Η Έκθεση Πισσαρίδη έχει προκαλέσει μια μεγάλη συζήτηση τόσο ως ενδιάμεσο κείμενο όσο και με την τελική της μορφή. Κάτι που τι θεωρώ απολύτως λογικό καθώς ο διάλογος για την επιλογή ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας είναι μια κορυφαία διαδικασία που απαιτεί την συμμετοχή όλων των παραγωγικών και κοινωνικών φορέων. Άλλωστε αποτελεί και τη βάση για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που θα καταθέσει η Ελληνική Κυβέρνηση.

 

  • Του Γιώργου Καρανίκα, Πρόεδρου της ΕΣΕΕ

 

Η Έκθεση δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, η οποία αναμένεται να έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιδράσεις στα οικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας αλλά και να επηρεάσει σημαντικά τους στόχους που θέτει η ίδια η Έκθεση.

 

Το Ινστιτούτο μας προχώρησε στην έκδοση μιας κριτικής αποτύπωσης της Έκθεσης εμβαθύνοντας στα σημεία εκείνα που απασχολούν την επιχειρηματικότητα και κυρίως τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό θα έλεγα ότι μια σειρά από παραδοχές τις Έκθεσης σε σχέση με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας αποτελούν κοινοτυπίες. Ενδεικτικά αναφέρω την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, των παγίων επενδύσεων, τη βελτίωση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας ή ακόμα τον πράσινο μετασχηματισμό και τη βελτίωση των δημοσίων υποδομών. Η διαδικασία με την οποία θα μετασχηματιστεί η ελληνική οικονομία δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία ενώ οφείλει να είναι συμπεριληπτική και να γίνει με όρους οικονομικής δημοκρατίας.

 

Το ίδιο ισχύει και για τους ‘ποσοτικούς στόχους’ που προτείνει η έκθεση (π.χ. αύξηση εταιρικών επενδύσεων στο 14% ΑΕΠ, αύξηση εξαγωγών προϊόντων στο 48% του ΑΕΠ) δεν προκύπτουν από κάποια προηγούμενη επεξεργασία αλλά μονάχα με μια αναφορά στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ως να πρόκειται για ‘κοινό τόπο’. Η προσέγγιση αυτή είναι τουλάχιστον στατική και δεν λαμβάνει υπόψη την οικονομική ιστορία της χώρας αλλά και τη μακροχρόνια ευθραυστότητα της ελληνικής οικονομίας.

 

Η παραγωγικότητα και η εσωστρέφεια αποτελούν, σύμφωνα με την έκθεση, τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, συνιστώντας την αιτία για την διολίσθηση της ελληνικής οικονομίας. Όμως, η παραγωγικότητα επηρεάζεται από δυο εγγενείς τάσεις της ελληνικής οικονομίας, των οποίων η επίδραση είναι ιδιαίτερα ισχυρή και δυστυχώς δεν εντάσσονται στον προβληματισμό της Έκθεσης. Πρόκειται για: α. τη δημογραφική συμπίεση και β. Το Brain-drain. Ειδικά το δημογραφικό πρόβλημα, και η συνακόλουθη όξυνση του δείκτη εξάρτησης (αναλογία οικονομικά ενεργού και οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού), επηρεάζουν αρνητικά τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και τη διαχρονική εξέλιξη της παραγωγικότητας. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρω ότι για την μέτρηση της παραγωγικότητας χρησιμοποιείται ο δείκτης προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο, ο οποίος παρά την απλότητα και τη χρησιμότητα του, παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις ως δείκτης μέτρησης καθώς μπορεί να υποκρύπτει πραγματικές ώρες εργασίας.

 

Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αναγνωρίζονται ως τροχοπέδη για το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Όμως, το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής που προτείνεται συνεχίζει να αναπαράγει τα δομικά γνωρίσματα της οικονομικής πολιτικής της μνημονιακής περιόδου (μείωση κρατικών δαπανών, διεύρυνση φορολογικής βάσης κλπ). Πέρα από κάθε αμφιβολία, η προσέγγιση αυτή αγνοεί την παραγωγική διάσταση των δημοσίων αγαθών και τη θέση τους στην αναπτυξιακή διαδικασία τόσο σε όρους ανταγωνιστικότητας όσο και παραγωγικότητας.

 

Τέλος, η γενικότερη συζήτηση περί του ψηφιακού και του πράσινου μετασχηματισμού όπως παρουσιάζεται δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτονόητη. Ο διττός μετασχηματισμός μπορεί να οξύνει τις αντιθέσεις μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό δύναται να λειτουργήσει ως εμπόδιο εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά (π.χ. η πρακτική του click-away) και εν τέλει να καταστήσει την κοινωνική συνοχή περισσότερο εύθραυστη. Για τον λόγο αυτό, η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση είναι ένα πολύπλευρο εγχείρημα το οποίο απαιτεί παρεμβάσεις με καθαρά πολιτικό πρόσημο. Στο πλαίσιο αυτό η αποτύπωση της λογικής της έκθεσης στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτονόητη και χρήζει διαβούλευσης.

 

Αναφορικά με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι σαφές ότι η Έκθεση σε πολλά σημεία απαξιωτική, αφού ουσιαστικά αναγάγει το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων σε κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Η Έκθεση παρότι αναγνωρίζει το γεγονός ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν την πλειονότητα της επιχειρηματικότητας (και σε κάποιες περιπτώσεις θα είναι και δορυφόροι ποιότητας) δεν τις τοποθετεί με ένα καθαρό τρόπο εντός του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας. Αναφέρεται απλά, «η διασύνδεση τους με αλυσίδες αξίας και με τις μεγάλες επιχειρήσεις». Όμως αυτή η διασύνδεση είναι μια κρίσιμη παράμετρος της αναπτυξιακής λογικής και δεν εξειδικεύεται στο κείμενο της Έκθεσης. Μια συνεκτική πολιτική συμπράξεων, δικτυώσεων (networking) και συνεργειών (clustering) η οποία μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τους ευρωπαϊκούς πόρους μπορεί να αναβαθμίσει τις συστάδες των μικρών επιχειρήσεων συμβάλλοντας παράλληλα στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, στη μείωση του κόστους και στη συγκράτηση των τελικών τιμών. Μια τέτοια συμπεριληπτική μεγέθυνση των μικρών επιχειρήσεων εκτιμάται ότι θα συνδυαστεί με μια αύξηση της παραγωγικότητας κάτι που βλέπουμε στη γειτονική μας Ιταλία.