκτιμώντας ότι «έτσι θα διασφαλιστεί ότι το νέο πλαίσιο θα γίνει αποδεκτό – όχι μόνο από τους ευάλωτους δανειολήπτες – αλλά και από όσους, παρά τις δυσκολίες, εξακολουθούν να πληρώνουν τα δάνειά τους».

Β. Δέκα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής
Το διαχρονικό πρόβλημα της φοροδιαφυγής, σύμφωνα με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, θα καταπολεμηθεί με τα εξής μέτρα:

  1. Με την ολοκλήρωση της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τα POS τους πρώτους μήνες του 2024 (αφορά περίπου 450.000 επιχειρήσεις). «Έτσι θα πιστοποιείται ότι κάθε συναλλαγή POS θα καταγράφεται στην ταμειακή μηχανή και τα δεδομένα θα διαβιβάζονται σε σχεδόν πραγματικό χρόνο στην ΑΑΔΕ», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση.
  2. Με την υποχρεωτική έκδοση μέσα στο 2024 ηλεκτρονικών τιμολογίων, ώστε οι συναλλαγές να διασταυρώνονται και να επαληθεύονται σε πραγματικό χρόνο. Παράλληλα, αυξάνονται, αυτοματοποιούνται και ψηφιοποιούνται οι έλεγχοι των φορολογικών αρχών.
  3. Με την καθολική εφαρμογή των ηλεκτρονικών βιβλίων (myDATA). Όπως ανέφερε ο Υφυπουργός Οικονομικών, Θάνος Πετραλιάς, τα έσοδα που δηλώνονται δεν μπορεί να υπολείπονται από αυτά που προκύπτουν από την ηλεκτρονική πληροφόρηση (myDATA, ταμειακές-POS), ενώ ως τιμολόγια εξόδων θα προσμετρώνται για φορολογικούς σκοπούς μόνο όσα έχουν διαβιβαστεί ηλεκτρονικά στο myDATA. Η επέκταση του myDATA βρίσκεται σε εξέλιξη και η πλήρης εφαρμογή θα ολοκληρωθεί εντός του 2024.
  4. Με την επέκταση της υποχρέωσης κατοχής συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών (EFT/POS) στους υπόλοιπους κλάδους της λιανικής αγοράς που σήμερα δεν έχουν την υποχρέωση. Το Υπουργείο εκτιμά ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές οδήγησαν στην αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ και στον περιορισμό της διακίνησης «μαύρου» χρήματος και η επέκτασή τους θα διευρύνει τη φορολογική βάση, θα διευκολύνει το έργο των ελεγκτικών μηχανισμών και θα περιορίσει τα περιθώρια φοροδιαφυγής.
  5. Τέλος, με τη θεσμοθέτηση της υποχρέωσης αγοραπωλησίας ακινήτων μόνο με τραπεζικά μέσα πληρωμής. Τα συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων θα αναγράφουν υποχρεωτικά την εξόφληση του τιμήματος μεταβίβασης αποκλειστικά με τραπεζικά μέσα πληρωμής. Στόχος, να καταργηθεί η δυνατότητα αγοράς ακινήτων με μετρητά, η οποία συντηρεί φαινόμενα φοροδιαφυγής και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Συνολικά, οι μεταβιβάσεις που έγιναν αποκλειστικά ή εν μέρει με μετρητά αποτελούν το 24,9% του συνόλου των μεταβιβάσεων.
  6. Με την ενεργοποίηση του ψηφιακού δελτίου αποστολής (πιλοτικά από τις αρχές του 2024 και πλήρως πριν από το τέλος του ίδιου έτους) με στόχο να γίνεται σε πραγματικό χρόνο η παρακολούθηση των διακινούμενων αγαθών.
  7. Με την αύξηση του προστίμου χρήσης μετρητών άνω των 500 ευρώ, σε ποσό διπλάσιο της συναλλαγής, με ενίσχυση των ελέγχων για εφαρμογή του μέτρου μέσω ψηφιακής πληροφόρησης.
  8. Με τη θεσμοθέτηση της πληρωμής της πλειονότητας των κοινωνικών και προνοιακών επιδομάτων (επιδόματα τέκνων, επίδομα γέννησης, επιδόματα ανεργίας) μέσω χρεωστικών καρτών. Σε συνδυασμό με τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS, το μέτρο αποκλείει τη διοχέτευση των επιδομάτων προς την παραοικονομία, εκτιμά το Υπουργείο.
  9. Με τον αποκλεισμό των παραβατών λαθρεμπορίας από συνεργασία με όλες τις εταιρείες εμπορίας καυσίμων, με νομοθετική ρύθμιση, με την οποία θεσμοθετείται η υποχρέωση λήψης μέτρων δέουσας επιμέλειας στην εφοδιαστική αλυσίδα καυσίμων, η δημιουργία μητρώου παραβατών και η απαγόρευση συνεργασίας με παραβάτες λαθρεμπορίας.
  10. Με τη θεσμοθέτηση στον τομέα των βραχυχρόνιων μισθώσεων συνδυασμού παρεμβάσεων, με στόχο την αντιμετώπιση αθέμιτου ανταγωνισμού με τα ξενοδοχεία (στις περιπτώσεις που η δραστηριότητα αυτή αποκτά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά, χωρίς, έως τώρα, να συνοδεύεται από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις), αλλά και την αντιμετώπιση των δευτερογενών αρνητικών επιπτώσεων στην κτηματαγορά και τα ενοίκια. Δεν θίγεται η ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων.

Γ. Κοινωνική – εισοδηματική πολιτική
Όσο αφορά στην κοινωνική και εισοδηματική πολιτική, επιπλέον των παρεμβάσεων που ήδη θεσμοθετήθηκαν (αυξήσεις μισθών δημοσίων υπαλλήλων, αφορολόγητο, κ.λπ.) υλοποιούνται και άλλα, μεταξύ των οποίων τα εξής:

  1. Αυξάνονται εκ νέου από 1/1/2024 οι συντάξεις με βάση το μέσο όρο του ΑΕΠ και του πληθωρισμού (με τα τωρινά δεδομένα, που ενδεχομένως μεταβληθούν, η αύξηση υπολογίζεται περί το 3%, με κόστος περί τα 400 εκατ. ευρώ ετησίως).
  2. Για περίπου 750.000 συνταξιούχους με συντάξεις έως 1.600 ευρώ, που έχουν προσωπική διαφορά (άνω των 10 ευρώ), θα δοθεί στα τέλη Δεκεμβρίου 2023 έκτακτη οικονομική ενίσχυση από 100 έως 200 ευρώ. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται σε περίπου 107 εκατ. ευρώ.
  3. Από τον Δεκέμβριο του 2023 αυξάνεται κατά 8% το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Αφορά περί τους 225.000 ωφελούμενους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Το ετήσιο κόστος ανέρχεται σε περίπου 43 εκατ. ευρώ ετησίως (περί τα 3,5 εκατ. ευρώ για τον Δεκέμβριο 2023).
  4. Προχωρά η επιστροφή του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο και για το 2023 με κόστος 76 εκατ. ευρώ.
  5. Για τη χειμερινή περίοδο 2023-2024 χορηγείται επίδομα θέρμανσης στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, δηλαδή 350 ευρώ πολλαπλασιαζόμενο με βαθμο-ημέρες. Το εισοδηματικό όριο παραμένει το ίδιο για τον άγαμο (16.000 ευρώ) και τον έγγαμο (24.000 ευρώ), αλλά αυξάνεται για τις οικογένειες με παιδιά από 3.000 ευρώ για κάθε τέκνο, σε 5.000 ευρώ για κάθε τέκνο. Ωστόσο, δεν ισχύει η διπλή επιδότηση για όσους δικαιούχους καταναλώσουν για πρώτη φορά φέτος πετρέλαιο ή υγραέριο ή άλλες μορφές καυσίμων, πλην φυσικού αερίου, ενώ στα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα τίθεται πέραν του εισοδήματος και όριο τζίρου (80.000 ευρώ ετησίως). Το κόστος υπολογίζεται σε 237 εκατ. ευρώ (έναντι 280 εκατ. ευρώ που ανήλθε πέρυσι, εκ των οποίων 189 εκατ. για το 2023 και 48 εκατ. για το 2024).
  6. Καταργείται η μείωση συντάξεων 30% όσων συνταξιούχων εργάζονται και αντικαθίσταται με εισφορά της τάξεως του 10% επί των επιπρόσθετων αμοιβών από την εργασία.
  7. Αυξάνεται από 1/1/2024 το επίδομα μητρότητας στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες στους 9 μήνες, στο ύψος του κατώτατου μισθού. Το κόστος υπολογίζεται σε 40 εκατ. ευρώ ετησίως.
  8. Από την 1η Ιανουαρίου 2024 ξεπαγώνουν οι «τριετίες» και κάθε επίδομα προϋπηρεσίας, που βρίσκονταν σε αναστολή από το 2012.
  9. Στο πλαίσιο αναμόρφωσης του πλαισίου λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς, μειώνεται από 1/1/2024 ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων από 0,5% στο 0,2%, με κόστος 22 εκατ. ευρώ ετησίως και μειώνεται κατά 50% ο φόρος χρηματιστηριακών συναλλαγών με κόστος 21 εκατ. ευρώ ετησίως.

Moody’s: Στη βαθμίδα Ba1 με σταθερές προοπτικές η χώρα
Χωρίς καμία αμφιβολία η διπλή αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας, στην οποία προχώρησε ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Moody’s, που την έφερε στη βαθμίδα Ba1 με σταθερές προοπτικές (outlook) -ένα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα πλέον-, από τη βαθμίδα Ba3 που διατηρούσε από το 2020, είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός. Όπως σημειώνει η Moody’s, η Ελλάδα παρουσιάζει ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική στο πλαίσιο μιας διαρκούς αλλαγής στο οικονομικό της μοντέλο. Προβλέπει 2,2% μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για την περίοδο 2023-27, μια πολύ σημαντική βελτίωση σε σύγκριση με τη μέση ανάπτυξη 0,8% ετησίως που σημείωνε τα πέντε χρόνια πριν από την πανδημία. Οι επενδύσεις και η κατανάλωση θα είναι οι κύριοι μοχλοί ανάπτυξης, με τη συμβολή των καθαρών εξαγωγών να αυξάνεται με αργό ρυθμό.

Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις θα υποστηρίζονται από κεφάλαια στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση την πρόοδο στις εκταμιεύσεις κεφαλαίων και την αναζήτηση από την ίδια την Ελλάδα για επενδύσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη, η Moody’s αναμένει από τον μηχανισμό Ανάπτυξης να προσφέρει σημαντική στήριξη στο αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας μας. Επιπλέον, αναμένει ότι η θετική τάση στις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων θα συνεχιστεί, λόγω των καλύτερων οικονομικών προοπτικών, των συνεχιζόμενων ιδιωτικοποιήσεων και των περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Συνολικά, αυτό θα συμβάλει στην αύξηση του επενδυτικού ποσοστού (μετρούμενο με ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου) σε περίπου 18% του ΑΕΠ έως το 2027, από 13,7% που καταγράφηκε το 2022. Οι ισχυρές επενδύσεις θα συμβάλουν στο να παραμείνει μεγάλο το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η Moody’s προβλέπει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα κυμανθεί γύρω στο 5-7% του ΑΕΠ έως το 2027, σε σύγκριση με 9,7% το 2022.

Ο αμερικανικός οίκος αναμένει ταχύτερη μείωση της επιβάρυνσης του χρέους της γενικής κυβέρνησης, η οποία πιθανότατα θα μειωθεί κοντά στο 150% του ΑΕΠ ήδη από το επόμενο έτος, αν και θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες παγκοσμίως. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των κρατικών δαπανών, η Moody’s αναμένει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1-2% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, γεγονός που αντανακλά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημοσιονομικής πολιτικής. Τέλος, η ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους, που χαρακτηρίζεται από πολύ μακροχρόνιο μέσο όρο έως τη λήξη περίπου 20 ετών, ένα ακόμη υψηλό μερίδιο επίσημων πιστωτών, πλήρως αντισταθμισμένο κίνδυνο επιτοκίου, χωρίς χρέος σε ξένο νόμισμα και το μεγάλο απόθεμα μετρητών που εκτιμά η Moody’s σε περίπου 32 δισ. ευρώ (14,3% του ΑΕΠ) μέχρι το τέλος του 2023, υποστηρίζουν περαιτέρω τη δημοσιονομική ισχύ της Ελλάδας και μειώνουν τον κίνδυνο ρευστότητας της κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια.

Παραμένοντας στο κομμάτι της επενδυτικής βαθμίδας, ακολουθεί στις 20 Οκτωβρίου η δεύτερη αξιολόγηση από τον οίκο Standard & Poor’s, και ο κύκλος των αξιολογήσεων για φέτος κλείνει με την τρίτη αξιολόγηση της Fitch την 1η Δεκεμβρίου. Οι πληροφορίες λένε ότι και οι δύο αυτοί οίκοι θα αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία, δίνοντας το έναυσμα για θετικό ξεκίνημα το 2024, το οποίο ωστόσο παραμένει γεμάτο παγίδες.

Προϋπολογισμός: Έλλειμμα 103 εκατ. ευρώ έναντι στόχου 2.426 εκατ. ευρώ
Σε μικροοικονομικό επίπεδο, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο του Ιανουαρίου – Αυγούστου 2023, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 103 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 2.426 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2023 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023 και ελλείμματος 4.105 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 5.585 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 2.314 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσματος 19 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2022.

Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 43.105 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 47 εκατ. ευρώ ή 0,1% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023, παρά τα μειωμένα έσοδα από τα Προγράμματα Δημοσίων Επενδύσεων, τα οποία ανήλθαν σε 2.350 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 990 εκατ. ευρώ από τον στόχο (3.340 εκατ. ευρώ). Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 39.911 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 3.416 εκατ. ευρώ ή 9,4% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023. Τμήμα της αύξησης αυτής, ποσού 470 εκατ. ευρώ περίπου, αφορά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των τελών κυκλοφορίας μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2023, ενώ είχε εκτιμηθεί ότι το ποσό αυτό θα εισπραττόταν κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2022. Το υπόλοιπο ποσό της υπερεκτέλεσης προέρχεται από την καλύτερη απόδοση των φόρων εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων του προηγούμενου έτους που εισπράχθηκαν σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2023, καθώς και από την καλύτερη απόδοση στην είσπραξη των φόρων τρέχοντος έτους. Οι δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για την περίοδο του Ιανουαρίου – Αυγούστου 2023 ανήλθαν στα 43.207 εκατ. ευρώ και παρουσιάζονται μειωμένες κατά 2.276 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου (45.483 εκατ. ευρώ), που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023.

Κατατέθηκε το προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2024
Στις σημαντικές οικονομικές εξελίξεις των προηγούμενων ημερών ήταν ωστόσο και η κατάθεση στη Βουλή του προσχεδίου του Προϋπολογισμού για το 2024, του πρώτου εδώ και 13 χρόνια που βρίσκει τη χώρα να έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Το προσχέδιο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,3% το 2023 και 3% το 2024. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί από 208 δισ. ευρώ το 2022 σε 224 δισ. ευρώ το 2023 και 235 δισ. ευρώ το 2024. Παράλληλα, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός προβλέπεται να κυμανθεί σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα και να διαμορφωθεί σε 4% έναντι 4,5% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,4% για το 2024. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 8,3% το τρέχον έτος και ακόμη περισσότερο κατά 12,1% το 2024, ενώ η ανεργία αναμένεται να μειωθεί από 11,2% το 2023 σε 10,6% το 2024. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 2.560 εκατ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ, πλησίον των προβλέψεων του Προγράμματος Σταθερότητας. Τέλος, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να αποκλιμακωθεί από 171,4% του ΑΕΠ το 2022 σε 159,3% το 2023 και σε 152,2% το 2024.

Ελληνική Οικονομία: Νόμος για την ενίσχυση των εισοδημάτων και στο βάθος επενδυτική βαθμίδα

Ο ιαπωνικός οίκος Rating and Investment Information (R&I) «ανοίγει τον δρόμο»…
Πιο αναλυτικά: Ο ιαπωνικός οίκος Rating and Investment Information (R&I) αναβάθμισε, στις 31 Ιουλίου, το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, BBB- με σταθερές προοπτικές (από ΒΒ+ με σταθερή προοπτική προηγουμένως). Στην έκθεση αξιολόγησης που δόθηκε στη δημοσιότητα, επισημαίνονται έξι θετικές εξελίξεις που οδήγησαν στην αναβάθμιση, και συγκεκριμένα:

1. Η νίκη του κυβερνώντος κόμματος με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στις εκλογές του Ιουνίου, «αποτέλεσμα που διασφαλίζει τη συνέχιση των πολιτικών με στόχο την αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική εξυγίανση, και αυξάνει τις προσδοκίες για ενίσχυση της ανάπτυξης, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις, καθώς και για συνεχή βελτίωση του λόγου του δημόσιου χρέους», όπως εκτιμά ο ιαπωνικός οίκος.

2. Η ισχυρή ανάπτυξη (5,9%) της ελληνικής οικονομίας το 2022, πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και οι προβλέψεις της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 2,3% και 2,4% αντίστοιχα, το 2023.

3. Η πρόοδος στη διάθεση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) με τη χρήση τιτλοποιήσεων, που οδήγησαν τον δείκτη NPE των τραπεζών σε μονοψήφια επίπεδα.

4. Η βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου μετά το μεγάλο έλλειμμα που καταγράφηκε λόγω της πανδημίας Covid-19. Το 2022 καταγράφηκε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, παρά τις επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά για την αντιμετώπιση της αύξησης του πληθωρισμού και των τιμών της ενέργειας. Η κυβέρνηση, για το 2023, προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ (και μειωμένο δημοσιονομικό έλλειμμα 1,8% του ΑΕΠ), ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ακόμη μεγαλύτερο πλεόνασμα. «Υπό τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ο οποίος εξασφάλισε τη δεύτερη θητεία του, η κυβέρνηση αναμένεται να διατηρήσει την πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική της. Ο οίκος πιστεύει ότι η αύξηση των κρατικών δαπανών θα ελεγχθεί και ότι το πρωτογενές ισοζύγιο θα παραμείνει σε θετικό πρόσημο από το 2024 και μετά», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην έκθεση.

5. Η μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, στο 171,3% του ΑΕΠ το 2022, ενώ ήταν πάνω από 200% το 2020. Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους για το 2023 θα διαμορφωθεί στο 162,6%. Ο λόγος του δημόσιου χρέους πιθανότατα θα ακολουθήσει σταθερή πτωτική πορεία, υποστηριζόμενος από το πρωτογενές πλεόνασμα.

6. Η διεκδίκηση πρόσθετης χρηματοδότησης από το REPowerEU Plan, επιπλέον των κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε., με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, η αγορά εργασίας και η δημόσια διοίκηση.

Η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο για τα επενδυτικά κεφάλαια της Ιαπωνίας (και συνολικά της ασιατικής αγοράς) προς την ελληνική οικονομία. Παρά το γεγονός ότι η R&I δεν περιλαμβάνεται στους οίκους που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών θεωρεί ότι η αναβάθμιση αυτή αποτελεί προάγγελο των αναβαθμίσεων που αναμένονται το επόμενο διάστημα και από τους λοιπούς, αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οίκους αξιολόγησης. Γεγονός που θα σημάνει χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, μεγαλύτερες επενδύσεις στη χώρα, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας.

Αναβάθμιση και από τη Scope Ratings
Την επενδυτική βαθμίδα έδωσε στην Ελλάδα και η Scope Ratings, οίκος αξιολόγησης ωστόσο που επίσης δεν αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Scope Ratings αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε «ΒΒΒ-», διατηρώντας σταθερό outlook, με αιτιολογικό την ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, την ευνοϊκή τροχιά του δημόσιου χρέους και τις μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, το υψηλό δημόσιο χρέος, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι πολιτικής και η αστάθεια του τραπεζικού συστήματος αποτελούν προκλήσεις. Στη σχετική της έκθεση, η Scope Ratings αναφέρει ότι η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας «BBB-» αντανακλά τους ακόλουθους παράγοντες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας:

1. Διατήρηση της ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης για την Ελλάδα, αντανακλώντας τις αλλαγές μετά την κρίση του Covid-19 για τη στήριξη των ευάλωτων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, μέσω παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό αντανακλά, από το 2020, καινοτομίες στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και χαλάρωση των απαιτήσεων πλαισίου εξασφαλίσεων που έχουν διασφαλίσει την καταλληλότητα για τίτλους ελληνικών κρατικών ομολόγων, παρά τις αξιολογήσεις μη επενδυτικού βαθμού του δανειολήπτη. Τα μέτρα της κεντρικής τράπεζας, σε συνδυασμό με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας ύψους 30,5 δισ. ευρώ (13,7% του μέσου ΑΕΠ 2021-2026) για την Ελλάδα, παράλληλα με τη δυνατότητα περαιτέρω μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης του χρέους από ευρωπαίους εταίρους, «καταδεικνύουν ένα διαρκές ευρωπαϊκό backstop πέρα από τις πρόσφατες κρίσεις, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις».

2. Σταθερή τροχιά μείωσης του δημόσιου χρέους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης πάνω από το δυναμικό, του χαμηλού μέσου κόστους επιτοκίων του επικρατούντος χαρτοφυλακίου χρέους και της επίτευξης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 160,7% έως το 2023, σημειώνοντας μείωση 46 π.μ. από την κορύφωση του 2020.

3. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν ουσιαστικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και ουσιαστικά ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, παράλληλα με τις πολιτικές που ευθυγραμμίζονται με τη χρηματοδότηση του Recovery and Resilience Facility (RRF) που κινητοποιεί τις επενδύσεις και ενισχύει την ανάκαμψη.

DBRS: Η σημαντικότερη αναβάθμιση ήρθε από τον Καναδά
Η σημαντικότερη ωστόσο αναβάθμιση ήρθε από τον καναδικό οίκο αξιολόγησης DBRS, ο οποίος έδωσε στη χώρα μας την επενδυτική βαθμίδα, αναβαθμίζοντας σε ΒΒΒ (low) το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας με σταθερές προοπτικές, από ΒΒ (high) με σταθερές προοπτικές. Και είναι η σημαντικότερη επειδή προέχεται από τον πρώτο από τους 4 αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους, ο οποίος δίνει στην Ελλάδα ξανά την επενδυτική βαθμίδα μετά από 13 χρόνια.

Στη σχετική του ανακοίνωση, ο οίκος σημειώνει ότι η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη ότι, με βάση και το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές Αρχές θα παραμείνουν δεσμευμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση.

«Τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια δεν απέτρεψαν τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος 0,1% του ΑΕΠ το 2022, ενώ για φέτος αναμένεται πλεόνασμα 1,1% και για το 2024 2,1%. Από τα υψηλά επίπεδα του 2020, το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό στο ΑΕΠ, πέρυσι κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, επωφελούμενο από τη δημοσιονομική επανόρθωση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ», αναφέρει ο καναδικός οίκος. Και καταλήγει: «Η σημαντική βελτίωση όσον αφορά στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή μίας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που ωθεί το αξιόχρεο ανοδικά».

Οι κίνδυνοι παραμένουν, «θηλιά» το υψηλό χρέος
Ωστόσο, οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι μπροστά και δεν είναι καθόλου αμελητέες: Το υψηλό δημόσιο χρέος αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια σε επανεκτιμήσεις του κρατικού κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής διάρθρωσης του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, παράλληλα με τη σταδιακή μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους, και τη συντομότερη μέση διάρκεια του νέου χρέους, αντικατοπτρίζει μια σημαντική επιπλέον πρόκληση.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κίνδυνοι πολιτικής, καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από την υπό όρους δανειοδότηση του επίσημου τομέα προς τη δανειοδότηση με βάση την αγορά, ενώ οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν. Οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες όπως το μέτριο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν επιπλέον περιορισμούς, ενώ ένας επιπλέον παράγοντας κινδύνου είναι οι ανάγκες οικονομικής στήριξης που έχουν προκύψει για τις περιοχές του Έβρου και της Θεσσαλίας μετά τις καταστροφές που υπέστησαν. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι στη Θεσσαλία παράγεται άνω του 20% του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας, για να καταλάβει τη σημασία των προκλήσεων που θα πρέπει να αντιμετωπίσει -και άμεσα- η ελληνική οικονομία.

Συνοψίζοντας, οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των διεθνών οικονομικών αναλυτών είναι ότι η Ελλάδα, μέχρι το τέλος της τρέχουσας χρονιάς, θα έχει αποκτήσει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.

Να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέτει ως προϋπόθεση για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τη θετική αξιολόγηση από έναν τουλάχιστον από τους οίκους S&P, Moody’s, Fitch και DBRS. Ο κύκλος των αξιολογήσεων που έχει ήδη ανοίξει, θα κλείσει τον Δεκέμβριο.

Κυβέρνηση: «Αυτά τα δεδομένα θα κρίνουν την επενδυτική βαθμίδα»
Πέρα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ωστόσο, η κυβέρνηση και το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «ξεχωρίζουν» τα 4 παρακάτω στοιχεία ως τα σημαντικότερα που θα κρίνουν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας:

1. Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται στο 2,4% φέτος, υπερδιπλάσια από αυτήν της ευρωζώνης. Το ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται ότι θα φτάσει στα 224,1 δισ. ευρώ το 2023, ενώ τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο των ευρωπαίων εταίρων μας, καλύπτοντας το χαμένο έδαφος της περασμένης δεκαετίας.

2. Τα δημόσια οικονομικά έχουν εξυγιανθεί, καθώς η χώρα πέτυχε πέρυσι πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,1% του ΑΕΠ, έναντι εκτίμησης για έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, με τις προβλέψεις για το 2023 να εμφανίζουν πλεόνασμα 1,1%, 2,1% για το 2024, 2,3% για το 2025 και 2,5% του ΑΕΠ για το 2026. Την ίδια στιγμή, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται σε καθοδική τροχιά, καθώς αναμένεται να κλείσει στο 162% του ΑΕΠ φέτος και να προσεγγίσει το 135% του ΑΕΠ το 2026, καταγράφοντας την ταχύτερη μείωση χρέους στην ευρωζώνη και στην ΕΕ.

3. Οι επενδύσεις από εγχώριους και διεθνείς επενδυτές συνεχίζουν να σπάνε ρεκόρ με +11,7% το 2022 και +13,2% το 2023, ενώ, σε συνδυασμό με τους δημόσιους πόρους που μοχλεύονται από εγχώρια και συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ χρηματοδοτικά εργαλεία, δημιουργούνται νέες δουλειές, νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες και πολυδιάστατα οφέλη για την πραγματική οικονομία.

4. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά, κατά 9,0% το 2021 και 6,5% το 2022, ενώ η ανεργία βαίνει συνεχώς μειούμενη, σε μονοψήφια ποσοστά από το 2024, μετά δηλαδή από περίπου 15 χρόνια, και ο πληθωρισμός, μετά την έκρηξη στο 9,3% το 2022 λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, αναμένεται να μειωθεί στο 2,4% το 2024 και στο 2% τα επόμενα χρόνια.

Πέρα από όλα τα παραπάνω, τις εξελίξεις αναμένεται να καθορίσουν και άλλοι παράγοντες, με πρώτο και βασικότερο το πόρισμα της Eurostat για τα στοιχεία ελλείμματος, το οποίο αναμένεται στις 23 Οκτωβρίου.

Έναν μήνα μετά θα εκδοθούν και τα πορίσματα για τη μεταπρογραμματική εποπτεία, αλλά και για τη δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική κατάσταση στη χώρα (Ευρωπαϊκό Εξάμηνο). Σύμφωνα με πληροφορίες του FinancePro, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα έχουν στα χέρια τους το πακέτο δημοσιονομικών στοιχείων (EDP – διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος) μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου.

Μέχρι τότε, η ΕΛΣΤΑΤ θα έχει στείλει στη Eurostat, με βάση την υποχρέωση που έχει, τα απολογιστικά στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος, αλλά και προβολές για φέτος, με βάση τα νέα δεδομένα, που θα λάβει από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.

Τι προβλέπει ο πρώτος νόμος για την ενίσχυση εισοδημάτων
Η δεύτερη σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων εβδομάδων της θερινής ραστώνης είναι η ψήφιση του νέου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με τίτλο: «Ενίσχυση του εισοδήματος των μισθωτών, των νέων, της οικογένειας και της εργασίας – συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις», στο οποίο η κυβέρνηση εκτιμά ότι ενσωματώνει περίπου τις μισές από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Πιο συγκεκριμένα:

1. Ο προϋπολογισμός των νέων μέτρων που ψηφίστηκαν στο πλαίσιο του νέου νόμου φτάνει στο 1,1 δισ. ετησίως και στα 4,4 δισ. σε βάθος τετραετίας. Πλησιάζει, συνεπώς, το 50% του συνολικού πλάνου της κυβέρνησης, ύψους 9,1 δισεκατομμυρίων.

2. Με το ίδιο νομοσχέδιο καθιερώνεται και η δυνατότητα των κομμάτων να ποσοτικοποιούν τα προγράμματά τους από το ανεξάρτητο Δημοσιονομικό Συμβούλιο, ζήτημα που απασχόλησε πολύ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

3. Αύξηση των αμοιβών. Το ετήσιο καθαρό όφελος για κάθε εργαζόμενο στο δημόσιο, φτάνει στα 800 ευρώ καθαρά, ενώ με το νέο αφορολόγητο, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, των κρατήσεων του Ταμείου Πρόνοιας, το καθαρό όφελος είναι πολύ υψηλότερο, αγγίζει τα 1.500 ευρώ.

4. Μόνιμα μέτρα ενίσχυσης της οικογένειας, των ευάλωτων και των νέων. Ο νέος νόμος προβλέπει την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, για 1.340.000 πολίτες. Με τη μόνιμη πλέον απαλλαγή 200.000 παλαιών δικαιούχων του ΕΚΑΣ από κάθε συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη. Παράλληλα, προβλέπει αναδρομικές αυξήσεις 7,75% σε 10.000 συνταξιούχους ειδικών κατηγοριών, την ετήσια καταβολή 150 ευρώ του «Youth Pass» σε νέους 18 και 19 ετών, καθώς και διπλασιασμό της χρηματοδότησης του Προγράμματος «Σπίτι Μου». Σύμφωνα με το Υπουργείο, έχουν εγκριθεί περισσότερες από 20.000 αιτήσεις, ενώ έχουν ήδη καταβληθεί σχεδόν 5.000 δάνεια για ισάριθμες κατοικίες που αφορούν 8.000 νέους και ζευγάρια. Τέλος, η δέσμη των μόνιμων ελαφρύνσεων ολοκληρώνεται με τη νέα έκπτωση κατά 10% στον ΕΝΦΙΑ, για τα ακίνητα που είναι ασφαλισμένα για φυσικές καταστροφές.

5. Το κράτος θα συνεχίσει να καλύπτει σχεδόν το 10% των μηνιαίων αγορών. Έτσι, επεκτείνεται το «Market Pass», ενισχύοντας σχεδόν 3.000.000 οικογένειες, με 22 έως 100 ευρώ κάθε μήνα.

7μηνο 2023: Υπέρβαση στόχου στο πρωτογενές πλεόνασμα κατά 3,55 δισ. ευρώ
Πέρα όμως από τη μεγάλη εικόνα, υπάρχουν και τα περισσότερο «καθημερινά» θέματα της οικονομίας, τα οποία δεν είναι λιγότερο σημαντικά. Έτσι, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, η ελληνική οικονομία σημείωσε υπέρβαση στόχου στο πρωτογενές πλεόνασμα κατά 3,55 δισ. ευρώ, στο 7μηνο του 2023. Τα στοιχεία δείχνουν ωστόσο υστέρηση στα καθαρά έσοδα, λόγω μη είσπραξης του τιμήματος για την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης του αυτοκινητοδρόμου της Εγνατίας Οδού και τριών κάθετων οδικών αξόνων της (1,496 δισ. ευρώ) και της δόσης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που είχε προβλεφθεί ότι θα εισπραχθεί κατά τον μήνα Ιούλιο (1,718 δισ. ευρώ). Από την άλλη πλευρά, τα φορολογικά έσοδα είναι αυξημένα κατά 2,347 δισ. ευρώ ή 7,5% έναντι του στόχου, ενώ αυξημένα κατά 193 εκατ. ευρώ ή 3,0% έναντι του στόχου εμφανίζονται τα έσοδα και τον μήνα Ιούλιο.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2023, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 1.438 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για έλλειμμα 2.320 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2023 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023 και ελλείμματος 4.585 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 3.555 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1.830 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 1.161 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2022. Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 37.145 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 541 εκατ. ευρώ ή 1,4% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023.

Στην τελική ευθεία για την επενδυτική βαθμίδα, αγκάθι ο πληθωρισμός τροφίμων

Στη νέα διακυβέρνηση, και μετά τη μετονομασία του και με βάση το Προεδρικό Διάταγμα που θα καθορίζει τις αρμοδιότητές του, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών θα έχει, πλέον, και όλες τις αρμοδιότητες, οι οποίες σχετίζονται με τις δημόσιες επενδύσεις, καθώς και τα σχετικά αναπτυξιακά εργαλεία. Σε ρόλο περισσότερο στρατηγικό, που η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα συμβάλλει στην καλύτερη εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού και σε πιο σφαιρική διαχείριση των δημοσίων επενδύσεων.

Mε το καλημέρα της νέας διακυβέρνησης, και από τα πλέον επίσημα χείλη, αυτά του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, τέθηκε ο πρώτος και μεγαλύτερος στόχος της ελληνικής οικονομίας, που είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Όπως φάνηκε, η άμεση επίτευξη του στόχου αυτού θα δώσει το έναυσμα για τις υπόλοιπες κινήσεις της νέας ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίες αποτυπώνονται στα εξής:

Α. Το εθνικό σχέδιο για την Ελλάδα του 2027

  1. Ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου έως τέλος του 2023
  2. Λογικά πρωτογενή πλεονάσματα και μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ κάτω από το 140% έως το 2027
  3. Υποχώρηση της ανεργίας στο 8% έως το 2027
  4. Αύξηση των εξαγωγών στο 60% του ΑΕΠ
  5. Μείωση των ανισοτήτων και αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ έως το 2027
  6. Το 80% της ηλεκτροπαραγωγής και το 45% της κατανάλωσης να προέρχονται από «πράσινες» πηγές
  7. Μέχρι το 2027, το 90% των περίπου 4.500 διοικητικών διαδικασιών του Δημοσίου θα έχει ψηφιοποιηθεί
  8. Εκκίνηση συνταγματικής αναθεώρησης από προτείνουσα Βουλή το 2025
  9. Αναβάθμιση αμυντικών εξοπλισμών με 24 μαχητικά Rafale, 83 F-16 Viper, 3 φρεγάτες Belharra, προμήθεια των ελληνικών F-35.

Β. Άμεσα οικονομικά μέτρα

  1. Από 1/1/2024 τίθεται σε ισχύ το νέο μισθολόγιο του Δημοσίου, με οριζόντιες αυξήσεις σε όλους τους υπαλλήλους μετά από 15 χρόνια. Ειδική έμφαση δίνεται στις αμοιβές όσων κατέχουν θέση ευθύνης και σε εκείνους που έχουν οικογένεια
  2. Επέκταση του Market Pass για τους επόμενους μήνες, για την κάλυψη του 10% των μηνιαίων αγορών των περισσότερων νοικοκυριών
  3. Νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10% για τα ασφαλισμένα από φυσικές καταστροφές ακίνητα
  4. Πρόσθετη έκπτωση φόρου κατά 1.000 ευρώ στις οικογένειες με παιδιά
  5. Συνέχιση της εφάπαξ ενίσχυσης, στο τέλος του 2023, όσων συνεχίζουν να πλήττονται από την προσωπική διαφορά του νόμου Κατρούγκαλου, που θα αντληθεί από το πλεόνασμα της ανάπτυξης
  6. Όσοι από τους συνταξιούχους εργάζονται, δεν θα βλέπουν τη σύνταξή τους μειωμένη κατά 30%. Αντιθέτως, θα τη λαμβάνουν ολόκληρη, βλέποντας μόνο μία παρακράτηση στα πρόσθετα έσοδά τους από τη δεύτερη δηλωμένη -και νόμιμη πλέον- αμοιβή τους.

Γ. Μεσοπρόθεσμα οικονομικά μέτρα

  1. Μείωση των τεκμηρίων κατά 30%.
  2. Υποχώρηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ακόμη μονάδα
  3. Σταδιακή κατάργηση του Τέλους Επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες.

Έξι οι βασικοί στόχοι του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
Σύμφωνα με τις πρώτες δηλώσεις του νέου Υπουργού, Κωστή Χατζηδάκη, έξι είναι οι βασικοί στόχοι του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών:

  1. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας να φθάσει στο 3% στην τετραετία, εξέλιξη που η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα τη βοηθήσει να επιτύχει και τον στόχο για 25% αύξηση στον μέσο μισθό στο ίδιο διάστημα. Σημαντικό σύμμαχο στην προσπάθεια για ισχυρή ανάπτυξη θα έχει το Υπουργείο την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στους αμέσως επόμενους μήνες.
  2. Η μετάβαση σε βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Κάτι που θα γίνει «με ανάπτυξη των καινοτόμων κλάδων της οικονομίας, ενίσχυση των εξαγωγών -έχουμε δεσμευθεί για σημαντική αύξησή τους μέχρι το τέλος της τετραετίας με έμφαση στις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας- και συνέχιση της μείωσης του Δημόσιου Χρέους», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κ. Χατζηδάκης.
  3. Σύμφωνα με τον νέο Υπουργό, σε σχέση με τη φορολογία, το Υπουργείο πιστεύει σε χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Μιλώντας για το θέμα αυτό κατά το πρώτο υπουργικό συμβούλιο, ο Κ. Χατζηδάκης ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Είδαμε ότι η λελογισμένη μείωση φόρων την προηγούμενη τετραετία στήριξε τους ρυθμούς ισχυρής ανάπτυξης χωρίς απώλεια εσόδων. Και έτσι θα συνεχίσουμε. Μιλώντας, ωστόσο, για απώλεια εσόδων, πρέπει να σταθώ στην ανάγκη αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Πέρα από την κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία προωθείται με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, περαιτέρω πρόοδος σε αυτόν τον τομέα θα μας βοηθήσει, επίσης, να μειώσουμε παραπάνω τη φορολογία».
  4. Η υγεία του τραπεζικού συστήματος και η ενίσχυση των σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στις τράπεζες αφενός, και τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αφετέρου.
  5. Η προσπάθεια για συντονισμένη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και των δημοσίων επενδύσεων. «Γι’ αυτόν τον λόγο και αυτά τα ζητήματα υπάγονται σε έναν Αναπληρωτή Υπουργό. Ιδιαίτερα για το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν έχουμε ούτε λεπτό να χάσουμε», ανέφερε χαρακτηριστικά ο νέος Υπουργός Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών.
  6. Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, με διπλό όφελος, κατά το Υπουργείο: Από τη μια πλευρά, περισσότερα έσοδα για το κράτος. Και από την άλλη πλευρά, θετική συμβολή στην προσπάθεια περισσότερων επενδύσεων στη χώρα και, τελικά, ταχύτερη ανάπτυξη.

Επενδυτική βαθμίδα έως το τέλος του 2023
Με βάση τις εκτιμήσεις της νέας κυβέρνησης, η επενδυτική βαθμίδα αναμένεται να εξασφαλιστεί, εκτός απροόπτου, έως το τέλος του έτους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέτει ως προϋπόθεση για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τη θετική αξιολόγηση από τουλάχιστον έναν οίκο από τους τέσσερις (S&P, Moody’s, Fitch και DBRS). Οι ημερομηνίες που θα κάνουν τις αξιολογήσεις είναι οι εξής: Scope Ratings στις 4 Αυγούστου, DBRS Morningstar στις 8 Σεπτεμβρίου, Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου, S&P στις 20 Οκτωβρίου και Fitch την 1η Δεκεμβρίου. Να σημειωθεί εδώ ότι η Scope δεν περιλαμβάνεται μέχρι σήμερα στη λίστα με τους επιλέξιμους από την ΕΚΤ οίκους αξιολόγησης. Ωστόσο, έχει καταθέσει στην ΕΚΤ τον απαραίτητο φάκελο για να συγκαταλέγεται στους επιλέξιμους οίκους, αλλά δεν έχει ακόμη εγκριθεί το αίτημά της. Αν εγκριθεί τις επόμενες εβδομάδες και δώσει θετική αξιολόγηση για την Ελλάδα, η επενδυτική βαθμίδα θα μπορούσε να κατακτηθεί και στις 4 Αυγούστου. Η πρώτη ημερομηνία από τους σημερινούς επιλέξιμους οίκους είναι της DBRS Morningstar στις 8 Σεπτεμβρίου.

Εκτέλεση Κρατικού Προϋπολογισμού 5μήνου Ιανουαρίου-Μαΐου 2023
Πέρα από τα παραπάνω ωστόσο, υπάρχουν και τα τρέχοντα ζητήματα, τα οποία φυσικά δεν είναι δευτερευούσης σημασίας. Πρώτο και κύριο, η πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού για το 5μηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2023 που ανακοινώθηκε πριν μερικές ημέρες. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο αυτή, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 1,126 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για έλλειμμα 4,446 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2023 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023, και ελλείμματος 4,066 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022.

Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 2,289 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 1,396 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 1,487 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2022. Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 26,241 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2,937 εκατ. ευρώ ή 12,6% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023. Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, η υπερεκτέλεση αυτή οφείλεται σε τρεις λόγους κυρίως. Πρώτα απ΄ όλα στα αυξημένα φορολογικά έσοδα του 5μήνου, κατά δεύτερον στην είσπραξη ποσού 603 εκατ. ευρώ από ANFAs, που δεν είχε προβλεφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023, και, τέλος, στα αυξημένα έσοδα του ΠΔΕ.

Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 22,954 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,005 εκατ. ευρώ ή 9,6% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023. Τμήμα της αύξησης αυτής, ποσού 470 εκατ. ευρώ περίπου, αφορά στην παράταση της προθεσμίας πληρωμής των τελών κυκλοφορίας ως το τέλος Φεβρουαρίου 2023, ενώ είχε εκτιμηθεί ότι το ποσό αυτό θα εισπραττόταν τον Δεκέμβριο του 2022. Το υπόλοιπο ποσό της υπερεκτέλεσης προέρχεται από την καλύτερη απόδοση των φόρων εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων του προηγούμενου έτους, που εισπράχθηκαν σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2023, όσο και από την καλύτερη απόδοση του ΦΠΑ τ.έ..

Οι δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2023 ανήλθαν στα 27,368 εκατ. ευρώ και παρουσιάζονται μειωμένες κατά 383 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου (27,751 εκατ. ευρώ), που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023, ενώ παρουσιάζονται αυξημένες, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, κατά 1,015 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω των αυξημένων πληρωμών τόκων κατά 825 εκατ. ευρώ. Το Υπουργείο Οικονομικών καταγράφει ως σημαντικά γεγονότα την επιχορήγηση προς την Κοινωνία της Πληροφορίας Μ.Α.Ε. ύψους 502 εκατ. ευρώ, προς εξυπηρέτηση των αναγκών του Market Pass, την απόδοση προς το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης ύψους 367 εκατ. ευρώ των υπερκερδών παραγωγών ενέργειας, για την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2021 έως και την 30ή Ιουνίου 2022, καθώς και τις φετινές πληρωμές επιδότησης Diesel θέρμανσης, ύψους 100 εκατ. ευρώ.

Πτωτικός ο πληθωρισμός
Νέα επιβράδυνση του πληθωρισμού στην Ελλάδα σημειώθηκε τον Ιούνιο, για 9ο συνεχόμενο μήνα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, εξέλιξη που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να θεωρηθεί θετική. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο ρυθμός αύξησης των τιμών στη χώρα μας υποχώρησε στο 2,7% από 4,1% τον Μάιο, σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο από τον μ.ό. της ευρωζώνης που κυμαίνεται στο 5,5%, από 6,1% τον Μάιο. Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός στις ισχυρότερες οικονομίες της ευρωζώνης παραμένει σε υψηλά επίπεδα, με τη Γερμανία στο 6,8%, τη Γαλλία στο 5,3%, την Ιταλία στο 6,7% και την Ολλανδία στο 6,4%.

Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν, ωστόσο, ότι οι τιμές των τροφίμων συνεχίζουν να σημειώνουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις και αποτελούν τον κυριότερο πληθωριστικό παράγοντα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, παρατηρείται μικρή αποκλιμάκωση στην ευρωζώνη, καθώς από 15,5% τον Μάρτιο, ο δείκτης τιμών τροφίμων διαμορφώθηκε στο 13,5% τον Απρίλιο, στο 12,5% τον Μάιο και στο 11,7% τον Ιούνιο. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα στην Ελλάδα τον Μάιο (11,6%) ήταν χαμηλότερος από τον μ.ό. της ευρωζώνης για τον ίδιο μήνα. Ενδεικτική δε της πολιτικής που αναμένεται να ακολουθήσει η νέα κυβέρνηση, είναι η δήλωση του Πρωθυπουργού από τις Βρυξέλλες, ο οποίος είπε ότι η απάντηση στον πληθωρισμό δεν είναι τα προσωρινά επιδόματα -τα οποία είναι χρήσιμα και προφανώς δίνουν μία ανάσα στα νοικοκυριά-, «αλλά η αυτή καθ’ αυτή συμπίεση των τιμών και η βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσα από μόνιμες αυξήσεις στους μισθούς και από μόνιμες μειώσεις στη φορολογία που στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα».

Στοιχεία του πληθωρισμού Ιουνίου έδωσε στη δημοσιότητα και η ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία αυτός υποχώρησε στο 1,8% τον συγκεκριμένο μήνα, παρά το γεγονός ότι στις τιμές τροφίμων σημειώθηκε μεγάλη άνοδος, με τον σχετικό δείκτη να καταγράφει αύξηση 2,1% σε σχέση με τον Μάιο και 12,2% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2022. Ειδικότερα, τα φαρμακευτικά προϊόντα αυξήθηκαν κατά 18,8% σε σχέση με πέρυσι, τα γαλακτοκομικά 15,3% και τα λαχανικά 14,7%. Τέλος, είχαμε μείωση 54,7% για το φυσικό αέριο και 21,7% για τον ηλεκτρισμό.

Μικρή υποχώρηση του οικονομικού κλίματος
Ως αποτέλεσμα της προεκλογικής περιόδου, τον Μάιο, ο δείκτης οικονομικού κλίματος σημείωσε μικρή υποχώρηση στις 108,1 μονάδες από 108,7 μονάδες τον Απρίλιο, σύμφωνα με τη μηνιαία οικονομική ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς. Ωστόσο, στους επιμέρους υπο-δείκτες καταγράφονται σημαντικές διακυμάνσεις. Ειδικότερα, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, ο δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτών βελτιώθηκε κατά 10,1 μονάδες, ενώ παράλληλα υποχώρησαν σημαντικά οι αρνητικές προσδοκίες των κατασκευαστικών εταιρειών για το πρόγραμμα εργασιών τους, με αποτέλεσμα την αύξηση του δείκτη προσδοκιών κατά 6,7 μονάδες. Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, αν και διατηρείται σε θετικό έδαφος, υποχωρεί σημαντικά κατά 12,4 μονάδες, κυρίως υπό το βάρος της προς τα κάτω αναθεώρησης των προσδοκιών για την πορεία των πωλήσεων βραχυπρόθεσμα. Τέλος, οι δείκτες προσδοκιών στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες μειώθηκαν οριακά κατά 2 μονάδες και 0,9 μονάδες αντίστοιχα.

H μεγάλη εικόνα
«Η ευκαιρία της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια είναι μοναδική», σημειώνεται στο τετραμηνιαίο περιοδικό του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), Οικονομικές Εξελίξεις, το οποίο αναφέρει ότι οι τρεις βασικές προκλήσεις για την οικονομία της χώρας είναι η διαφύλαξη της οικονομικής σταθερότητας, η καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. «Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει έμφαση στις μεταρρυθμίσεις. Εάν χρειαστεί, θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με λίγες, αλλά ισχυρές κοινωνικές ομάδες συμφερόντων, που προτιμούν την ακινησία για να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν εις βάρος των πολλών», υπογραμμίζει στα συμπεράσματα του δελτίου ο καθηγητής, πρόεδρος ΔΣ και επιστημονικός διευθυντής του ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας.

Γενικότερα, αναφέρεται ότι στον απόηχο των πρόσφατων εκλογών, πληθώρα διεθνών εκθέσεων και αναλύσεων από διάφορους φορείς (π.χ. CNBC, Die Welt, Κομισιόν) καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: στα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία να αναδειχθεί ως χώρα «πρότυπο» για την υπόλοιπη Ευρώπη, με την οικονομία της να πρωτοστατεί και να παρουσιάζει εξαιρετική δυναμική. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του δομικού υποδείγματος παραγόντων του ΚΕΠΕ, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το σύνολο του 2023 προβλέπεται στο 2,2%, και οι σχετικοί ρυθμοί μεταβολής για το α’ και το β’ εξάμηνο 2023, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2022, εκτιμώνται στο 1,9% και 2,5%, αντίστοιχα.

«Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε φάση ομαλοποίησης της οικονομικής της δραστηριότητας, έχοντας ανακάμψει από το σοκ της πανδημίας και έχοντας επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις σημαντικές αναταράξεις που σημειώθηκαν στην ευρωπαϊκή οικονομία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία», αναφέρει μεταξύ άλλων το ΚΕΠΕ.

Η χρηματιστηριακή αγορά κινείται θετικά
Παρά τις συνεχιζόμενες προκλήσεις για την αγορά, όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, το α’ τετράμηνο 2023 ολοκληρώθηκε με θετικές αποδόσεις, τόσο για τη μεγάλη, όσο και για τη μεσαία και μικρή κεφαλαιοποίηση, αλλά και για την πλειονότητα των κλαδικών δεικτών. Παράλληλα, καταγράφεται αυξημένη η κεφαλαιοποίηση και αξία συναλλαγών για την ίδια περίοδο. Ταυτόχρονα, αν και οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες επηρέασαν την αγορά ομολόγων, φαίνεται να ανακόπτεται ο ρυθμός αύξησης των αποδόσεων που παρατηρήθηκε το 2022 και παρατηρείται σχετική σταθεροποίηση των αποδόσεων των ομολόγων, σύμφωνα με τα εξεταζόμενα δεδομένα για το α’ τετράμηνο 2023.

Τον περασμένο Απρίλιο, ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s αναβάθμισε την προοπτική (outlook) της Ελλάδας από σταθερή σε θετική, διατηρώντας την αξιολόγηση στο ΒΒ+, μόλις μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Σύμφωνα με τoν Standard & Poor’s, η θετική προοπτική βασίζεται «στο πρόσφατο ισχυρό ιστορικό εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και στο γεγονός ότι «η κυβέρνηση έκλεισε το δημοσιονομικό έλλειμμα πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν, μέσω βελτιώσεων που (ο οίκος αξιολόγησης) θεωρεί γενικά βιώσιμες».

Παράλληλα, ο Standard & Poor’s συνδέει την ενδεχόμενη αναβάθμιση της χώρας με τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και με τη διατήρηση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Επενδυτική βαθμίδα και μεταρρυθμιστική πολιτική δίνουν τον ρυθμό των εξελίξεων

Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, οι προοπτικές και οι προκλήσεις που έχει μπροστά της, δεν θα μπορούσαν να μην αποτελούν μέρος της προεκλογικής αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων. Ωστόσο, η αντιπαράθεση αυτή κινήθηκε σε ρηχά νερά, με την έννοια ότι τα κόμματα εστίασαν -για άλλη μια φορά- στα λάθος σημεία και όχι στην ουσία. Η συζήτηση εστίασε απλά στην κοστολόγηση των προγραμμάτων των κομμάτων, στη φορολογική τους πολιτική, αλλά όχι στις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να γίνουν, στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού μοντέλου ή στην επενδυτική στρατηγική. Για άλλη μια φορά, η ελληνική οικονομία έγινε κομμάτι ενός επικοινωνιακού πολιτικού σόου και σίγουρα τα όσα ακούστηκαν από τους εκπροσώπους των κομμάτων δεν έκαναν σοφότερους τους πολίτες. Ωστόσο, η επόμενη μέρα είναι ήδη εδώ και η νέα ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα.

Οι εκτιμήσεις της εαρινής έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Στα βασικά γεγονότα των προηγούμενων ημερών ήταν η ανακοίνωση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των συμπερασμάτων της εαρινής έκθεσης της Ε.Ε. για την πορεία της οικονομίας, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα προβλέπεται να έχει καλύτερες επιδόσεις από την Ε.Ε. το διάστημα 2023-2024 σε κρίσιμης σημασίας δείκτες, όπως ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η μείωση του ελλείμματος, καθώς και ο ρυθμός μείωσης της ανεργίας. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στο ΑΕΠ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η Ε.Ε. θα έχει το 2023 αύξηση 1,0%, και το 2024 1,7%, η Ευρωζώνη θα έχει το 2023 αύξηση 1,1%, και το 2024 αύξηση 1,6%, ενώ η Ελλάδα θα σημειώσει το 2023 αύξηση 2,4% και το 2024 αύξηση 1,9%. Καλύτερα του αναμενόμενου θα είναι και τα αποτελέσματα του πληθωρισμού, με την Επιτροπή να εκτιμά ότι η Ε.Ε. θα έχει το 2023 πληθωρισμό 6,7% και το 2024 3,1%. Αντίστοιχα, η Ευρωζώνη θα έχει το 2023 πληθωρισμό 5,8% και το 2024 2,8%, ενώ στη χώρα μας ο πληθωρισμός θα φτάσει το 2023 στο 4,2% και το 2024 θα μειωθεί περαιτέρω, στο 2,4%. Θετικές είναι όμως οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και για το έλλειμμα, σύμφωνα με τις οποίες η Ε.Ε. θα έχει το 2023 έλλειμμα -3,1% και το 2024 -2,4%. Η Ευρωζώνη θα έχει το 2023 έλλειμμα -3,2% και το 2024 -2,4%, ενώ η Ελλάδα θα σημειώσει έλλειμμα -1,3% την τρέχουσα χρονιά και -0,6% το 2024. Τέλος, σε ό,τι αφορά στην ανεργία, στην Ελλάδα αναμένεται να είναι 12,2% το 2023, ενώ το 2024 εκτιμάται ότι θα μειωθεί περαιτέρω, στο 11,8%. Σύμφωνα εξάλλου με ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, αύξηση κατά 2,1% παρουσίασε το ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του 2023, σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022 σε όρους όγκου, ενώ σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2022 εμφάνισε μείωση κατά 0,1%, με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία. Τέλος, με βάση τα μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το ΑΕΠ, σε όρους όγκου, κατά το 1ο τρίμηνο 2023, παρουσίασε αύξηση κατά 2,3% σε σχέση με το 1ο τρίμηνο 2022.
Προϋπολογισμός α’ 4μήνου:

Στο +14,3% τα έσοδα έναντι του στόχου
Θετικά ήταν ωστόσο και τα αποτελέσματα εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης αυτού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2023, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 789 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για έλλειμμα 3.829 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2023 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023, και ελλείμματος 3.316 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 2.443 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 869 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 799 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2022. Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 21.057 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2.511 εκατ. ευρώ ή 13,5% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023. Η υπερεκτέλεση αυτή, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, οφείλεται κυρίως σε τρεις παράγοντες: στα αυξημένα φορολογικά έσοδα του τετραμήνου, στην είσπραξη ποσού 603 εκατ. ευρώ από ANFAs (Agreement on Net Financial Assets), που δεν είχε προβλεφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023 και στα αυξημένα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Τα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 23.185 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 2.901 εκατ. ευρώ ή 14,3% έναντι του στόχου.

Ταμείο Ανάκαμψης: Υποβλήθηκε το 3ο αίτημα πληρωμής 1,72 δισ. ευρώ…
Η προεκλογική περίοδος ωστόσο δεν επηρέασε καθόλου τις εξελίξεις γύρω από το Ταμείο Ανάκαμψης, του οποίου, ούτως ή άλλως, τα χρονοδιαγράμματα είναι σφικτά και δεν επιτρέπουν την παραμικρή χαλάρωση ή καθυστέρηση. Έτσι, στις 16 Μαΐου, η χώρα υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το τρίτο αίτημα πληρωμής από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Από το συγκεκριμένο αίτημα θα εισρεύσουν στα κρατικά ταμεία 1,72 δισ. ευρώ, ποσό που αφορά στο σκέλος των επιδοτήσεων του «Ελλάδα 2.0». Με την προσθήκη αυτού του ποσού, η ρευστότητα από πόρους του ΤΑΑ θα διαμορφωθεί στα 12,8 δισ. ευρώ. Αξίζει να επισημανθεί πως η χώρα μας είναι μεταξύ των τριών πρώτων κρατών-μελών της Ε.Ε. που κατέθεσαν το τρίτο αίτημα πληρωμής από το ΤΑΑ. Την τριάδα συμπληρώνουν η Ιταλία και η Ισπανία.

Την ίδια ώρα, υπάρχουν τέσσερα κράτη που έχουν υποβάλει δύο αιτήματα πληρωμής, έντεκα που έχουν υποβάλει μόνο το πρώτο αίτημα και εννέα κράτη που, ακόμη, δεν έχουν υποβάλει κάποιο αίτημα πληρωμής. Μερικά από τα σημαντικότερα ορόσημα που επιτεύχθηκαν από τις ελληνικές αρχές -οδηγώντας στην υποβολή του τρίτου αιτήματος πληρωμής- αφορούν, καταρχάς ως προς τις επενδύσεις, σε ανακαινίσεις κατοικιών μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ», στην έναρξη του προγράμματος «Φορτίζω παντού», στη συμβασιοποίηση των πολεοδομικών σχεδίων και σε κατακυρώσεις διαγωνισμών για δημόσια έργα ψηφιακού μετασχηματισμού. Ταυτόχρονα, ως προς τις μεταρρυθμίσεις, ολοκληρώθηκε η θεσμοθέτηση της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης με την αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων, το νέο Πόθεν έσχες, το Εθνικό μητρώο διαδικασιών Μίτος, το Εθνικό σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση της διαφθοράς, ο Δικαστικός χάρτης, η νομοθεσία για την απασχόληση στον πολιτιστικό τομέα και για τα βιομηχανικά πάρκα κ.ά.

…και επενδυτικά σχέδια από συνεργατικά σχήματα
Στα θετικά του Ταμείου Ανάκαμψης είναι και το γεγονός ότι ξεκίνησαν οι πρώτες υποβολές επενδυτικών σχεδίων από συνεργατικά σχήματα, στο δανειακό σκέλος του. Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, ήδη κατέθεσαν αιτήσεις 29 ομάδες παραγωγών από την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, για ενίσχυση με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Από αυτές τις ομάδες, οι 15 έχουν καταθέσει και φάκελο για τη λήψη της επιχορήγησης, στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου του ΤΑΑ «Εκσυγχρονισμός του Πρωτογενούς Τομέα». Συνολικά, πρόκειται για επενδύσεις ύψους 40,5 εκατ. ευρώ, από τα οποία 22,5 εκατ. ευρώ επιχορηγούνται με ποσοστό 50% από το Υποέργο «Εκσυγχρονισμός του Πρωτογενούς Τομέα». Τα υπόλοιπα 18 εκατ. ευρώ προέρχονται από τα δανειακά κονδύλια του ΤΑΑ και συγκεκριμένα από τον πυλώνα «Ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας μέσω συνεργασιών, εξαγορών και συγχωνεύσεων». Με τις επενδύσεις αυτές, ο στόχος είναι, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών πάντα, οι συνεργαζόμενοι βαμβακοπαραγωγοί να έχουν τη δυνατότητα να εκσυγχρονίσουν τον εξοπλισμό τους, να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους και να πετύχουν σημαντικές συνέργειες. Οι επενδύσεις που θα γίνουν αναλύονται ως εξής: 3,7 εκατ. ευρώ για κτιριακές εγκαταστάσεις, 19 εκατ. ευρώ για μηχανήματα, 5,9 εκατ. ευρώ για εξοπλισμό, 2,4 εκατ. ευρώ για ψηφιακό εξοπλισμό και 0,2 εκατ. ευρώ για λοιπές δαπάνες. Επιπλέον, ποσό ύψους 9,3 εκατ. ευρώ αφορά σε κεφάλαιο κίνησης, που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία του συνεργατικού σχήματος. Οι επενδύσεις, συνολικού προϋπολογισμού 40,5 εκατ. ευρώ, θα υλοποιηθούν σχεδόν στο σύνολο της ηπειρωτικής χώρας.

Επενδυτική βαθμίδα: Εν αναμονή θετικών νέων
Η προεκλογική περίοδος ωστόσο δεν «ξεθώριασε» τον βασικό στόχο της ελληνικής οικονομίας που είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Προς αυτή την κατεύθυνση, η καθαρή νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 21ης Μαΐου φαίνεται να ικανοποίησε τις αγορές, δεδομένου ότι, κατά την εκτίμησή τους, αποτελεί προάγγελο σταθερής κυβέρνησης που θα συνεχίσει τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες και θα στρέψει και πάλι το ενδιαφέρον των μεγάλων επενδυτών στην Ελλάδα, σηματοδοτώντας την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα. Τα πρώτα αποτελέσματα φάνηκαν από το πρωί της Δευτέρας 22 Μαΐου, με τη σημαντική άνοδο του ελληνικού χρηματιστηρίου, αλλά και το ράλι των ελληνικών ομολόγων, τα οποία διαπραγματεύονται σε (μόνιμα πλέον) χαμηλότερα επίπεδα αποδόσεων από αυτά των ιταλικών ομολόγων, πλησιάζοντας τις αποδόσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ενώ –αν και η σύγκριση είναι άνιση καθώς πρόκειται για έκθεση σε άλλα νομίσματα–, διαπραγματεύονται σε χαμηλότερα επίπεδα και από τα αμερικάνικα, αλλά και τα βρετανικά ομόλογα. Σημειώνεται πως η απόδοση του ελληνικού 10ετούς σήμερα είναι στο 3,7%, έναντι 4% του αντίστοιχου ιταλικού, 3% του πορτογαλικού, 3,3% του ισπανικού, 3,6% του 10ετούς των ΗΠΑ και 4,2% του 10ετούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Σύμφωνα με τις τρέχουσες τάσεις, ο δείκτης χρέους της Ελλάδας φαίνεται ότι θα υποχωρήσει κάτω από αυτόν της Ιταλίας έως το 2026, και πιθανώς ακόμη και κάτω από αυτό των ΗΠΑ λίγα χρόνια αργότερα. Σε αντίθεση με την Ιταλία και την Ισπανία, η Ελλάδα απολαμβάνει ευνοϊκή μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση από τους επίσημους πιστωτές της, με δεδομένο ότι το χρέος της είναι ρυθμισμένο ορθολογικά και εξυπηρετείται ικανοποιητικά. Επομένως, είναι λιγότερο εκτεθειμένη σε αυξήσεις επιτοκίων από άλλες οικονομίες, εκτιμούν κορυφαίοι οικονομολόγοι.

Ωστόσο, κάπου εδώ υπάρχει και ο κίνδυνος: Η Ελλάδα εκτιμάται πως απόρροια των ισχυρών προοπτικών του ονομαστικού ΑΕΠ, θα σημειώσει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους παγκοσμίως τα επόμενα χρόνια, καθώς αυτό αναμένεται να υποχωρήσει κάτω του 150% του ΑΕΠ έως το 2025, από 171,3% στο τέλος του 2022 και 206% του ΑΕΠ το 2020. Ωστόσο, σύμφωνα με διεθνείς οικονομικούς αναλυτές, αν δεν μειωθεί το χρέος κάτω από το 130% του ΑΕΠ έως το 2032, που ξεκινά η αποπληρωμή του κεφαλαίου των δανεικών από EFSF/ESM -το οποίο θα αυξήσει σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησής του-, ίσως χρειαστεί νέα ρύθμιση. Κι αυτό αποτελεί μια ακόμα σημαντική πρόκληση για την επόμενη ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά και για τη χώρα γενικότερα.

Εξάλλου, η Oxford Economics αναφέρει σε πρόσφατη μελέτη της για την ελληνική οικονομία (23 Μαΐου 2023) ότι ο γενικός δείκτης οικονομικού κινδύνου για την Ελλάδα ανέρχεται στο 4,8 (στην κλίμακα από το 0 έως 10, με το 10 να υποδεικνύει το υψηλότερο επίπεδο κινδύνου), σημειώνοντας ελαφρά μείωση σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο. Αυτή η βαθμολογία είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο για τις ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, τοποθετώντας την Ελλάδα στην 59η θέση μεταξύ 164 χωρών. Όπως σημειώνει ωστόσο η Oxford Economics, με το ΑΕΠ να παραμένει περίπου 20% κάτω από το υψηλότερο σημείο του δεύτερου τριμήνου του 2007, υπάρχει μακρύς δρόμος για την ελληνική οικονομία.

Barclays: Fitch και S&P θα δώσουν την επενδυτική βαθμίδα το 2023
Ως εκ τούτου, και εν αναμονή του αποτελέσματος των εκλογών της 25ης Ιουνίου, έχει μεγάλο ενδιαφέρον το τι θα πράξουν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης. Οι επόμενες ημερομηνίες για τις αξιολογήσεις τους είναι της Scope Ratings στις 4 Αυγούστου, της DBRS στις 15 Σεπτεμβρίου, της Moody’s στις 20 Οκτωβρίου, της S&P στις 20 Οκτωβρίου και της Fitch την 1η Δεκεμβρίου. Οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η πιο πιθανή ημερομηνία για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα είναι η 20ή Οκτωβρίου από την S&P ή η 1η Δεκεμβρίου από τη Fitch. Η Barclays εκτιμά πως η Fitch τον Ιούνιο είναι πιθανό να αναβαθμίσει τις προοπτικές της χώρας σε θετικές (από σταθερές) και να δώσει το εισιτήριο της επενδυτικής βαθμίδας τον Δεκέμβριο, κατά την επόμενη αξιολόγησή της. Η βρετανική τράπεζα θεωρεί πως η S&P, η οποία ήδη έχει αναβαθμίσει τις προοπτικές της Ελλάδας σε θετικές, είναι πιο πιθανό να είναι ο πρώτος οίκος που θα φέρει τη χώρα στο group του investment grade. Συνολικά, εκτιμά πως η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους διεθνείς δείκτες ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας -που απαιτεί τουλάχιστον δύο οίκους να βαθμολογούν με επενδυτική βαθμίδα μία χώρα-, είναι συνεπώς αρκετά πιθανή μέχρι το τέλος του 2023.

Το Ελληνικό Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-2026 δείχνει τον δρόμο για τη συνέχεια

Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις, με την πλέον σημαντική να αφορά στην υποβολή από την κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, του Ελληνικού Προγράμματος Σταθερότητας για την περίοδο 2023-2026. Με βάση τις βασικές μακροοικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα, προβλέπεται ανάπτυξη 2,3% για το 2023, 3% για τo 2024, 3% για το 2025 και 2,1% για το 2026.

Ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί σε 4,5% το 2023 και να αποκλιμακωθεί σε 2,4% το 2024 και 2% τα έτη 2025 και 2026.

Παράλληλα, η ανεργία αναμένεται να διαμορφωθεί σε 11,8% το 2023 και να αποκλιμακωθεί σε 10,9% το 2024, 10% το 2025 και 9,8% το 2026. Ιδιαίτερη πρόβλεψη γίνεται και για το κομμάτι των επενδύσεων, με την ενίσχυσή τους να αναμένεται ιδιαίτερα σημαντική, με ετήσια αύξηση ύψους 13,2% το 2023, 9,7% το 2024, 10,7% το 2025 και 7,2% το 2026. Όπως αναφέρει εξάλλου το Πρόγραμμα, σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των επενδύσεων αναμένεται να διαδραματίσει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με δημόσιες επενδύσεις που υπολογίζονται σε 1,7% του ΑΕΠ το 2023, 1,9% του ΑΕΠ το 2024, 1,8% του ΑΕΠ το 2025 και 1,7% του ΑΕΠ το 2026.

Τι περιλαμβάνει το Πρόγραμμα Σταθερότητας
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων που έχουν θεσμοθετηθεί από την αρχή του 2023 έως σήμερα, όπως η μόνιμη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 μονάδες, η μόνιμη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η επέκταση της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση, τις μεταφορές και μια σειρά αγαθών και υπηρεσιών, η αύξηση των αναπηρικών επιδομάτων και αναπηρικών συντάξεων, η κατάργηση της εισφοράς 1% υπέρ ΤΠΔΥ, η αναμόρφωση του μισθολογίου των ιατρών του ΕΣΥ, η ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων, η αναμόρφωση των βαρέων και ανθυγιεινών, η αύξηση του φοιτητικού επιδόματος, η επέκταση του επιδόματος μητρότητας των μισθωτών από τους 6 στους 9 μήνες, η επέκταση της απαλλαγής του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές, η ενίσχυση 200 έως 300 ευρώ για τους συνταξιούχους που δεν έλαβαν αύξηση λόγω της προσωπικής διαφοράς, καθώς και η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 780 ευρώ και η συνεπακόλουθη αύξηση των επιδομάτων ανεργίας.

Επιπλέον, περιλαμβάνονται τα υλοποιούμενα μέτρα αντιμετώπισης της Ενεργειακής Κρίσης, ύψους 4,8% του ΑΕΠ για το 2022 και υπολογιζόμενου ύψους 1,2% του ΑΕΠ για το 2023, όπως και αύξηση της τακτικής επιχορήγησης των νοσοκομείων από τα 1,68 δισ. ευρώ το 2023 σε 1,75 δισ. ευρώ το 2024. Επιπροσθέτως, το Πρόγραμμα Σταθερότητας περιλαμβάνει, στο βασικό σενάριο, το κόστος της αύξησης των συντάξεων κάθε έτος με βάση το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό, καθώς και την εξαγγελθείσα από τη ΔΕΘ αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων από 1/1/2024. Με βάση τα ανωτέρω, και υπό την προϋπόθεση να υπάρξει σταθερή κυβέρνηση που δεν θα αποκλίνει από τις μέχρι σήμερα οικονομικές πολιτικές, το πρωτογενές αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα 1,1% για το 2023, 2,1% το 2024, 2,3% το 2025 και 2,5% το 2026.

Μεσοπρόθεσμος στόχος το πρωτογενές πλεόνασμα 2%
Όπως είναι απολύτως λογικό, δεδομένου ότι η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, δεν περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα τυχόν επιπρόσθετα προεκλογικά μέτρα που έχουν ανακοινωθεί, ενώ παραμένει ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 0,7% για το 2023. Ειδικότερα, η παρούσα Κυβέρνηση έχει εξαγγείλει, πέραν των αυξήσεων των συντάξεων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω αποτέλεσμα, επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα ύψους 0,1% του ΑΕΠ για το 2024 και 0,3% του ΑΕΠ για τα έτη 2025 και 2026, όπως είναι η αύξηση του αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης, η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 8%, η σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η σταδιακή μείωση κατά επιπλέον 1% των ασφαλιστικών εισφορών, η αύξηση του επιδόματος μητρότητας στους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες από τους 4 στους 9 μήνες στο ύψος του κατώτατου μισθού, νέο μόνιμο πρόγραμμα 10.000 νέων θέσεων εργασίας για τους νέους και σειρά άλλων πρωτοβουλιών. Η υλοποίηση των ανωτέρω μέτρων δεν διαταράσσει τον μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα στην περιοχή του 2%. «Κομβικό στοιχείο του Προγράμματος Σταθερότητας είναι η ραγδαία αποκλιμάκωση του Χρέους Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο, με σταθερές πολιτικές, αναμένεται να μειωθεί από 171,3% του ΑΕΠ το 2022 σε 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% του ΑΕΠ το 2024, 142,6% του ΑΕΠ το 2025 και 135,2% του ΑΕΠ το 2026», καταλήγει σε σχετική του ανακοίνωση το Υπουργείο Οικονομικών.

Σταθερή η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
Στα καλά νέα για την ελληνική οικονομία είναι το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στη χώρα μας συνέχισε και τον Απρίλιο την πορεία αποκλιμάκωσης, καθώς τα πρώτα στοιχεία της Eurostat έδειξαν για τον συγκεκριμένο μήνα την περαιτέρω επιβράδυνση του φαινομένου. Πιο συγκεκριμένα, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 4,5% τον προηγούμενο μήνα έναντι 5,4% τον Μάρτιο, δίνοντας συνέχεια στην καθοδική πορεία των τελευταίων μηνών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η συγκεκριμένη επίδοση είναι μία από τις χαμηλότερες στις χώρες της Ευρωζώνης, 5η χαμηλότερη ανάμεσα στις 19 χώρες του ευρώ. Ωστόσο, σε μηνιαίο επίπεδο, δηλαδή σε σύγκριση με τις τιμές του Μαρτίου, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα καθορίστηκε στο 1,1%. Στο σύνολο της Ευρωζώνης, τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι ο ετήσιος δείκτης επιταχύνθηκε οριακά στο 7% έναντι 6,9% τον Μάρτιο, μια ένδειξη ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί τις ευρωπαϊκές οικονομίες για αρκετό καιρό ακόμα.

Tαμείο Ανάκαμψης: Eπενδυτικά σχέδια ύψους 12,33 δισ. ευρώ
Με εντατικούς ρυθμούς εξάλλου συνεχίζεται και η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία δεν δείχνει να επηρεάζεται από την προεκλογική περίοδο. Σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση από το Υπουργείο Οικονομικών, σε 12,33 δισ. ευρώ ανέρχεται ο συνολικός προϋπολογισμός των 392 επενδυτικών σχεδίων που έχουν υποβληθεί, προς το παρόν, στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Από τα 12,33 δισ. ευρώ, 5,1 δισ. ευρώ είναι δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), 4,11 δισ. ευρώ είναι κεφάλαια που έχουν διαθέσει οι συνεργαζόμενες τράπεζες και σε 3,12 δισ. ευρώ αντιστοιχεί η ίδια συμμετοχή των επενδυτών (στοιχεία έως 30.4.2023).

Τα επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβληθεί αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ο πρωτογενής τομέας, η βιομηχανία, το λιανικό εμπόριο, οι ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, οι τηλεπικοινωνίες, ο τουρισμός και οι υπηρεσίες. Πάντα σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, οι 136 δανειακές συμβάσεις, που έχουν ήδη υπογραφεί στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0», έχουν συνολικό προϋπολογισμό 5,74 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 2,34 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 1,99 δισ. ευρώ και ίδια κεφάλαια: 1,41 δισ. ευρώ). Για τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις, το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 1,9% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων σε 12 έτη. Αξίζει να επισημανθεί πως από τις 392 επενδυτικές προτάσεις που έχουν κατατεθεί, οι 236 προέρχονται από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), με τον συνολικό προϋπολογισμό τους να διαμορφώνεται στα 2,75 δισ. ευρώ. Σημειώνεται -ίσως και το σημαντικότερο δεδομένο- ότι τα δάνεια του ΤΑΑ χορηγούνται με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους (επιτόκιο δανεισμού σταθερό 0,35% για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και 1% για μεσαίες και μεγάλες). Σχολιάζοντας τα παραπάνω στοιχεία, ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για τη δημοσιονομική πολιτική και το Ταμείο Ανάκαμψης, Θόδωρος Σκυλακάκης, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι από τα προγράμματα επιχειρηματικότητας, όπου έχει ολοκληρωθεί η υποβολή αιτήσεων, ενισχύονται περισσότερες από 91.000 πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με τη συνολική δημόσια δαπάνη να φτάνει στα 650 εκατ. ευρώ.

Βασικός στόχος σταθερά η επενδυτική βαθμίδα
Μέσα σε όλο αυτό το περιβάλλον, δεν θα μπορούσε να λείπει η συζήτηση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, η οποία φαίνεται ότι είναι εφικτή εντός του 2023, εάν και εφόσον η νέα κυβέρνηση που προκύψει από τις εκλογές ακολουθήσει την ίδια οικονομική πολιτική, τουλάχιστον στις βασικές της κατευθύνσεις. Όπως εκτιμά η απερχόμενη κυβέρνηση, αλλά και οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα ενισχύσει τη ροή ξένων επενδύσεων, όπως θα συμβάλει και στην προσέλκυση ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων που θα συμμετάσχουν επίσης στη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων στην Ελλάδα, εξέλιξη που θα «κλειδώσει» την αναπτυξιακή τροχιά.

Είναι πολύ χαρακτηριστική η εκτίμηση του οίκου αξιολόγησης Moody’s για την ελληνική οικονομία, ο οποίος, αναφερόμενος ειδικά στην Ελλάδα, τονίζει ότι «ορισμένες χώρες έχουν κάνει μεγάλες προόδους και αναμένουμε ότι θα συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής εξυγίανσης και βελτίωσης της πιστωτικής ποιότητας. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, παρόλο που το χρέος παραμένει επίμονα υψηλό. Η συνέχιση των οικονομικών πολιτικών υπέρ της ανάπτυξης και των μεταρρυθμίσεων και η δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση, που θα οδηγήσει σε μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς δείκτες που θα ξεπεράσουν τις προσδοκίες μας, θα ήταν πιστωτικά θετική, όπως και οι περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα». Είναι σημαντικό εδώ να αναφερθεί ότι ο οίκος Moody’s είναι ο πιο αυστηρός μεταξύ των τεσσάρων κορυφαίων οίκων (Standard & Poor’s, Fitch, DBRS) σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, με «βαθμό» Ba3 και θετικό outlook, δηλαδή δύο μονάδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Η δημοσιονομική αδυναμία φαίνεται ότι αποτελεί βασικό παράγοντα εξόδου από την επενδυτική βαθμίδα, αφού τα περισσότερα από τα 28 κράτη που έχασαν την αξιολόγηση IG από το 1995 έχουν υποστεί κάποια μορφή δημοσιονομικής αδυναμίας.

Οι αιτίες της δημοσιονομικής αδυναμίας ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, αναφέρει η Moody’s, επισημαίνοντας ότι η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα προϋποθέτει βελτιωμένες δημοσιονομικές και αναπτυξιακές προοπτικές. «Τα κράτη που επέστρεψαν στην IG έχουν επιδείξει σημαντικούς μετασχηματισμούς, συμπεριλαμβανομένων θεσμικών βελτιώσεων, ενισχυμένων δημόσιων οικονομικών και προοπτικών για υψηλότερη βιώσιμη ανάπτυξη. Δώδεκα κράτη με τρέχουσα αξιολόγηση έχουν επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα μετά την απώλειά της, με τον χρόνο που χρειάστηκε για την επιστροφή να ποικίλλει ευρέως, από λιγότερο από τρία χρόνια έως περίπου 14 χρόνια», επισημαίνει ο οίκος.

Μείωση του δείκτη χρέους κατά 23,3% το 2022
Τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας επισήμανε σε άρθρο της και η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, τονίζοντας ότι η Ελλάδα μείωσε τον δείκτη του χρέους της κατά 23,3% το 2022, επισημαίνοντας παράλληλα ότι πρόκειται για την καλύτερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πτώση, αναφέρει η εφημερίδα, οφείλεται κυρίως στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δύο ετών. «Η καλή οικονομία έφερε περισσότερα φορολογικά έσοδα στα ταμεία από ό,τι αναμενόταν. Αντί για το αναμενόμενο πρωτογενές έλλειμμα -εκτός του κόστους των τόκων- στο 1,6% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2022 καταγράφηκε ένα μικρό πλεόνασμα 0,1%», γράφει η γερμανική οικονομική εφημερίδα και προσθέτει ότι «η δημοσιονομική επιτυχία είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη, καθώς η κυβέρνηση κατέβαλε πέρυσι περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε ενεργειακές επιδοτήσεις». Επιπλέον, το α’ τρίμηνο του 2023, τα φορολογικά έσοδα ήταν κατά 12,4% πάνω από τον στόχο, καταλήγει η Handelsblatt.

Economic Forum: Από το «recovery story» στο «rehabilitation story»
Σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, το εάν επιβεβαιωθούν οι θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τους προσεχείς μήνες έχει να κάνει και με την πορεία της ανάπτυξης. Όπως φάνηκε και στο 8ο Οικονομικό Forum Δελφών, οι προοπτικές αυτές είναι υπαρκτές, υπό προϋποθέσεις. Ειδικότερα, σε αυτές αναφέρθηκαν οι ομιλητές του πάνελ με τίτλο «Επενδύσεις στην Ελλάδα», το οποίο συντόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΧΑΕ, Γιάννος Κοντόπουλος και συμμετείχαν οι Θεμιστοκλής Φιωτάκης (Global Head of FX and Macro Strategy, Barclays), Agnes Belaisch (Managing Director & Chief European Strategist, Barings, UK), Αθανάσιος Βαμβακίδης (Managing Director, Global Head of FX Strategy, Bank of America, UK), Θεόδωρος Τζούρος (Executive General Manager, Chief Corporate and Investment Banking, Τράπεζα Πειραιώς) και Aris Francis (CEO, Brook Lane Capital). Σύμφωνα με όσα ακούστηκαν στο πάνελ αυτό, ο νέος μακροπρόθεσμος αναπτυξιακός κύκλος θα μπορούσε να ξεκινήσει στην Ελλάδα, με μοχλό την κλιματική αλλαγή και την πράσινη μετάβαση, αφού η χώρα έχει τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε μεγάλο εξαγωγέα ενέργειας.

Η εύρεση κεφαλαίων δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά η χώρα διαθέτει πολύ πλούσιους φυσικούς πόρους και θα πρέπει να «ανοίξει την αγκαλιά της» σε επενδυτές, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον φαίνεται ότι ευνοούν την Ελλάδα σε τομείς όπως η ενέργεια, ο τουρισμός, οι μεταφορές κ.λπ. Επίσης, θετικά μπορεί να λειτουργήσει για τη χώρα και η αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής, η οποία στόχο έχει να προστατεύσει περισσότερο την τοπική παραγωγή. Σύμφωνα με τους ομιλητές, η Ελλάδα έχει μπροστά της μεγάλη ευκαιρία και τεράστιο ποσό κεφαλαίων, το οποίο θα πρέπει να αξιοποιήσει σωστά, προκειμένου να αποφύγει το ενδεχόμενο μελλοντικής επιστροφής στα προβλήματα του παρελθόντος. Το πάνελ αναφέρθηκε και στις ξένες επενδύσεις, οι οποίες κινήθηκαν σε επίπεδο-ρεκόρ το 2022, ωθούμενες από παράγοντες όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η αγορά ακινήτων, η πράσινη ενέργεια και ο χρηματοοικονομικός τομέας.

Ωστόσο, οι περισσότερες τοποθετήσεις αφορούσαν τις αγορές μετοχών και περιουσιακών στοιχείων και όχι τη δημιουργία επιχείρησης από την αρχή, κάτι που αποδίδεται και στην εκτεταμένη γραφειοκρατία. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και για τις ξένες τράπεζες, οι οποίες, κυρίως λόγω των προβλημάτων του παρελθόντος, δεν είναι σήμερα πρόθυμες να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις στην Ελλάδα, ωστόσο η εικόνα της χώρας παρουσιάζει βελτίωση. Οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα να υποστηρίξουν την υλοποίηση επενδύσεων στη χώρα, μέσα από τη χρηματοδότησή τους.

Τέλος, οι επενδύσεις της προηγούμενης 5ετίας βασίστηκαν σε επενδύσεις υψηλού ρίσκου που πόνταραν στο σενάριο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Όπως αναφέρθηκε, ήταν τοποθετήσεις σε πολύ χαμηλές αποτιμήσεις, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων απέδωσαν. Το βασικό συμπέρασμα του πάνελ ήταν ότι η χώρα μας πρέπει να αλλάξει αφήγημα και το «recovery story» να αντικατασταθεί από το «rehabilitation story», δηλαδή να πείσουμε ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει την προσπάθεια αναμόρφωσής της.

Ελληνική οικονομία: Πρώτος στόχος η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023

Η πολυπόθητη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αποτελέσει το επισφράγισμα της θετικής πορείας της οικονομίας τα τελευταία χρόνια και θα δώσει το σήμα στους διεθνείς επενδυτές να στρέψουν εκ νέου την προσοχή τους στις επενδυτικές ευκαιρίες που παρουσιάζει η χώρα μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση του ΑΕΠ, τη μείωση του χρέους, την αύξηση των θέσεων εργασίας και τη μείωση της ανεργίας.

Paschal Donohoe, Πρόεδρος Eurogroup

Στο πλαίσιο αυτό, κομβικό σημείο των εξελίξεων των προηγούμενων ημερών ήταν η επίσκεψη στην Ελλάδα του Προέδρου του Eurogroup, Paschal Donohoe, με την ευκαιρία διοργάνωσης από το Υπουργείο Οικονομικών εκδήλωσης για τη συνοπτική επισκόπηση της πορείας και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, στην οποία ο ίδιος ήταν βασικός ομιλητής.

Στην εκδήλωση μίλησε για το θέμα αυτό τόσο ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, ο Υπουργός, Χρήστος Σταϊκούρας, ο Αναπληρωτής Υπουργός, Θόδωρος Σκυλακάκης και ο Υφυπουργός, Απόστολος Βεσυρόπουλος. Μιλώντας στην εκδήλωση αυτή, ο Πρόεδρος του Eurogroup δήλωσε πεπεισμένος ότι η Ελλάδα θα κατακτήσει σύντομα την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, επισημαίνοντας την πρόοδο που έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία τετραετία, εστιάζοντας στη σημασία της εξόδου από την ενισχυμένη εποπτεία το περασμένο καλοκαίρι:

«Τα τελευταία 2-3 χρόνια έχουν δείξει την πρόοδο που σημειώσαμε στην οικοδόμηση μιας πιο ισχυρής νομισματικής ένωσης, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον σε περιόδους κρίσης. Τον περασμένο Αύγουστο, χάρη στο έργο σας, την αποφασιστικότητά σας και τις πολιτικές σας, η Ελλάδα εξήλθε από το πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό ορόσημο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωζώνη. Ως υπουργός Οικονομικών μιας χώρας που βρέθηκε σε πρόγραμμα, αντιλαμβάνομαι πλήρως πόσο σημαντικό είναι αυτό το επίτευγμα, για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και για τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι σήκωσαν το βάρος αυτής της πρόκλησης για πολλά χρόνια. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι αυτές οι θυσίες πιάνουν τόπο τώρα. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της Ευρωζώνης που διακρίνονται για τις επιδόσεις τους, με τα τελευταία οικονομικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δείχνουν πολύ ισχυρή οικονομική προοπτική για την Ελλάδα». Μάλιστα, στο τέλος της ομιλίας του, ο Paschal Donohoe εκτίμησε πως όταν σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση, μετά τις εκλογές, «θα έχει μία πιο υγιή οικονομική προοπτική, πιο ισχυρά οικονομικά θεμέλια από οποιαδήποτε προηγούμενη κυβέρνηση εδώ και καιρό».

Χρήστος Σταϊκούρας: «Η χώρα επιστρέφει στα πρωτογενή πλεονάσματα»
Την είδηση ωστόσο από την συγκεκριμένη εκδήλωση «την έβγαλε» ο Υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο οποίος επισήμανε ότι η Ελλάδα μηδενίζει το πρωτογενές της αποτέλεσμα το 2022 και επιστρέφει στα πρωτογενή πλεονάσματα, λόγω της ισχυρής ανάπτυξης και παρά το γεγονός ότι στήριξε την κοινωνία σε όλες τις κρίσεις (πανδημίας, ενεργειακή, γεωπολιτική) «με το 3ο μεγαλύτερο πακέτο βοήθειας στην Ε.Ε.». Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών και Αρμόδιος για την προετοιμασία και τον συντονισμό της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», Θόδωρος Σκυλακάκης, τόνισε στον χαιρετισμό του ότι η χώρα πέτυχε αύξηση Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, κατά 25 δισ. ευρώ, 15 μονάδες μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ σε σχέση με το 2018, αύξηση 45% των επενδύσεων και μείωση της ανεργίας.

«Σήμερα, μετά από 13 επιτυχημένες αξιολογήσεις από τους θεσμούς και 12 αναβαθμίσεις από τους επενδυτικούς οίκους, με τη συνετή και αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθούμε, απέχουμε ένα βήμα από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που θα ανοίξει νέους ορίζοντες για τη χώρα μας, καθιστώντας την βασικό, επενδυτικό προορισμό» ανέφερε, υπογραμμίζοντας παράλληλα την πολύτιμη συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τονίζοντας ότι μπήκαν από αυτό πάνω από 11 δισ. στα ταμεία του κράτους, «τα οποία χρηματοδοτούν τεράστιες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που έχουν, ήδη, ξεκινήσει».

Ο Υφυπουργός Οικονομικών Απόστολος Βεσυρόπουλος επικεντρώθηκε από την πλευρά του, στη φορολογική πολιτική, υπογραμμίζοντας ότι σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (2015-2019) που επιβλήθηκαν 29 φόροι, «αυτή η κυβέρνηση έχει έως τώρα προχωρήσει σε περισσότερες από 50 μειώσεις φορολογικών επιβαρύνσεων». Οι μειώσεις αυτές διενεργήθηκαν σε όλες τις φορολογίες, όπως στην άμεση φορολογία, ωφελώντας τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα, στην έμμεση φορολογία με στοχευμένες παρεμβάσεις, εντός του ενωσιακού πλαισίου και ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς, στη φορολογία ακίνητης περιουσίας και γενικότερα στην περιουσία κεφαλαίου.

Τράπεζα της Ελλάδος: Ανάπτυξη 2,2% το 2023
Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν στο παραπάνω πλαίσιο οι επισημάνσεις που έκανε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης της Τράπεζας, όπου επίσης αναφέρθηκε στα πολλαπλά οφέλη που θα έχει η χώρα από την ενδεχόμενη επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα, η οποία εκτίμησε ότι είναι εφικτή εντός του 2023, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθούν τα απαραίτητα πρωτογενή πλεονάσματα, θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, καθώς και η εφαρμογή αξιόπιστων πολιτικών. Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο Γ. Στουρνάρας παρουσίασε τα βασικότερα σημεία της ετήσιας έκθεσής του για την πορεία της οικονομίας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάπτυξη εφέτος αναμένεται να διαμορφωθεί στα επίπεδα του 2,2%, σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ. Σε σύγκριση με το 2022 η επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι αναπόφευκτη, λόγω του περιβάλλοντος υψηλότερων επιτοκίων, της απόσυρσης δημοσιονομικών μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αλλά και της χαμηλότερης ανάπτυξης στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Για το 2024, η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει επιτάχυνση της ανόδου του ΑΕΠ στη ζώνη του 3%, υπό την προϋπόθεση ότι η γεωπολιτική/ενεργειακή κρίση θα αποκλιμακωθεί. Η ΤτΕ εκτιμά ότι σε αυτό θα συμβάλουν οι επενδύσεις, για τις οποίες οι προοπτικές είναι ευοίωνες, μέσω της διασφαλισμένης χρηματοδότησης από ευρωπαϊκούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ. Σε σχέση με τον πληθωρισμό στη χώρα μας, η ΤτΕ αναμένει μείωσή του κάτω από το 4,5% το 2023 από 9,3% πέρυσι και περαιτέρω αποκλιμάκωση χαμηλότερα του 3,5% το 2024.

Χρέος: Παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης
Στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος ωστόσο καταγράφονται και οι σημαντικές προκλήσεις που έχει μπροστά της η ελληνική οικονομία, δεδομένου του γεγονότος ότι εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, που την καθιστούν περισσότερο ευάλωτη σε πιθανές νέες διαταραχές σε σχέση με άλλες χώρες.

Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, η υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ορισμένα κενά στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία – έρευνα – καινοτομία) και οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Παράλληλα, το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες, όπως στους νέους και τις γυναίκες).

Σημαντικό πρόβλημα παραμένει και η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας, καθώς ορισμένες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζομένους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα, είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης.

Το ΑΕΠ της χώρας εξακολουθεί να υπολείπεται των επιπέδων του 2008, ενώ το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης. Τέλος, η ΤτΕ προβλέπει ότι το 2023 η άνοδος της απασχόλησης, αλλά και του ΑΕΠ, θα επιβραδυνθεί σημαντικά, ενώ αξιόλογη θα είναι η επιτάχυνση της αύξησης των αποδοχών, με αποτέλεσμα στασιμότητα της παραγωγικότητας και αισθητή άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

JP Morgan: Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 162%
Σε κάθε περίπτωση, τα δύσκολα για την ελληνική οικονομία είναι μπροστά, κάτι που φρόντισε να αναδείξει και η JP Morgan, ίσως ο πιο αυστηρός «κριτής» της ελληνικής οικονομίας. Ο συγκεκριμένος οίκος αξιολόγησης προειδοποίησε για κίνδυνο αστάθειας στην αγορά έως τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών, ωστόσο εξακολουθεί να κάνει λόγο για ευκαιρίες στα ελληνικά ομόλογα, εκτιμώντας παράλληλα ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα έως τις αρχές του 2024.

Μάλιστα, προχώρησε και σε πρόβλεψη για το αποτέλεσμα των εκλογών, εκτιμώντας ότι η Νέα Δημοκρατία θα καταφέρει να σχηματίσει είτε κυβέρνηση πλειοψηφίας είτε κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις δεύτερες εκλογές και θα συνεχίσει να ακολουθεί την τρέχουσα ατζέντα πολιτικής. Στην τελευταία της έκθεση, η JP Morgan ανέφερε ότι τα ελληνικά ομόλογα σημείωσαν τις καλύτερες επιδόσεις στην περιφέρεια την τελευταία εβδομάδα, πιθανότατα λόγω των θετικών εξελίξεων με τη νέα έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.

Μετά την έκδοση του νέου 5ετούς ομολόγου, η Ελλάδα έχει καλύψει το 75% των ακαθάριστων αναγκών έκδοσης για το 2023 σε σχέση με τις προβλέψεις της JP Morgan (6 δισ. ευρώ από συνολικά 8 δισ. ευρώ που αναμένει ο οίκος συνολικά φέτος), περιορίζοντας έτσι την ανάγκη να βγει στην πρωτογενή αγορά έως ότου δημιουργηθεί μια νέα κυβέρνηση, πιθανόν έως και τα μέσα ή τα τέλη του γ’ τριμήνου.

Στις μακροοικονομικές εξελίξεις, η JP Morgan συνεχίζει να εκτιμά πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα κινηθεί στο 1% το 2023, ο πληθωρισμός στο 6%, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα διαμορφωθεί στο 1,8% ενώ ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει σημαντικά στο 162%. Τέλος, σε σχέση με τα ελληνικά ομόλογα, προβλέπει ότι η Ελλάδα θα διαπραγματεύεται σταθερά έως ελαφρώς πιο κάτω από την Ιταλία μέχρι το τέλος του 2023, δηλαδή οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα κινηθούν στα ίδια ή σε χαμηλότερα επίπεδα από τις αποδόσεις των ιταλικών. «Σε αυτή την εκτίμηση, συνηγορούν τα ισχυρά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη και η μεγάλη πιθανότητα η Ελλάδα να ανακτήσει την αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας έως τις αρχές του 2024», αναφέρει μεταξύ άλλων η έκθεση του οίκου.

Ταμείο Ανάκαμψης: Υποβλήθηκαν επενδυτικά σχέδια άνω των 12 δισ. ευρώ
Στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι σαφές ότι συνηγορεί και το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο «ξεδιπλώνεται» τους τελευταίους μήνες στο περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας με σειρά επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν, αλλά και άλλες που αναμένεται να ξεκινήσουν προσεχώς, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, μέχρι στιγμής, έχουν υποβληθεί 381 επενδυτικά σχέδια στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) «Ελλάδα 2.0», τα οποία έχουν συνολικό προϋπολογισμό 12,12 δισ. ευρώ.

Από το παραπάνω ποσό, 5,02 δισ. ευρώ, αντιστοιχούν σε δάνεια του ΤΑΑ, 4,03 δισ. ευρώ είναι τα κεφάλαια των τραπεζών και σε 3,07 δισ. ευρώ διαμορφώνεται η ίδια συμμετοχή (στοιχεία έως 31.3.2023). Πρόκειται για επενδυτικά σχέδια που αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας (βιομηχανία, λιανικό εμπόριο, ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό και υπηρεσίες). Στο ίδιο πλαίσιο, έχουν ήδη, υπογραφεί 106 δανειακές συμβάσεις, με συνολικό προϋπολογισμό 5,2 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 2,1 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 1,8 δισ. ευρώ και ίδια κεφάλαια: 1,3 δισ. ευρώ).

Για αυτές τις 106 δανειακές συμβάσεις, το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 1,8% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων σε 12 έτη. Από τα 381 επενδυτικά σχέδια, τα 230 έχουν κατατεθεί από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) και έχουν συνολικό προϋπολογισμό 2,73 δισ. ευρώ. Το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι μόνον οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που έχουν ωφεληθεί, προς το παρόν, από τις επιδοτήσεις και τις ενισχύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, προσεγγίζουν τις 100.000.

Ισχυρό πλεονέκτημα του Ταμείου Ανάκαμψης παραμένει το γεγονός ότι τα δάνειά του χορηγούνται με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους (επιτόκιο δανεισμού, σταθερό 0,35% για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και 1% για μεσαίες και μεγάλες), εν μέσω ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων και του κόστους κεφαλαίου, που καταγράφεται διεθνώς. Τέλος, αναφορικά με τις επιδοτήσεις του «Ελλάδα 2.0», η εκταμίευση των πόρων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) υπερβαίνει, ήδη, τα 3,2 δισ. ευρώ.

Ελληνική Οικονομία: Ασκήσεις ισορροπίας στη σκιά των Τεμπών

Η τραγωδία των Τεμπών ήρθε να “τραβήξει” – και δικαίως – την προσοχή από τις οικονομικές εξελίξεις, οι οποίες ωστόσο εν αναμονή της προκήρυξης των εκλογών, εξακολουθούν να έχουν την πρέπουσα δυναμική ώστε να διατηρήσουν τον αναπτυξιακό ρυθμό που είναι τόσο απαραίτητος για τη χώρα. Ξεκινώντας από τον πληθωρισμό, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, επιβραδύνθηκε τον Φεβρουάριο στο 6,5% από 7,3% που ήταν τον Ιανουάριο και 7% που ήταν σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Ο πληθωρισμός διατήρησε έτσι την τάση υποχώρησης που επιδεικνύει από το Οκτώβριο του 2022 – λόγω της επιβράδυνσης στις αυξήσεις των τιμών ενέργειας. Αντίθετα ο πληθωρισμός στην κατηγορία “διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά” διατηρεί μια σαφώς ανοδική πορεία, φτάνοντας τον Ιανουάριο στο 15,4%. Ο δομικός πληθωρισμός κινήθηκε εκ νέου ανοδικά, φτάνοντας τον Ιανουάριο στο 6,0% (από 5,2% τον Δεκέμβριο του 2022).

Σε επίπεδο Ευρωζώνης, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 8,5% τον Φεβρουάριο, από 8,6% τον Ιανουάριο και από 9,2% τον Δεκέμβριο, υποχωρώντας ωστόσο λιγότερο του αναμενόμενου – οι προβλέψεις έκαναν λόγο για 8,2% – ενισχύοντας τις εκτιμήσεις που θέλουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια με γρήγορο ρυθμό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έρχονται από τις Βρυξέλλες, οι ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης προγραμματίζουν την επιπλέον αύξηση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα με στόχο τον έλεγχο του πληθωρισμού, κίνηση ωστόσο που μάλλον δεν αρκεί από μόνη της για να φέρει το ποθητό αποτέλεσμα της συγκράτησης των τιμών. Εστιάζοντας σε πιο συγκεκριμένα στοιχεία, οι κύριες συνιστώσες του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, τα τρόφιμα, το αλκοόλ και ο καπνός αναμένεται να έχουν τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση τον Φεβρουάριο (15,0%, έναντι 14,1% τον Ιανουάριο). Ακολουθούν η ενέργεια (13,7%, έναντι 18,9% τον Ιανουάριο), τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (6,8%, έναντι 6,7% τον Ιανουάριο) και οι υπηρεσίες (4,8%, έναντι 4,4% τον Ιανουάριο).
“Winter 2023 Economic Forecast”:

Στην Ελλάδα ο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της “Winter 2023 Economic Forecast”, προβλέπει ότι η Ελλάδα το 2023-2024 θα διατηρήσει ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο αυτού της Ευρωζώνης και της Ε.Ε., ενώ ταυτόχρονα αναθεωρεί οριακά προς τα πάνω τις προβλέψεις στο 1,2% το 2023 και στο 2,2% το 2024. Επίσης αναθεωρεί προς τα κάτω την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό του 2023 στο 4,5% (η προηγούμενη εκτίμηση μιλούσε για 6%) με περαιτέρω αποκλιμάκωση το 2024 στο 2,4%. Σύμφωνα με την Ε.Ε. η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού αναμένεται να ελαφρύνει σταδιακά την επιβάρυνση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών και να ωφελήσει την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας (RRF) προβλέπεται να παραμείνει ο κύριος μοχλός αύξησης των επενδύσεων. Αξίζει στο σημείο αυτό να εστιάσουμε και σε κάποια χαρακτηριστικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, που δίνουν το στίγμα για τη συνέχεια: Το 2022, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 7,9 δισ. ευρώ, φθάνοντας στα 20,1 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή που συνδέεται κυρίως με την επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών (κατά 12,3 δισ. ευρώ), αντισταθμίστηκε κυρίως από τη θετική πορεία του τουρισμού, καθώς οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν στα 17,6 δισ. ευρώ – το 2021 ήταν 10,5 δισ. ευρώ-, φτάνοντας κοντά στα προ – Covid επίπεδα του 2019, όταν ήταν 18,2 δισ. ευρώ.

Τι λένε οι οίκοι αξιολόγησης και τι ετοιμάζονται να πουν
Όσον αφορά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας όλες οι προβλέψεις αναφέρουν ότι οι αξιολογήσεις που αναμένονται από επενδυτικούς οίκους όπως οι Scope Ratings, DBRS, Moody’s, S&P, είτε θα διατηρήσουν σταθερή την αξιολόγησή τους με διατήρηση των θετικών προοπτικών (στο πιο συντηρητικό σενάριο), είτε θα προχωρήσουν στην πολυπόθητη αναβάθμιση, που είτε θα προσεγγίσει περαιτέρω την επενδυτική βαθμίδα, είτε θα την κατακτήσει. Mέχρι τη στιγμή που το Finance Pro όδευε προς το τυπογραφείο, μόνο ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope Ratings έδωσε τη νέα του αξιολόγηση για την ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα, ο οίκος διατήρησε σταθερή στο BB+ την αξιολόγησή του, με θετικό outlook. Στη σχετική του ανακοίνωση, ο Scope Ratings στέκεται σε κάποια θετικά στοιχεία που οδήγησαν τον οίκο στην διατήρηση των θετικών προοπτικών. Όπως αναφέρει, είναι σημαντική η ισχυρή ευρωπαϊκή θεσμική υποστήριξη μετά την κρίση της Covid-19, με τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία διατηρείται.

«Η υποστήριξη αυτή περιλαμβάνει καινοτομίες των προγραμμάτων αγορών περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και χαλάρωση των απαιτήσεων πλαισίου εξασφαλίσεων, όπως παραιτήσεις που επέτρεψαν, από το 2020, τη συμπερίληψη ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εξασφάλιση για νομισματικές πράξεις της ΕΚΤ παράλληλα με την επιλεξιμότητα των ελληνικών χρεογράφων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς λόγω πανδημίας (PEPP)», αναφέρει. Την ίδια στιγμή τονίζει ότι η υποστήριξη από την ΕΚΤ έχει ενισχυθεί από το 2022 μέσω:
α) Επιβεβαίωσης ότι, κατά τη φάση επανεπένδυσης PEPP, ενδεικτικά τουλάχιστον έως το τέλος του 2024, τα ελληνικά χρεόγραφα παραμένουν επιλέξιμα για αγορές πέραν των μετατροπών εξαγορών.
β) Παράταση της παραίτησης σχετικά με την καταλληλότητα των ελληνικών ομολόγων με ασφάλεια στο πλαίσιο του πλαισίου αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του ευρωσυστήματος έως τουλάχιστον την ολοκλήρωση της φάσης επανεπένδυσης PEPP.
γ) Ανακοίνωση ενός προγράμματος «κατά του κατακερματισμού» για την αποφυγή υπερβολικού κατακερματισμού των περιθωρίων αποδόσεων των κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ – υποστήριξη της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στην ελληνική οικονομία.

Η Scope Ratings αναφέρει ακόμα ότι η δημοσιονομική δυναμική ενισχύεται περαιτέρω από τις προηγούμενες σημαντικές βελτιώσεις στη δομή του δημόσιου χρέους, ενώ οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχουν περιορίσει σημαντικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL), ενισχύοντας τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, έχουν δρομολογηθεί πολιτικές που κινητοποιούν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, μετριάζουν τα σημεία συμφόρησης που συνδέονται με αδυναμίες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ιστορικά χαμηλά ιδιωτικά επένδυση. Τέλος, η Scope Ratings, εκτίμησε ανάπτυξη 1,3% για το 2023 πριν από 2,0% το 2024, μετά από 8,4% το 2021 και εκτιμώμενο 4,9% το 2022.

Scope Ratings: Δύο σημαντικοί κίνδυνοι
Ωστόσο ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης επισημαίνει και δύο σημαντικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Πρώτα από όλα το υψηλό δημόσιο χρέος, «που αντιπροσωπεύει μια συνεχή ευπάθεια καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τους υπερχρεωμένους κρατικούς δανειολήπτες της ζώνης του ευρώ εν μέσω αυξημένου πληθωρισμού και αυξήσεων των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας». Όπως λέει, «η σταδιακή αποδυνάμωση μιας ισχυρής δομής χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, σταδιακή μετάβαση από το δημόσιο στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους και μικρότερους μέσους όρους διάρκειας του νέου χρέους, αντανακλά μια πιστωτική πρόκληση». Τέλος εστιάζει στις αδυναμίες του τραπεζικού τομέα που σχετίζονται με τους μειωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, την ενίσχυση των διασυνδέσεων κρατικών τραπεζών και τα αυξημένα NPLs σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ, αδυναμίες που αντικατοπτρίζουν πιστωτική αδυναμία, όπως και οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες με τη μορφή μέτριου μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και η ανεργία, που παρά το γεγονός ότι έχει μειωθεί αισθητά, εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

Η «αυστηρή» Moody’s
Όσον αφορά στους άλλους οίκους αξιολόγησης, ο καναδικός οίκος DBRS έχει την ελληνική οικονομία μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική (ΒΒ High) από τον περασμένο Σεπτέμβριο, με την προοπτική της οικονομίας “σταθερή”.

Από την πλευρά της, η Moody’s, παραμένει ο πιο “αυστηρός” οίκος αξιολόγησης με την Ελλάδα, διατηρώντας την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας στη βαθμίδα Ba3, τρεις θέσεις κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, από το 2020, με την προοπτική της οικονομίας “σταθερή”. Τέλος, οι περισσότερες προσδοκίες για την αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα πριν από τις εκλογές συγκεντρώνονται στον αμερικανικό οίκο Standard & Poors, o οποίος έχει αναβαθμίσει την Ελλάδα στη βαθμίδα ΒΒ+ από τον περασμένο Οκτώβριο, με την προοπτική της οικονομίας “σταθερή”. Θυμίζουμε ότι μόλις τον Ιανουάριο, ο οίκος Fitch Ratings προχώρησε σε αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από ΒΒ σε ΒΒ+, με σταθερό outlook, φέρνοντας την Ελλάδα μόλις μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική.

Wood: Πτώση του χρέους στο 154% το ‘23 από 170% το ‘22
Σε σημαντική αναβάθμιση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος, προχώρησε τον Φεβρουάριο και η Wood, τοποθετώντας την πλέον στο 3,5%, από μόλις 1% που προέβλεπε τον Ιανουάριο, ενώ αναμένει σημαντική πτώση του δείκτη του ελληνικού χρέους το 2023 στο 154% από 170% το 2022 και το 2024 εκτιμά πως θα υποχωρήσει στο 145%. Όπως τονίζει στην έκθεσή της, τα αποτελέσματα των ερευνών οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος του τελευταίου τριμήνου, έως τον Φεβρουάριο, επιβεβαιώνουν ότι, αν και η ελληνική οικονομία αισθάνεται κάποιες επιπτώσεις από το ενεργειακό σοκ και την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, τα οφέλη, συνολικά, από την ισχυρή επιτάχυνση των επενδύσεων και τους υγιέστερους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα, θα επιτρέψουν την επιτάχυνση του ΑΕΠ κατά 3,5% φέτος (από 1% που προέβλεπε πριν) και κατά 4,2% το 2024 (από 2,2% που προέβλεπε πριν).

7 παρεμβάσεις ύψους 800 εκατ. ευρώ
Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, οι 7 παρεμβάσεις για την οικονομική στήριξη της κοινωνίας είναι οι εξής:

  1. Χορήγηση έκτακτης ενίσχυσης σε συνταξιούχους: Λόγω της σημαντικής αύξησης του επιπέδου των τιμών, οι συνταξιούχοι που δεν έλαβαν αύξηση σύνταξης λόγω προσωπικής διαφοράς με βάση Νόμο του 2016 ή που η αύξηση της σύνταξής τους ήταν μικρότερη του 7%, θα λάβουν, μέχρι το τέλος Μαρτίου, έκτακτη εφάπαξ οικονομική ενίσχυση. Αυτή η ενίσχυση καλύπτει περισσότερους από 1 εκατ. συνταξιούχους και διαμορφώνεται από τα 200 έως τα 300 ευρώ, ανάλογα με το ύψος των συντάξιμων αποδοχών και την τυχόν αύξηση που έλαβαν. Η ενίσχυση είναι αφορολόγητη, ανεκχώρητη και ακατάσχετη στα χέρια Δημοσίου ή τρίτων, δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο, και δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε τέλος, εισφορά ή άλλη κράτηση υπέρ του Δημοσίου. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται στα 280 εκατ. ευρώ.
  2. Παράταση μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ: Επεκτείνεται, για άλλους 6 μήνες, και έως το τέλος του έτους, η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, η οποία έχει νομοθετηθεί έως τον Ιούνιο του 2023, σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες, όπως είναι οι μεταφορές επιβατών, ο καφές και τα μη αλκοολούχα ποτά, οι κινηματογράφοι, τα γυμναστήρια και οι σχολές χορού. Αυτό το μέτρο έχει στόχο να στηρίξει την επιχειρηματικότητα, καθώς οι εν λόγω κλάδοι, που επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, συνεχίζουν να επηρεάζονται από τα αυξημένα κόστη λειτουργίας, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης. Το επιπλέον δημοσιονομικό κόστος, για το 2ο εξάμηνο του έτους, εκτιμάται στα 250 εκατ. ευρώ.
  3. Επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο αγροτικό πετρέλαιο: Για τον περιορισμό του αυξημένου κόστους παραγωγής και τη στήριξη της γεωργικής παραγωγής, η επιστροφή του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο συνεχίζεται και για το 2023. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται στα 76 εκατ. ευρώ.
  4. Καταβολή εκκρεμών αγροτικών αποζημιώσεων: Με τη συνδρομή του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, στόχος της κυβέρνησης και του Υπουργείου Οικονομικών είναι η επιτάχυνση της καταβολής εκκρεμών αγροτικών αποζημιώσεων, τόσο μέσω του ΕΛΓΑ και του μηχανισμού ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, όσο και μέσω του Ουκρανικού πλαισίου στήριξης. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται στα 120 εκατ. ευρώ.
  5. Αύξηση και διεύρυνση του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας: Αυξάνεται στα 200 ευρώ, από 150 ευρώ μέχρι πρότινος, το ανώτατο ύψος του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας για απασχολούμενους στον τομέα της υγείας, καθώς επίσης για υπαλλήλους που ανήκουν και υπηρετούν στο Πυροσβεστικό Σώμα, ενώ παράλληλα διευρύνονται οι ειδικότητες εργαζομένων που μπορούν να λάβουν το συγκεκριμένο είδος επιδόματος. Για τα υπόλοιπα Υπουργεία θα ακολουθήσουν αντίστοιχες Αποφάσεις για τις κατηγορίες δικαιούχων, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Το επιπλέον δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται στα 80 εκατ. ευρώ, οπότε πλέον το συνολικό, μόνιμο ετήσιο δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται στα 250 εκατ. ευρώ.
  6. Νέο πλαίσιο ρυθμίσεων οφειλών: Στο πλαίσιο του νέου αυτού πλαισίου, το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε τα εξής:
    Για όσους έχουν απωλέσει τις φορολογικές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις των 120 ή 72 δόσεων ή αυτές κατέστησαν μη εξυπηρετούμενες έως την 1η Φεβρουαρίου 2023, δίνεται η δυνατότητα να τις αναβιώσουν, καταβάλλοντας δύο μηνιαίες δόσεις έως τις 31 Ιουλίου 2023, την τρέχουσα και μία επιπλέον, που αποσβένει παλαιές υποχρεώσεις, με σειρά παλαιότητας. Ποσά που έχουν καταβληθεί ως υπερ-είσπραξη, αποσβένουν τις παλαιότερες δόσεις, με σειρά παλαιότητας. Οι δόσεις που έχουν χαθεί, μεταφέρονται, έντοκα, στο τέλος της ρύθμισης. Η αναβίωση πραγματοποιείται με όλα τα ευεργετήματα των ρυθμίσεων αυτών, όπως ισχύουν για κάθε ρύθμιση, π.χ. χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας, αναστολή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί των οφειλών που ρυθμίζονται κ.λπ.
    Για όσους φορολογούμενους είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους ή/και είχαν ρυθμισμένες φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές την 1η Νοεμβρίου 2021, που συνέχισαν να τις εξυπηρετούν έως σήμερα, αλλά δημιούργησαν νέες οφειλές, δημιουργείται ένα νέο σχήμα. Συγκεκριμένα, οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την 1η Νοεμβρίου 2021 και έως την 1η Φεβρουαρίου 2023, μπορούν να ρυθμιστούν είτε σε 36 δόσεις με το αντίστοιχο επιτόκιο που ισχύει στην πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων, είτε σε 72 δόσεις με το αντίστοιχο επιτόκιο που ισχύει στην πάγια ρύθμιση των 24 δόσεων. Σε περίπτωση ένταξης στην νέα ρύθμιση, ισχύουν τα ευεργετήματα της αναβίωσης των ρυθμίσεων.
  7. Βελτιώσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό: Σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις, οι βελτιώσεις αυτές περιλαμβάνουν:
    Την υποχρέωση αιτιολόγησης μη συναίνεσης στην πρόταση ρύθμισης που παράγει ο αλγόριθμος, τόσο των χρηματοδοτικών φορέων όσο και του οφειλέτη.
    Τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του εξωδικαστικού μηχανισμού, προκειμένου να εντάσσονται οφειλέτες και με μία και μοναδική οφειλή προς τους χρηματοδοτικούς φορείς, όπως είναι τα νοικοκυριά με ένα στεγαστικό δάνειο, το οποίο επιθυμούν να ρυθμίσουν, διασώζοντας την περιουσία τους.
    Την ένταξη και νέων κατηγοριών οφειλών που μπορούν να ρυθμιστούν, όπως είναι οι οφειλές υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη φορολογική διοίκηση.
    Την κατάργηση της ποινής προεξόφλησης των οφειλών προς το Δημόσιο, και την μείωση του επιτοκίου ρύθμισης αυτών.

Οικονομία: Περιορισμένη η αβεβαιότητα λόγω εκλογών, οι αναβαθμίσεις βελτιώνουν το κλίμα

Για όσους βλέπουν πίσω από τις λέξεις, το πιο σημαντικό στοιχείο που καταγράφηκε από τους διεθνείς οικονομικούς αναλυτές -οι απόψεις των οποίων απηχούν αυτές των μεγάλων οίκων αξιολόγησης- είναι η εκτίμησή τους ότι περιορίζεται η αβεβαιότητα από τις επερχόμενες εκλογές στη χώρα μας, από τη στιγμή που υπάρχει η πεποίθηση σε θεσμούς και αγορές ότι έχει επέλθει κάποιου είδους συναίνεση μεταξύ των κομμάτων της χώρας όσον αφορά στη δημοσιονομική της εξυγίανση. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη, δεδομένου ότι σε κάθε εκλογική αναμέτρηση η αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική της επόμενης κυβέρνησης πάντα προκαλεί αναταράξεις στις αγορές. Ειδικότερα για την Ελλάδα, που παρά την επιτυχημένη οικονομική πολιτική των τελευταίων 3,5 χρόνων, οι ισορροπίες παραμένουν ευαίσθητες και οι κίνδυνοι μεγάλοι. Εάν η οικονομία ξεπεράσει ανώδυνα τον «σκόπελο» των εκλογών, παραμείνει στην ίδια στρατηγική γραμμή και δεν προκύψουν άλλοι κίνδυνοι -ενεργειακοί, γεωπολιτικοί ή άλλοι-, οι επόμενοι μήνες θα έχουν τις προϋποθέσεις να εκπλήξουν ευχάριστα θεσμούς και αγορές. Με ότι αυτό συνεπάγεται για την δανειοδότηση της χώρας και την επενδυτική προοπτική της.

Τι δείχνουν τα πρώτα στοιχεία για το 2022
Με την ολοκλήρωση του 2022, ήρθαν και τα πρώτα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας για το σύνολο του έτους. Σύμφωνα με την τελευταία οικονομική ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς για τον Ιανουάριο, την προηγούμενη χρονιά παρά την αυξημένη αβεβαιότητα λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και της ενεργειακής κρίσης, ο δείκτης οικονομικού κλίματος επέδειξε ανθεκτικότητα υποχωρώντας κατά μόλις 0,9 μονάδες βάσεις (στις 105,7 μονάδες βάσεις), όταν αντίστοιχα στην Ευρωζώνη η πτώση ήταν της τάξεως των 9,3 μονάδων (στις 101,5 μονάδες) Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις αποτελέσαν κυρίαρχο χαρακτηριστικό του 2022. Στην Ελλάδα ο εθνικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 9,6%. Ωστόσο από τον Οκτώβριο η αποκλιμάκωση – κυρίως στις τιμές ενέργειας – οδήγησε σε υποχώρηση των πιέσεων και του πληθωρισμού τον Δεκέμβριο στο 7,2% (Σεπτ.22: 12,0%). Από την άλλη πλευρά, ο δομικός πληθωρισμός συνέχισε την ανοδική πορεία φτάνοντας τον Νοέμβριο στο 5,9% προτού υποχωρήσει τον Δεκέμβριο στο 5,2%.

Σε δημοσιονομικό επίπεδο, το 2022 o κρατικός προϋπολογισμός, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση παρουσίασε έλλειμμα 11,7 δισ. ευρώ και πρωτογενές έλλειμμα ύψους 6,7 δισ. ευρώ, επίδοση καλύτερη τόσο του 2021, όσο και της εκτίμησης για το 2022, όπως αποτυπώθηκε στην εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού του 2023.

Fitch Ratings: Στη βαθμίδα ΒΒ+ η ελληνική οικονομία από ΒΒ
Αναμφισβήτητα το κορυφαίο γεγονός για την ελληνική οικονομία τον προηγούμενο μήνα ήταν η αναβάθμισή της από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Fitch, μια αναβάθμιση που την φέρνει μια ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα. Συγκεκριμένα, ο οίκος αξιολόγησης “Fitch Ratings” προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από «ΒΒ» στη βαθμίδα «ΒΒ+» με σταθερή προοπτική. Έτσι γίνεται ο πέμπτος οίκος αξιολόγησης, και τρίτος από τους επιλέξιμους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που τοποθετεί τη χώρα ένα, μόλις, “σκαλοπάτι” πριν την επενδυτική βαθμίδα. Πρόκειται για τη 12η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 3,5 χρόνια, παρά τις διαδοχικές, εξωγενείς κρίσεις. Κατά την κυβέρνηση, η παραπάνω εξέλιξη επιβεβαιώνει ότι ο εθνικός στόχος για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023 – με πολλαπλά οφέλη για την κοινωνία και την οικονομία – είναι εφικτός. Πληροφορίες του Finance Pro από πηγές του Υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν μάλιστα ότι δεν θα ήταν καθόλου περίεργο η επενδυτική βαθμίδα να έρθει προς το τέλος Απριλίου, όταν αναμένονται εκ νέου ανακοινώσεις από διεθνείς οίκους για το σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης.

«Όλα πλέον είναι πιθανά» αναφέρουν χαρακτηριστικά. Οι ίδιες πηγές εκτιμούν ότι η παραπάνω θετική εξέλιξη «αποτελεί ακόμα έναν καρπό – και, ταυτοχρόνως, πιστοποίηση – της υπεύθυνης, οικονομικά αποτελεσματικής και κοινωνικά δίκαιης οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης, της διορατικής εκδοτικής στρατηγικής, της διατήρησης των ταμειακών διαθεσίμων σε ασφαλή επίπεδα, της υλοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών, της βελτίωσης της σύνθεσης του ΑΕΠ μέσω της σημαντικής αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών, της δραστικής μείωσης των “κόκκινων” δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, της συρρίκνωσης της ανεργίας και της εμπροσθοβαρούς αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, πρωτίστως από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».

Frankfurter Allgemeine Zeitung: Περιορισμένη η αβεβαιότητα λόγω εκλογών
Σύμφωνα με αναλυτικό ρεπορτάζ από την Αθήνα της Frankfurter Allgemeine Zeitung, η Fitch αναμένει χάρη στη μεγαλύτερη του αναμενομένου ανάπτυξη να μειωθεί κατά τα έτη 2022-2024 το δημόσιο έλλειμμα και κατ’ επέκταση και το δημόσιο χρέος. O οίκος αναμένει ότι το δημόσιο έλλειμμα αυτή την περίοδο θα μειωθεί από 3,8% του ΑΕΠ στο 1,8%. Σε αυτό συμβάλλει η περιστολή των προσωρινών επιδοτήσεων, οι οποίες πλέον δεν θεωρούνται απαραίτητες. Σύμφωνα με την πρόβλεψη, αν δεν υπολογίσει κανείς το βάρος της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, η Ελλάδα θα μπορούσε να παρουσιάσει το 2023 ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και να επιτύχει πλεόνασμα 0,9% το 2024. Πέρυσι σημειώθηκε «μείωση-ρεκόρ» του δείκτη χρέους κατά 24,5 ποσοστιαίες μονάδες στο 170% του ΑΕΠ. Μέχρι το 2024 θα μπορούσε να επιτευχθεί μείωση σχεδόν στο 160%. Λόγω των βουλευτικών εκλογών, οι οποίες πιθανότατα θα διεξαχθούν κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, οι προβλέψεις υπόκεινται σε ένα βαθμό αβεβαιότητας, λένε οι αναλυτές. «Όμως η αβεβαιότητα αυτή είναι περιορισμένη, καθώς υπάρχει αρκετά ευρεία συναίνεση σε σχέση με τη δημοσιονομική εξυγίανση στην Ελλάδα» καταλήγει η Frankfurter Allgemeine Zeitung, σε μια διαπίστωση εξαιρετικά σημαντική εάν και εφόσον επαληθευθεί.

Eurostat: Ευρωπαϊκή πρωτιά για την Ελλάδα στη μείωση του δημόσιου χρέους
Στα ιδιαίτερα θετικά δεδομένα της οικονομίας ήρθαν να προστεθούν τον Ιανουάριο και τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat για την πορεία του δημόσιου χρέους της χώρας, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα σημείωσε την μεγαλύτερη βελτίωση της αναλογίας δημόσιου χρέους και ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Eurostat επισημαίνει ότι η χώρα πέτυχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης την τελευταία διετία και δεν προέβη σε υπερβολικό δανεισμό, με αποτέλεσμα ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ να μειωθεί ανάμεσα στο τρίτο τρίμηνο του 2021 και στην αντίστοιχη περίοδο του 2022 κατά σχεδόν 25 ποσοστιαίες μονάδες, υποχωρώντας στο 178,2%. Στην κορύφωση της πανδημίας δε, η οποία είχε προκαλέσει δραστική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, το ύψος του χρέους είχε ξεπεράσει το 220% του ΑΕΠ. Ακολούθησε όμως ανάπτυξη της τάξης του 8,4% το 2021, ενώ για την προηγούμενη χρονιά το Υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει στον προϋπολογισμό πως το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,6%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η μεγάλη αποκλιμάκωση του χρέους φαίνεται και στα τριμηνιαία στοιχεία, καθώς μόνο ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο τρίμηνο του 2022 ο λόγος χρέους – ΑΕΠ βελτιώθηκε κατά 5,3 μονάδες, που συνιστά και πάλι την καλύτερη επίδοση ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά τα μνημόνια που υπέγραψε η Ελλάδα με τους θεσμούς, κοντά στα ¾ του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι δάνεια, κυρίως από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), ενώ για τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης το χρέος πηγάζει πρωτίστως από ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική διαφορά που απαιτεί διαφορετικό μίγμα οικονομικής πολιτικής από την ελληνική κυβέρνηση.

Ανησυχίες από τον υψηλό πληθωρισμό
Σε όλα τα παραπάνω ελλοχεύει ωστόσο ο κίνδυνος του υψηλού πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, ο οποίος είναι ορατός και θέτει υπό αμφισβήτηση τις προοπτικές ανάπτυξης. Πριν μερικές ημέρες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε νέα αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 0,5%, που πλέον φθάνουν στο 3%. Σύμφωνα με την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, «η μάχη για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού δεν έχει τελειώσει, ωστόσο οι κίνδυνοι πλέον δεν είναι τόσο έντονοι για την Ευρωζώνη». Η νέα αύξηση των επιτοκίων είναι η 5η κατά σειρά στην οποία προβαίνει η ΕΚΤ τους τελευταίους μήνες, με την τελευταία να έχει γίνει τον περασμένο Δεκέμβριο επίσης κατά 0,5% και την επόμενη να αναμένεται τον Μάρτιο. Με τα σημερινά δεδομένα ωστόσο, το ποσοστό του 3% στο οποίο ανέρχονται πλέον τα επιτόκια είναι το υψηλότερο που καταγράφεται στην Ευρωζώνη από το 2008. Την στρατηγική αύξησης των επιτοκίων ακολουθούν πολλές κεντρικές τράπεζες θέλοντας να αποφύγουν την άνοδο του πληθωρισμού σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, αφού τα αυξημένα επιτόκια κάνουν τα δάνεια ακριβότερα και μειώνουν τη ζήτησή τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έπεσε στο 8,5% τον Ιανουάριο από 9,2% τον Δεκέμβριο, ενώ στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 7,6% τον Δεκέμβριο έναντι 8,8% τον Νοέμβριο.

Ωστόσο η εξέλιξη αυτή σε καμία περίπτωση δεν προδικάζει τη συνέχεια, όσο οι προκλήσεις παραμένουν σε γεωπολιτικό και ενεργειακό επίπεδο.

Ταμείο Ανάκαμψης: Εγκρίθηκε η δεύτερη πληρωμή, 3,6 δισ. ευρώ
Στις αρχές Ιανουαρίου εξάλλου εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δια του Επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Πάολο Τζεντιλόνι, το αίτημα που υπέβαλε η Ελλάδα για τη δεύτερη πληρωμή από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), ύψους 3,6 δισ. ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, το αίτημα (επιδοτήσεις: 1,72 δισ. ευρώ και δάνεια: 1,84 δισ. ευρώ) κατατέθηκε στις 30.9.2022, δια του αρμόδιου για την υλοποίηση του εθνικού Προγράμματος, Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κ. Θόδωρου Σκυλακάκη, αφού ολοκληρώθηκαν με επιτυχία τα 28 προβλεπόμενα ορόσημα. Από αυτά, 19 αφορούν σε μεταρρυθμίσεις, 6 σε επενδύσεις, ενώ 3 ορόσημα -που εκπληρώθηκαν νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό- σε δάνεια. Σε επίπεδο πληρωμών, η εκταμίευση των πόρων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) διαμορφώνεται σε 3.149.744.081 ευρώ. Μόνο το 2022 ανήλθε σε 2.843.203.079 ευρώ, επιτυγχάνοντας το 101% του αναθεωρημένου στόχου εκταμιεύσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2023-2026.

Το ΤΑΑ, στο 40% της πορείας του, έχει εντάξει το 75% των έργων και έχει εκταμιεύσει το 17% των πόρων. Όσον αφορά στο σκέλος των επιδοτήσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχουν ενταχθεί, προς το παρόν, 440 έργα, συνολικού προϋπολογισμού 13,7 δισ. ευρώ. Τα έργα εμπίπτουν στους τέσσερις βασικούς πυλώνες του Σχεδίου, δηλαδή στην «Πράσινη μετάβαση», στην «Ψηφιακή μετάβαση», σε «Απασχόληση – Δεξιότητες – Κοινωνική Συνοχή» και σε «Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμό της οικονομίας». Τέλος, όσον αφορά στο σκέλος των δανείων, στο «Ελλάδα 2.0» έχουν υποβληθεί, προς το παρόν, 291 επενδυτικά σχέδια, συνολικού ύψους 10,53 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 4,5 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 3,51 δισ. ευρώ και ίδια συμμετοχή επενδυτών: 2,52 δισ. ευρώ) που αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας (βιομηχανία, λιανικό εμπόριο, ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό και υπηρεσίες). Ήδη για 68 από τα 291 έχουν υπογραφεί δανειακές συμβάσεις (μεσοσταθμικό επιτόκιο: 1,2% και μέση διάρκεια αποπληρωμής δανείων: 11 έτη), με συνολικό προϋπολογισμό 3,22 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 1,20 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 1,28 δισ. ευρώ και ίδια συμμετοχή επενδυτών: 741 εκατ. ευρώ). Από το σύνολο των επενδυτικών σχεδίων, 167 ύψους 2,25 δισ. ευρώ, προέρχονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κάτι που θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κυριαρχεί στη χώρα μας.

Ξεκινά και το REPowerEU
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε ήδη την έγκρισή της ώστε να προχωρήσουν γρήγορα οι διαδικασίες αναθεώρησης του Ταμείου Ανάκαμψης, το αργότερο μέχρι το τέλος Απριλίου. Σύμφωνα με τις «Οδηγίες για τα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας στο πλαίσιο του REPowerEU» που εξέδωσε, η Ελλάδα θα δικαιούται πρόσθετες επιχορηγήσεις ίσες με το 3,85% του συνόλου ή με 769,222 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, διαθέσιμα ποσά για μεταφορά από το ΕΣΠΑ, την ΚΑΠ ή άλλα εργαλεία της Ε.Ε. είναι 412,8 εκατ. ευρώ, αλλά και από το αποθεματικό προσαρμογής του Brexit περίπου 60 εκατ. ευρώ. Έτσι, η αναθεώρηση θα οδηγήσει σε νέες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που θα ξεκινήσουν – κάποιες έχουν ήδη ξεκινήσει από την 1η Φεβρουαρίου του 2022 – ή θα είναι επέκταση παλαιότερων κινήσεων, εκ των οποίων όμως μόνο το νέο σκέλος θα συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο REPowerEU. Στο πλαίσιο αυτού, η χώρα μας θα έχει το δικαίωμα να χρηματοδοτήσει επιπλέον έργα για την ενεργειακή μετάβαση, τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και την κάλυψη επιχειρήσεων και πολιτών.

Οικονομία: Eθνικές εκλογές και πόλεμος οι μεγάλες προκλήσεις του 2023

Ωστόσο δεν είναι μόνο οι εκλογές που «απειλούν» με εκτροχιασμό την οικονομία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία που ακόμα συνεχίζεται και οι επιπτώσεις που επιφέρει σε όλο τον κόσμο – ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, ακρίβεια- δημιουργούν έναν ακόμα άγνωστο Χ, ο οποίος ανεβάζει ακόμα περισσότερο τον δείκτη δυσκολίας -και- για τη χώρα μας. Την ίδια στιγμή, αυξάνεται η ανησυχία ότι είναι πιθανόν οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης να περάσουν σε ύφεση και να αυξηθούν τα επιτόκια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αν μάλιστα σκεφθεί κανείς ότι το οριακό πρωτογενές πλεόνασμα που προβλέπει ο προϋπολογισμός της χώρας μας για το 2023 (0,7% του ΑΕΠ) υπολείπεται κατά πολύ από τα επίπεδα της περιόδου 2016-2019, -κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι θα απαιτηθεί περισσότερος χρόνος και προσπάθεια από τη χώρα για να πείσει τις αγορές και τους θεσμούς ότι μπορεί όχι απλά να επανέλθει αλλά και να παραμείνει σε επενδυτική βαθμίδα-, οι προκλήσεις μεγαλώνουν. Σε όλα αυτά η ελληνική οικονομία έχει να αντιπαραβάλει το νοικοκύρεμα – τηρουμένων των αναλογιών- των οικονομικών δεικτών, αλλά και την πολύ μεγάλη ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει το «πυρηνικό όπλο» της χώρας μας στην προσπάθειά της να διατηρήσει μια αναπτυξιακή δυναμική και μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη, ως αποτέλεσμα δημιουργίας ενός νέου, σύγχρονου και βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου.

Τι δείχνει η πορεία του προϋπολογισμού
Καθώς δεν υπάρχουν ακόμα τα στοιχεία για την πορεία του προϋπολογισμού για το σύνολο του 2022, την εικόνα δίνει η εκτέλεση του τελευταίου μέχρι και τον Νοέμβριο. Σύμφωνα λοιπόν με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης αυτού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2022, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιό του ύψους 5.684 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 6.760 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2022 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023 και ελλείμματος 12.267 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους 1.126 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 2.239 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 7.882 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2021.

Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 53.392 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 250 εκατ. ευρώ ή 0,5% έναντι της εκτίμησης για το αντίστοιχο διάστημα που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023. Τα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 58.943 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 440 εκατ. ευρώ ή 0,8% έναντι του στόχου. Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 50.237 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 502 εκατ. ευρώ ή 1% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023.

Θετική η εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων
Το 2022 αποτέλεσε μία απόλυτα θετική χρονιά για την εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Στο εθνικό σκέλος του ΠΔΕ εκταμιεύτηκε το σύνολο του διαθέσιμου προϋπολογισμού (100%), ήτοι 1,696 δις ευρώ. Στο συγχρηματοδοτούμενο σκέλος, όπου περιλαμβάνονται τα Επιχειρησιακά Προγράμματα του ΕΣΠΑ, η εκτέλεση ανήλθε στο ύψος των 6,486 δις ευρώ (ποσοστό 91,30%). Μαζί με τις εκταμιεύσεις των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 2,84 δις ευρώ (ποσοστό 100,97%) οι συνολικές εκταμιεύσεις του ΠΔΕ ανήλθαν στο ποσό των 11,025 δις ευρώ, ενισχύοντας την πραγματική οικονομία με σημαντικούς πόρους. Σημειώνεται ότι ο τελικός προϋπολογισμός του ΠΔΕ έκλεισε αυξημένος κατά 1 δις ευρώ συγκριτικά με τον αρχικό προϋπολογισμό του ΠΔΕ 2022. Ακόμη οι αρχικές πιστώσεις για τις Περιφέρειες της χώρας ενισχύθηκαν για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και ήταν αυξημένες κατά 75% σε σχέση με το 2019. Τα αιτήματα πληρωμής προς την Ε.Ε. για τα Προγράμματα ΕΣΠΑ και τα Λοιπά Προγράμματα ανήλθαν στα 3,920 δις ευρώ, ενισχύοντας σημαντικά τα δημόσια έσοδα. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι η χώρα μας είναι το πρώτο κράτος-μέλος της Ε.Ε. που απέστειλε εντός του 2022 το πρώτο αίτημα πληρωμής της για τη νέα προγραμματική περίοδο του ΕΣΠΑ 2021-2027, ύψους 119,4 εκατ. ευρώ (Πρόγραμμα Μεταφορές 2021-2027).

Economist: Η Ελλάδα οικονομική πρωταθλήτρια του 2022
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2022 αποτυπώνεται και σε έρευνα του Economist, η οποία πραγματοποιήθηκε για 34 -κυρίως πλούσιες- χώρες και αναδεικνύει την Ελλάδα σε οικονομική νικήτρια του 2022. Σε μια χρονιά που ο πληθωρισμός τρέχει στο 10% σε ετήσια βάση σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο, αποδεικνύεται ότι ορισμένες χώρες τα έχουν πάει αρκετά καλά και η Ελλάδα καλύτερα από όλες, ακόμη και από οικονομικές υπερδυνάμεις όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία και η Ιαπωνία. Προκειμένου να αξιολογήσει τις διαφορές, ο Economist συγκέντρωσε στοιχεία για πέντε οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς δείκτες -το Α.Ε.Π., τον πληθωρισμό, το εύρος πληθωρισμού, την απόδοση της χρηματιστηριακής αγοράς και το δημόσιο χρέος- κατέταξε κάθε οικονομία ανάλογα με το πόσο καλά τα πήγε σε κάθε τομέα και δημιούργησε μια συνολική βαθμολογία. Με βάση τα αποτελέσματα της κατάταξης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για πρώτη φορά εδώ και καιρό γίνεται «οικονομικό πάρτι» στη Μεσόγειο και ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τις χώρες που τα πήγαν καλύτερα. Σύμφωνα με τον Economist:

  1. Το Α.Ε.Π. της Ελλάδας στο διάστημα από το δ’ τρίμηνο του 2021 έως το γ’ τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε 2,2%, ενώ στην Ιταλία αυξήθηκε 1,8%, στην Ισπανία 1,5% και στη Γερμανία 1,3%.
  2. Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν 7,8% στην Ελλάδα το πρώτο 10μηνο του 2022, στην Ιταλία, 10,8% στη Γερμανία 10%.
  3. Οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας αυξήθηκαν 0,8% στο 11μηνο του 2022, ενώ στις περισσότερες χώρες καταγράφηκε πτώση. Στα διεθνή χρηματιστήρια, οι μετοχές έκαναν βουτιά 15% στην ίδια περίοδο.
  4. Πρωταθλήτρια ήταν η Ελλάδα στη μείωση του καθαρού δημόσιου χρέους, το οποίο εκτιμάται, ότι μειώθηκε 16% ως ποσοστό του Α.Ε.Π., ενώ σε άλλες χώρες σημείωσε μικρότερη μείωση ή αύξηση.

Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Economist, αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2023 εμφανίζεται και ο Xρήστος Σταϊκούρας. Ο Υπουργός Οικονομικών στις τελευταίες συνεντεύξεις του επισημαίνει πως η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα είναι καλύτερη σε σχέση με την Ευρώπη, σημειώνοντας πάντως πως οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης θα συνεχίσουν να υφίστανται και στην Ελλάδα. Όπως λέει, τα στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα μας δεν θα μπει σε ύφεση όπως θα συμβεί στην μισή Ευρώπη, ενώ έκανε λόγο για τριπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης το 2023 και για αύξηση των επενδύσεων φέτος και το 2024. Ο Υπουργός Οικονομικών σημειώνει ότι η Ελλάδα επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη μείωση του χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, ενώ επαναλαμβάνει πως βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής το 2023 είναι η Ελλάδα να έχει πρωτογενές πλεόνασμα που θα την οδηγήσει και στην επενδυτική βαθμίδα.

Αναβάθμιση εν αναμονή
Πέρα από όλα αυτά όμως, η σημαντικότερη επιβεβαίωση της καλής πορείας της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να έρθει με την ενδεχόμενη αναβάθμισή της από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, η οποία αναμένεται εντός του 2023 και θα καταστήσει πλέον τα ελληνικά κρατικά ομόλογα επενδύσιμα. To χρονοδιάγραμμα των αξιολογήσεων και η σημερινή εικόνα των ελληνικών ομολόγων έχουν ως εξής:

  1. H Fitch, η οποία σήμερα αξιολογεί την Ελλάδα στο ΒΒ με θετικές προοπτικές, πρόκειται να πραγματοποιήσει reviews της ελληνικής αξιολόγησης στις 27 Ιανουαρίου, στις 9 Ιουνίου και την 1η Δεκεμβρίου.
  2. H S&P, που δίνει αξιολόγηση ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές (ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα), θα «ασχοληθεί» με την Ελλάδα την 21η Απριλίου και την 20η Οκτωβρίου.
  3. Η Moody’s τοποθετεί την Ελλάδα στο Ba3 με σταθερές προοπτικές και πρόκειται να εξετάσει την αξιολόγηση αυτή στις 17 Μαρτίου και στις 15 Σεπτεμβρίου.
  4. Η DBRS, η οποία αξιολογεί την Ελλάδα στο ΒΒ (high), έχει προγραμματίσει reviews για τις 10 Μαρτίου και 8 Σεπτεμβρίου.

Οι οίκοι αξιολόγησης ωστόσο παραμένουν επιφυλακτικοί, αναμένοντας την εξέλιξη των εθνικών εκλογών ώστε να διαπιστώσουν εάν η νέα κυβέρνηση θα διαθέτει την απαραίτητη σταθερότητα αλλά και βούληση να παραμείνει στον δρόμο των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Αυτό θα συμβεί έχοντας πλέον και ως δεδομένο ότι η Ελλάδα έχει ήδη εκπληρώσει όλες τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που θέτουν κατά καιρούς οι οίκοι αξιολόγησης για μια νέα αναβάθμιση της οικονομίας.

Ειδικότερα η χώρα έχει ήδη πετύχει :

  1. Διατήρηση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης: Στις αρχές Μαρτίου 2023 η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να ανακοινώσει την ανάπτυξη για το σύνολο του 2022, η οποία θα υπερβαίνει το 6%. Επιπλέον, η ανάπτυξη θα παραμείνει θετική και το 2023 (προβλέπεται ανάπτυξη 1,8%) έναντι οριακής ανάπτυξης 0,3% για το σύνολο της Ευρωζώνης.
  2. Δημοσιονομική προσαρμογή: Η Ελλάδα θα πετύχει για το 2022 μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 1,6% του ΑΕΠ από 5% του ΑΕΠ το 2021. Το 2023, η Ελλάδα αναμένεται να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα, εν μέσω διεθνούς ενεργειακής κρίσης. Σε ό,τι αφορά τον λόγο χρέους ως προς το ΑΕΠ, από το 194,3% που έφτασε το 2021 θα έχει για το 2022 μείωση ρεκόρ κατά 27,6% του ΑΕΠ στο 168,9% του ΑΕΠ. Το 2023 θα έχει περαιτέρω μείωση κατά 9,6% του ΑΕΠ στο 159,3% του ΑΕΠ.
  3. Μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων: Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν στο 7,5% το 2022 από 12,5% το 2021 και έχουν προοπτική να μειωθούν περαιτέρω στο 5% στο τέλος του 2023.
  4. Προώθηση μεταρρυθμίσεων: Η Ελλάδα βγήκε πλέον από την ενισχυμένη εποπτεία, στις 21 Αυγούστου, έχοντας ολοκληρώσει 16 επιτυχημένες αξιολογήσεις οι οποίες συνδέονταν με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Αυτό επικυρώθηκε από το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2022, το οποίο ενέκρινε μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ύψους 6 δισ. ευρώ. Η πλέον δυνατή ένδειξη προώθησης μεταρρυθμίσεων είναι η ταχύτητα υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι μία από τις τέσσερις κορυφαίες προτάσεις της Société Générale για το 2023 παραμένει η αγορά ελληνικών ομολόγων έναντι των ιταλικών, με τη γαλλική τράπεζα να επισημαίνει πριν μερικές μέρες ότι εκτιμά πως υπάρχει μία “δίκαιη πιθανότητα” η Ελλάδα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα στις 21 Απριλίου, ακόμη και πριν τις εθνικές εκλογές. Επίσης είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το 75% του δημοσίου χρέους της χώρας ανήκει σε δημόσιους πιστωτές όπως ο ESM. Η μέση διάρκεια αποπληρωμής του είναι τα 19,8 έτη και το τεκμαρτό επιτόκιο 1,3%.

Επομένως η ανάγκη για αναχρηματοδότηση τα επόμενα χρόνια είναι αντίστοιχα χαμηλή, ενώ η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει επιπλέον και αποθεματικά 31 δισ. ευρώ, χρήματα που είναι αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες σε αναχρηματοδότηση για περίπου τρία χρόνια χωρίς προσφυγή στις αγορές. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα προκύψει κάποια έκτακτη κρίση -οικονομική, γεωπολιτική, υγειονομική ή άλλη.

Δάνεια Ταμείου Ανάκαμψης: Επενδυτικά σχέδια ύψους 10,53 δισ. ευρώ
Σε 10,53 δισ. ευρώ ανέρχεται εξάλλου, ο συνολικός προϋπολογισμός των 291 επενδυτικών σχεδίων, που υποβλήθηκαν στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», μέσα στο 2022. Από αυτά τα 10,53 δισ. ευρώ, 4,5 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), 3,51 δισ. ευρώ σε κεφάλαια τραπεζών και 2,52 δισ. ευρώ σε ίδια συμμετοχή των επενδυτών.

Τα παραπάνω σχέδια βρίσκονται σε διάφορα στάδια που προβλέπονται στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0» (π.χ. προ-έγκριση, αξιολόγηση, έγκριση, συμβασιοποίηση) και αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας (βιομηχανία, λιανικό εμπόριο, ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό και υπηρεσίες).

Σύμφωνα με τα στοιχεία, από τις 291 επενδυτικές προτάσεις, οι 167, ύψους 2,25 δισ. ευρώ, προέρχονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, ήδη, από το σύνολο των σχεδίων, έχουν υπογραφεί 68 δανειακές συμβάσεις (έως 30.12.2022), με τον προϋπολογισμό των ισάριθμων επενδυτικών σχεδίων να διαμορφώνεται σε 3,22 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, 1,20 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε δάνεια ΤΑΑ, 1,28 δισ. ευρώ προέρχονται από εμπορικές τράπεζες και τα υπόλοιπα 741 εκατ. ευρώ είναι ίδια συμμετοχή των επενδυτών.

Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των παραπάνω δανειακών συμβάσεων διαμορφώνεται σε 1,2% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων στα 11 έτη.

Θόδωρος Σκυλακάκης: «Επενδυτικά σχέδια έως και 30 δισ. ευρώ»
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης σχολιάζοντας τα παραπάνω δήλωσε τα εξής: «Το δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι ένα εξαιρετικά, επιτυχημένο, αναπτυξιακό εργαλείο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία υλοποίησής του.

Καταγράφεται έντονο ενδιαφέρον από την επενδυτική κοινότητα, καθώς μέσα σε ένα εξάμηνο (30.6.2022 υπεγράφη η πρώτη δανειακή σύμβαση) κατατέθηκαν 291 προτάσεις, συνολικού προϋπολογισμού άνω των 10,5 δισ. ευρώ, ενώ οι επενδύσεις είναι διασκορπισμένες, γεωγραφικά, σε πάνω από 100 δήμους, σε ολόκληρη τη χώρα.

Μάλιστα στις δανειακές συμβάσεις που έχουν υπογραφεί, συμπεριλαμβάνονται πολλές βιομηχανικές και τουριστικές επενδύσεις οι οποίες συμβάλλουν, καταλυτικά, στην τόνωση τοπικών οικονομιών, ενώ πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το συγκεκριμένο εργαλείο και στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση.

Αποτελώντας το μεγαλύτερο και ταχύτερο, επενδυτικό εργαλείο που είχε ποτέ η χώρα, το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης έχει πολλές ακόμη δυνατότητες, αφού μπορεί να καλύψει επενδυτικά σχέδια, συνολικού ύψους περίπου 30 δισ. ευρώ».

Οικονομία: Στη «μέγγενη» θετικών προσδοκιών και μεγάλων αβεβαιοτήτων

Η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων εκτιμάται από το οικονομικό επιτελείο ότι θα αποτελέσει το διαβατήριο για την πρόσβαση στις αγορές, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έτσι ώστε να διατηρηθεί η θετική οικονομική προοπτική της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε το οικονομικό επιτελείο στο πλαίσιο κατάθεσης του Προϋπολογισμού, για το 2022 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 5,6%, σχεδόν διπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έναντι 5,3% που είχε προβλεφθεί στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2023, 4,5% που είχε προβλεφθεί στον κρατικό προϋπολογισμό του 2022 και 3,1% που είχε εκτιμηθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2022. Την ίδια στιγμή ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 9,7%, εν μέσω διεθνών πληθωριστικών πιέσεων. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω και να διαμορφωθεί σε 12,7% έναντι 13,9% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και 14,2% στον προϋπολογισμό του 2022.

Η κυβέρνηση εκτιμά ότι το θετικό αυτό αναπτυξιακό αποτέλεσμα ήρθε ως συνέπεια των δημοσιονομικών μέτρων που έλαβε, ύψους 4,8 δισ. ευρώ, για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, των μέτρων ύψους 4,4 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, αλλά και λόγω μεταρρυθμίσεων όπως είναι η διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% συνολικά μέσα στο 2022, η μόνιμη μείωση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), η επέκταση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η κατάργηση του φόρου γονικών παροχών-δωρεών, η μείωση του τέλους κινητής τηλεφωνίας, η διπλή οικονομική ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η αύξηση του στεγαστικού φοιτητικού επιδόματος, η επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης.

Σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού, για το 2023 ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να αυξηθεί κατά 5%, έναντι 6,1% της Ευρωζώνης και 7,0% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η ανάπτυξη εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 1,8%, έναντι μόλις 0,3% που αναμένεται για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Αναθεώρηση δημοσιονομικών στόχων
Οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, αναφορικά με το πρωτογενές αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης, ήτοι ελλείμματος 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ για το 2023, αναθεωρούνται σε έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ για το 2023. Στα παραπάνω νούμερα για το 2023 έχει συμπεριληφθεί το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων, ύψους 3,1 δισ. ευρώ από εθνικούς πόρους και 1,1 δισ. ευρώ από συγχρηματοδοτούμενους πόρους, που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και επιπλέον 1 δισ. ευρώ για αυξημένες δαπάνες αντιμετώπισης του αυξημένου πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης. Επιπλέον, για το 2023 προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 8,3 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και 7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων 3,6 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων, στο οποίο έως σήμερα έχουν ενταχθεί 440 έργα και εμβληματικές επενδύσεις ύψους 13,7 δισ. ευρώ.

* Σε εθνικολογιστική βάση
** Εκτιμήσεις/προβλέψεις
Πηγή: Ετήσιοι Εθνικοί Λογαριασμοί (Ελληνική Στατιστική Αρχή), εκτιμήσεις/προβλέψεις Υπουργείου Οικονομικών

«Αχίλλειος πτέρνα» ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας
Ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας προβλέπεται να έχει αρνητική συμβολή στην πραγματική ανάπτυξη το 2023 για δεύτερο χρόνο, κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Η αρνητική συμβολή είναι το αποτέλεσμα της αύξησης των εισαγωγών, και κυρίως των εισαγωγών αγαθών, ο όγκος των οποίων το 2022 και το 2023 αντιστοιχεί κατ’ εκτίμηση στο 59,7% και στο 55,4% της συνολικής αύξησης της ζήτησης έναντι της προ-πανδημικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά, το 2023 οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών προβλέπεται να αυξηθούν για 14η διαδοχική χρονιά, κατά 2,1% σε ετήσια βάση, παρά τις δυσοίωνες για το διεθνές εμπόριο αναθεωρημένες προβλέψεις της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας.

Από το πραγματικό ισοζύγιο υπηρεσιών προβλέπεται οριακά αρνητική συμβολή στην ανάπτυξη κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα, εν μέσω της επίπτωσης της ενεργειακής κρίσης στους προϋπολογισμούς των ξένων ταξιδιωτών και της περιορισμένης αύξησης του όγκου μεταφορικών υπηρεσιών, εν μέσω πιο υποτονικού διεθνούς εμπορίου. Σε εθνικολογιστικούς όρους, το έλλειμμα του ονομαστικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να επιδεινωθεί έναντι του 2022 κατά 2,3 δισ. ευρώ, αυξανόμενο ως ποσοστό του ΑΕΠ από 6,8% το 2022 σε 7,4% το 2023. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η πρόβλεψη για την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2023 ανέρχεται σε 1,8%, χαμηλότερα έναντι του 2022, αλλά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (0,3% σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).

Ο αντίκτυπος του πληθωρισμού και τα μέτρα του 2023
Η κυβέρνηση εκτιμά ότι ο αντίκτυπος της κρίσης πληθωρισμού στο ελληνικό ΑΕΠ θα είναι διαχειρίσιμος αν συνυπολογιστούν κάποια δεδομένα, όπως η κατάταξη της Ελλάδας στις πρώτες θέσεις της Ε.Ε. όσον αφορά στην κατανομή, εκταμίευση και απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η συνεχιζόμενη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών έναντι της ενεργειακής ακρίβειας, τα νέα μόνιμα αναπτυξιακά μέτρα από το 2023 και η προϋπάρχουσα της ενεργειακής κρίσης δυναμική της εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης.

Στο πλαίσιο αυτό, τα νέα κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας από το 2023, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο του 2023, την αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), τη διευθέτηση μισθολογικών αιτημάτων των ενόπλων δυνάμεων, την κατάργηση της ειδικής εισφοράς 1% υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), την αύξηση του στεγαστικού φοιτητικού επιδόματος, την επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα, τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και του τέλους επιτηδεύματος, την αναστολή του ΦΠΑ για νέες οικοδομές και το συνολικό πλαίσιο δράσεων στήριξης της στέγασης, με επίκεντρο τη νέα γενιά. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εκτιμά ότι από την άνοιξη του 2023, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ενδυναμωθεί στη βάση των ως άνω μέτρων και της βαθμιαίας υποχώρησης του ρυθμού αύξησης του δείκτη τιμών. Ωστόσο, η μετακύλιση του ενεργειακού κόστους σε αγαθά και υπηρεσίες για τα οποία οι τιμές τείνουν να αλλάζουν αργά, αναμένεται να διατηρήσει υψηλά τον πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Ως αποτέλεσμα, ο ρυθμός πληθωρισμού το 2023 προβλέπεται ηπιότερος έναντι του 2022, αλλά αυξημένος έναντι των προβλέψεων του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2023 (από 3% σε 5%). Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί το 2023, κατά μέσο όρο, σε 7,0% στην Ε.Ε. και 6,1% στην Ευρωζώνη.

Η προσήλωση στην υλοποίηση απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να φέρει αύξηση της ετήσιας συμβολής του στην ανάπτυξη κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2023. Η ανωτέρω υλοποίηση προβλέπεται ότι θα αποτελέσει τον κύριο μοχλό επενδύσεων του 2023, των οποίων ο όγκος προβλέπεται κατά 15,5% υψηλότερος έναντι του 2022, και τον σημαντικό παράγοντα στήριξης της ανθεκτικότητας της αγοράς εργασίας που θα συντελέσει στη μείωση της ανεργίας κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, σε ποσοστό 12,6%, Η μικρή αυτή βελτίωση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα του ποσοστού ανεργίας οφείλεται τόσο στη μείωση της εξωτερικής ζήτησης, όσο και στο αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων. Πάντως, η συνολική απασχόληση προβλέπεται ανθεκτική το 2023, αυξανόμενη κατά 0,2% ή 9.000 θέσεις εργασίας.

Ο ρυθμός αύξησης της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται σε 1,0% έναντι του 2022, ελαφρώς μειωμένος έναντι των προβλέψεων του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2023. Αιτία της αναθεώρησης είναι οι προς τα πάνω αναθεωρήσεις μεγεθών όπως ο πληθωρισμός, η μισθολογική δαπάνη στην οικονομία και η εθνικολογιστική αποταμίευση των νοικοκυριών την περίοδο 2020-2021, βάσει των αναθεωρημένων ετήσιων στοιχείων Εθνικών Λογαριασμών. Η κατανάλωση της Γενικής Κυβέρνησης το 2023 αναμένεται να παραμείνει πάνω από το προ-πανδημίας επίπεδο, ωστόσο ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της το 2023 εκτιμάται αρνητικός κατά 1,5%, εν μέσω της σταδιακής προσαρμογής στους μεσοπρόθεσμους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής.

Ταμείο Ανάκαμψης: 41 δανειακές συμβάσεις για επενδυτικά σχέδια ύψους 1,8 δισ. ευρώ
Όσον αφορά στο Ταμείο Ανάκαμψης, η μεγάλη αγωνία της κυβέρνησης είναι πλέον η απαρέγκλιτη τήρηση των αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων για τα εγκεκριμένα έργα και επενδύσεις, δεδομένου ότι η παραμικρή καθυστέρηση ισοδυναμεί με την ακύρωσή τους, κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό για την ελληνική οικονομία, ειδικά στην παρούσα φάση. Στο πλαίσιο αυτό, ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, απέστειλε στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, τα στοιχεία για το σύνολο των δανειακών συμβάσεων που υπογράφηκαν έως την 31η.10.2022, στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Ειδικότερα, πρόκειται για 41 συμβάσεις, οι οποίες αφορούν στο δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης (ΤΑΑ). Ο συνολικός προϋπολογισμός των ισάριθμων επενδυτικών σχεδίων που έχουν κατατεθεί στο Πρόγραμμα διαμορφώνεται σε 1,8 δισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό, 824,4 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν σε δάνεια ΤΑΑ, 549,4 εκατ. ευρώ προέρχονται από εμπορικές τράπεζες και τα υπόλοιπα 439 εκατ. ευρώ είναι ίδια συμμετοχή των επενδυτών. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των παραπάνω δανειακών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί διαμορφώνεται σε 1,1% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων στα 11 χρόνια.

Τα περισσότερα από τα επενδυτικά σχέδια (43%) που έχουν συμβασιοποιηθεί εμπίπτουν στον πυλώνα «Πράσινη μετάβαση» του Εθνικού Σχεδίου, ενώ τα υπόλοιπα (57%) εντάσσονται σε κάποιον από τους πυλώνες: «Εξωστρέφεια», «Ψηφιακός μετασχηματισμός» και «Καινοτομία, Έρευνα & Ανάπτυξη». Μάλιστα, μερικά από τα 41 σχέδια σχετίζονται με περισσότερους του ενός πυλώνες. Η δε συνεισφορά των δανειακών συμβάσεων στον κλιματικό στόχο και ψηφιακό στόχο του Εθνικού Σχεδίου ανέρχεται στο 36% και 28%, αντίστοιχα. Συνολικά, στο «Ελλάδα 2.0» έχουν υποβληθεί, προς το παρόν, 210 επενδυτικά σχέδια, τα οποία βρίσκονται σε διάφορα στάδια που προβλέπει το Πρόγραμμα (π.χ. αξιολόγηση, προ-έγκριση, έγκριση, συμβασιοποίηση). Ο προϋπολογισμός αυτών, ανέρχεται σε 8,22 δισ. ευρώ (3,48 δισ. ευρώ δάνεια ΤΑΑ, 2,74 δισ. ευρώ κεφάλαια τραπεζών και 2 δισ. ευρώ ίδια συμμετοχή). Μάλιστα από τα 210 επενδυτικά σχέδια 112, συνολικού ύψους 1,73 δισ. ευρώ, προέρχονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι επενδυτικές προτάσεις που έχουν κατατεθεί αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, π.χ. υπηρεσίες, μεταφορές, τουρισμός, μεταποίηση, ενέργεια, εμπόριο και κατασκευές.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στο δανειοδοτικό σκέλος του «Ελλάδα 2.0» συμμετέχουν τα εξής πιστωτικά ιδρύματα: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ), Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank, Eurobank, Optima Bank, και Παγκρήτια Τράπεζα.

Ε.Ε.: Θετική προκαταρκτική αξιολόγηση για το 2ο αίτημα πληρωμής
Μια ακόμα θετική εξέλιξη που αφορά στην πορεία του Ταμείου Ανάκαμψης στη χώρα μας είναι το γεγονός ότι τις προηγούμενες μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε θετική προκαταρκτική αξιολόγηση για το δεύτερο αίτημα πληρωμής από το Ταμείο, που υπέβαλε η Ελλάδα. Το αίτημα πληρωμής ύψους 3,6 δισ. ευρώ (επιδοτήσεις: 1,72 δισ. ευρώ και δάνεια: 1,84 δισ. ευρώ) κατατέθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των 28 προβλεπόμενων οροσήμων. Συγκεκριμένα, υποβλήθηκε ένα ενιαίο αίτημα, διότι τρία ορόσημα από το πρόγραμμα των δανείων εκπληρώθηκαν νωρίτερα από ό,τι προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός.

Η Ελλάδα ήταν μέσα στις πέντε πρώτες χώρες που υπέβαλαν αίτημα εκταμίευσης της δεύτερης πληρωμής από το ΤΑΑ. Μάλιστα, ήταν η πρώτη που κατέθεσε αίτημα για την τρίτη πληρωμή (πρόγραμμα δανείων).

Σημειώνεται πως η πρώτη πληρωμή, ύψους επίσης 3,6 δισ. ευρώ, εκταμιεύτηκε στις 8 Απριλίου του 2022, ενώ νωρίτερα, στις 9 Αυγούστου του 2021 εκταμιεύτηκε η προχρηματοδότηση, που αντιστοιχεί στο 13% (3,96 δισ. ευρώ) των χρημάτων που αναλογούν στην Ελλάδα από το ΤΑΑ. Στα διαδικαστικά, η Κομισιόν απέστειλε την αξιολόγηση για το ελληνικό αίτημα στην Οικονομική και Νομισματική Επιτροπή (EFC), αιτούμενη τη γνωμοδότησή της, εντός τεσσάρων εβδομάδων, όπως ορίζει ο σχετικός Κανονισμός. Θα ακολουθήσει η έκδοση της τελικής της απόφασης, για την εκταμίευση των 3,6 δισ. ευρώ, αφού ληφθεί υπόψη η σχετική εισήγηση της EFC.

1η Έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας για την Ελλάδα
H δημοσιοποίηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της 1ης Έκθεσης Μεταπρογραμματικής Εποπτείας για την Ελλάδα εντάσσεται στις σημαντικές εξελίξεις των προηγούμενων ημερών.
Η Έκθεση προβλέπει μεταξύ άλλων ότι παρά τις μεγάλες εξωτερικές προκλήσεις, το επίπεδο απασχόλησης θα συνεχίσει να αυξάνεται φέτος και τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ το ίδιο προβλέπεται και για το επίπεδο διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η Έκθεση αναδεικνύει παράλληλα την πρόβλεψη για σημαντική βελτίωση των δημοσίων οικονομικών την περίοδο 2022-2024 και επισημαίνει την ταχεία αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο. Την ίδια στιγμή, το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι επιβεβαιώνει τη συνεχιζόμενη βελτίωση των επιδόσεων του τραπεζικού τομέα και τη συνακόλουθη επέκταση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.

Πέρα από τα παραπάνω ωστόσο, η έκθεση περιγράφει τη σταθερή παρουσία της Ελλάδας στις αγορές κρατικών ομολόγων, με σταθερό, τους τελευταίους μήνες, περιθώριο αποδόσεων, παρά τις αναταράξεις και αυξήσεις επιτοκίων στις διεθνείς αγορές. Ως αποτέλεσμα, η χώρα μας διατηρεί υψηλό απόθεμα ταμειακών διαθεσίμων.

Συνολικά, η Έκθεση διαπιστώνει ότι η Ελλάδα μπορεί απρόσκοπτα να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος της. Τέλος, η Έκθεση συμπεραίνει ότι η χώρα έχει επιτύχει, παρά τις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες, μια σειρά από στόχους που είχαν τεθεί, σε τομείς όπως η δημοσιονομική και διαρθρωτική πολιτική, η φορολογική διοίκηση, η δικαιοσύνη, οι μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, το κτηματολόγιο και οι ιδιωτικοποιήσεις.

Η κυβέρνηση εκτιμά ότι οι διαπιστώσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για αποφάσεις του Eurogroup σχετικές με την εφαρμογή συμπεφωνημένων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.

Αυτά περιλαμβάνουν την αποδέσμευση της όγδοης και τελευταίας δόσης από τα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από αγορά ελληνικών ομολόγων (τα γνωστά ANFA/SMPs), η οποία – σημειωτέον – εκκρεμούσε από το πρώτο εξάμηνο του 2019, τον μηδενισμό, για το δεύτερο εξάμηνο του 2022, του επιπρόσθετου περιθωρίου (step-up margin), η ενσωμάτωση του οποίου προβλέπεται στο επιτόκιο δανείων που έχει παραχωρήσει ο EFSF στην Ελλάδα, και – για πρώτη φορά – τη μόνιμη μείωση του περιθωρίου αυτού σε μηδενική τιμή για την περίοδο 2023-2049.