Στα «αχαρτογράφητα νερά» της πανδημίας και της εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης, κράτη και επιχειρήσεις αναζητούν αφενός μια «πυξίδα» άμβλυνσης των πιέσεων και αφετέρου ένα σχέδιο δράσης ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων, στο πλαίσιο του επόμενου αναπτυξιακού κύκλου των οικονομιών. Η περίπτωση της Ελλάδος, βέβαια, ήταν και παραμένει ιδιάζουσα.

 

Μετά την πολυετή οικονομική κρίση, η έλευση του COVID-19 έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά ποικιλόμορφων προκλήσεων, η αντιμετώπιση των οποίων θα «τροχοδρομήσει» το μέλλον της ελληνικής οικονομίας την επόμενη, τουλάχιστον, δεκαετία.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται, το τελευταίο διάστημα, η έκθεση Πισσαρίδη, η οποία παρουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, με βάση τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας, τις πρόσφατες εξελίξεις και διεθνείς τάσεις.

 

Μπορεί οι εν λόγω προτάσεις να μην αποτελούν κυβερνητικές αποφάσεις, ωστόσο αρκετά δομικά στοιχεία της φαίνεται ότι έχουν υιοθετηθεί σε σημαντικό βαθμό στο ελληνικό σχέδιο για την απορρόφηση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης με στόχο την ανάταση της χώρας μετά την πανδημία.

 

Το FinancePro καταγράφει τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και τις τάσεις που αναδύονται, σύμφωνα με την έκθεση. Παραθέτει τους δημοσιονομικούς στόχους, υπό το πρίσμα μιας δημοσιονομικής ισορροπίας, με απώτερο σκοπό την ανάπτυξη και την περαιτέρω προσέγγιση των ευρωπαϊκών Μ.Ο σε μια σειρά δεικτών. Ειδικότερα:

 

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ

Παρά την ανελλιπή συμμετοχή της στους κεντρικούς ευρωπαϊκούς οικονομικούς θεσμούς, η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται τις τελευταίες δεκαετίες τόσο από υστέρηση στην παραγωγικότητα όσο και από χαμηλή συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών, εργασία και κεφάλαιο, στην οικονομία. Ως αποτέλεσμα, περίοδοι σημαντικής ανόδου των πραγματικών εισοδημάτων αποδείχτηκαν μη διατηρήσιμες, στηρίχτηκαν σε υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό και οδήγησαν σε κρίση. Βασικά χαρακτηριστικά αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων:

  • Υψηλοί, αλλά μη διατηρήσιμοι ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ ως το 2009,
  • Αναιμική ανάκαμψη μετά την κρίση, στηριζόμενη κυρίως σε τουρισμό και δευτερευόντως σε εξαγωγές προϊόντων
  • Συχνά δίδυμα ελλείμματα στο δημοσιονομικό και στον εξωτερικό τομέα
  • Συσσώρευση δημόσιου χρέους και εκτόξευση του κόστους δανεισμού
  • Χαμηλή παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα
  • Κατακερματισμένη επιχειρηματικότητα (πολλές ΜμΕ χαμηλής παραγωγικότητας)
  • Σημαντικά επενδυτικά και αποταμιευτικά κενά
  • Χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις
  • Αργή στροφή σε κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες

 

Σύμφωνα με την έκθεση, κατά τα τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας, επιτεύχθηκε δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά το χρέος παραμένει υψηλό. Υπήρξαν μεταρρυθμίσεις σε αρκετούς τομείς και άνοδος της ανταγωνιστικότητας σ’ ένα βαθμό όπως και μερική βελτίωση του επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος.

 

Η πανδημία COVID-19 ωστόσο ανέτρεψε βίαια τη δυναμική που αναπτύχθηκε – κατά την τελευταία διετία και με τη λήξη του τρίτου προγράμματος – οδηγώντας την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση όπως και το σύνολο σχεδόν της παγκόσμιας κοινότητας.

 

Τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί και όσα αναμένεται να ληφθούν από την ΕΕ αυξάνουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Η σχετική υποστήριξη είναι κρίσιμη και απαραίτητη, καθώς χωρίς αυτή η ελληνική οικονομία θα κινδύνευε να παρασυρθεί σε βαθύτερη και περισσότερο εκτεταμένη ύφεση, ευάλωτη σε σημαντικούς τομείς, όπως ο τουρισμός και οι μεταφορές, και με περιορισμένες δυνατότητες άμυνας.

 

Οι πόροι που προγραμματίζεται να γίνουν διαθέσιμοι από την ΕΕ για τα επόμενα χρόνια είναι σκόπιμο να προγραμματιστεί να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της παραγωγικής δομής και αλλαγής του προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας, όχι για εφήμερη ενίσχυση της κατανάλωσης.

 

ΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΤΟΧΕΥΣΗ

Κεντρικός στόχος πρέπει να είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με:

  • αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι. Η αυξημένη απασχόληση, επιπλέον, θα συμβάλλει στην άμβλυνση των κοινωνικών αποκλεισμών και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
  • αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που θα διασφαλίσει την ευημερία των νοικοκυριών σε βάθος χρόνου. Η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί αύξηση του παραγωγικού κεφαλαίου και επομένως νέες επενδύσεις, τόσο από τις εγχώριες επιχειρήσεις όσο και από ξένες. Απαιτεί επίσης την ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών. Καθώς οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης και η εσωτερική αγορά σε χώρες μικρού μεγέθους, όπως η Ελλάδα, παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, η αύξηση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας είναι απαραίτητη.

 

Επιμέρους στόχοι που συνδέονται με την αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας, είναι:

  • Η αύξηση των συνολικών πάγιων επενδύσεων και, ειδικότερα, των εταιρικών επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο από τα σημερινά χαμηλά επίπεδα του 10,1% και 5,4% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται κοντά στο 23% και 14% αντίστοιχα.
  • Η αύξηση των ιδιωτικών και δημόσιων δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη από το σημερινό επίπεδο του 1,2% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο της ΕΕ, περίπου στο 2% του ΑΕΠ, και η καλύτερη διασύνδεση μεταξύ έρευνας και παραγωγής.
  • Η σταδιακή αύξηση των εξαγωγών και, ειδικότερα, των εξαγωγών προϊόντων από τα σημερινά επίπεδα του 37% και 19% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται στο 66% και 48% αντίστοιχα.
  • Η αύξηση του αριθμού των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων. Παράλληλα, η ενδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που σε κάθε περίπτωση θα αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα, και η καλύτερη διασύνδεσή τους με αλυσίδες αξίας και με τις μεγάλες επιχειρήσεις, ώστε να ενισχυθεί έμμεσα και περαιτέρω η συνολική εξωστρέφεια της οικονομίας και η παραγωγικότητα.
  • Η αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, ιδίως από τους νέους και τις γυναίκες, από το 42% και 65% σήμερα προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται στο 62% και 73% αντίστοιχα.
  • Η ενίσχυση της οικονομίας ως τοπικού κέντρου, για τη προσέλκυση ανθρώπινου κεφαλαίου από την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή.

 

ΜΕΣΗ ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 3,5% ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ

Εν κατακλείδι, το φιλόδοξο – αν αναλογιστεί κανείς τις ανυπολόγιστες ακόμη συνέπειες της πανδημίας- πρόγραμμα δράσεων της έκθεσης έχει ως στόχο την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά ποσοστό της τάξης του 3,5% για την επόμενη δεκαετία, κατά μέσο όρο: Μέσω της ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1% και της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,5%.

 

Εάν επιτευχθούν αυτά, τότε το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης αναμένεται να ανέλθει στο 81% της ΕΕ (από το 67% το 2019) ενώ η ανεργία θα μειωθεί στο 7% (από το 17,2% το 2019). Επιπλέον, θα ενισχυθεί η εξωστρέφεια: οι εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 90%, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ θα ανέλθει στο 50,5%, από το 37,2% το 2019.

 

Συμπερασματικά, η προοπτική μετασχηματισμού της οικονομίας με αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας, θα επιτρέψει τη σταδιακή σύγκλιση, ως προς κεντρικά χαρακτηριστικά της, με τις άλλες οικονομίες της ΕΕ. Θα επιτρέψει, παράλληλα, την πληρέστερη εκμετάλλευση συγκριτικών πλεονεκτημάτων που σχετίζονται με ειδικά χαρακτηριστικά της χώρας, όπως η γεωγραφική της θέση και η ύπαρξη ισχυρής ομογένειας και άλλου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό.