Οι επιπτώσεις διαδοχικών ως προς την έναρξη και ταυτόχρονων ως προς τις επιπτώσεις, κρίσεων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στον κόσμο έχουν αφήσει διακριτό αποτύπωμα σε εισόδημα, απασχόληση και οικονομία. Επιπτώσεις που έρχονται να προστεθούν σε δομικές δυσκολίες των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Παράλληλα με τις έκτακτες κρίσεις δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε την κλιματική αλλαγή και τις ορατές ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια επιπτώσεις της και στην Ελλάδα, τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη και το συνακόλουθο ψηφιακό μετασχηματισμό που φέρνει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όπως και τις αλλαγές σε εργασία και επιχειρηματικότητα που επιτάχυνε μεταξύ άλλων και η υγειονομική κρίση.
Ο πληθωρισμός στη χώρα, η αύξηση δηλαδή του γενικού επιπέδου τιμών, συνεχίζει να καλπάζει με ποσοστά κοντά ή πάνω από 10%. ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή τον Οκτώβριο του 2022 σε 9,8%, ενώ τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 12%! Μάλιστα η τελευταία αύξηση του Οκτωβρίου έρχεται να προστεθεί στα απανωτά πληθωριστικά ρεκόρ των προηγούμενων μηνών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Σεπτέμβριο, σημειώθηκε «έκρηξη» της τάξης του 332% στο φυσικό αέριο, ενώ ακολούθησε το πετρέλαιο θέρμανσης με 65,1% και το ρεύμα με 30%, σε ό,τι αφορά την ενέργεια.
Επιπρόσθετα υπήρξαν ανατιμήσεις της τάξης του 23,3% στα γαλακτοκομικά, 18,4% το ψωμί και τα δημητριακά, στα κρέατα κατά 17,6% και τα έλαια κατά 17% και κατά 14,3% ο καφές, το κακάο και το τσάι. Επίσης σημειώθηκε άνοδος κατά 58,7% στα αεροπορικά εισιτήρια.
Χωρίς αμφιβολία το «σημαντικότερο από τα σημαντικά προβλήματα» στις ανατιμήσεις εντοπίζεται στις αυξήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος που προκαλούν αλλεπάλληλα κύματα ανατιμήσεων σε όλο το εύρος της οικονομίας.
Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη αν αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το Διάμεσο Διαθέσιμο Ισοδύναμο Εισόδημα εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (στοιχεία Eurostat). Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό μέτρο ως προς τη μέτρηση της κατανομής του εισοδήματος καθώς προσδιορίζει τον βαθμό στον οποίο τα άτομα έχουν ίση πρόσβαση στα αγαθά και τις υπηρεσίες που διατίθενται σε μια εθνική οικονομία.
Στην πραγματικότητα οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν κίνδυνο διπλής ασφυξίας, αφενός λόγω της εκτίναξης του λειτουργικού τους κόστους σε ενέργεια, καύσιμα, πρώτες ύλες και αφετέρου λόγω της κατακρήμνισης των οικογενειακών εισοδημάτων που προκαλεί αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά.
Χρειαζόμαστε έγκαιρα ένα άλλο μίγμα πολιτικών που θα κρατήσει ζωντανές τις μικρές επιχειρήσεις, ώστε να κρατήσει «ζωντανά» και τα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα, που είναι τόσο αναγκαία για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και για ουσιαστικές παρεμβάσεις ανακούφισης μίας κοινωνίας και μιας οικονομίας που είναι σε διακινδύνευση.
Δεν μπορεί να μένουν εκτός δημόσιας ατζέντας και εκτός πολιτικών προτεραιοτήτων η διευθέτηση των χρεών που δημιουργήθηκαν κατά τις επάλληλες και παράλληλες κρίσεις, η μείωση έμμεσων φόρων, η αναστολή της προβλεπόμενης αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών και προφανώς ένας διαφορετικός σχεδιασμός στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένας σχεδιασμός που θα ενισχύσει τη ρευστότητα των μικρών επιχειρήσεων και θα δώσει πραγματική ώθηση στο πιο δοκιμασμένο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας την τελευταία 12ετία.
Ένας σχεδιασμός που δεν θα προβλέπει χρηματοδότηση εξαγορών και συγχωνεύσεων, αλλά συνεργατικών σχημάτων μικρών επιχειρήσεων μέσω μερικού, έστω by pass του τραπεζικού συστήματος. Η απόλυτα συγκρίσιμη με τη χώρα μας Πορτογαλία στον σχεδιασμό αξιοποίησης των αντίστοιχων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης έχει προβλέψει ένα σημαντικό ποσοστό (~40%) να «περάσει» μέσα από εξω-τραπεζικό μηχανισμό, με στόχευση τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Ας παραδειγματιστούμε για μια φορά θετικά…