To εύθραυστο 2022 αποτέλεσε ένα ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των πολλαπλών κρίσεων που βιώνει η ελληνική οικονομία την τελευταία (περίπου) 15ετία. H ελληνική οικονομία επέδειξε αυξημένη ανθεκτικότητα απορροφώντας τις σημαντικές διαταραχές του ιδιαίτερα αυξημένου ενεργειακού κόστους από τον Ουκρανικό πόλεμο. Σημαντικός παράγοντας της ανθεκτικότητας αυτής είναι τα αυξημένα τουριστικά έσοδα που εκτιμάται ότι θα προσεγγίσουν τα αντίστοιχα του 2019 (18.2 δισ. ευρώ) το οποίο ήταν τουριστικό έτος-ρεκόρ.
Σε επίπεδο προϋπολογισμού, η αύξηση των φορολογικών εσόδων, λόγω και του πληθωρισμού, προσφέρει τον αναγκαίο χώρο για τις αυξημένες δαπάνες αντιμετώπισης του ενεργειακού κόστους. Βέβαια, ο χώρος της ανθεκτικότητας αυτής δεν είναι απεριόριστος για μια σειρά από λόγους.
Ειδικότερα, η επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η όξυνση της πορείας του ιδιωτικού χρέους και ο πληθωρισμός (9.1% για τον Οκτώβριο) ενδέχεται να αποτελέσουν τους καταλύτες συμπίεσης της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας για το 2023. Μάλιστα, η αύξηση του επιπέδου τιμών σε σημαντικές κατηγορίες της καταναλωτικής δαπάνης, όπως η διατροφή (14.8%), η στέγαση (11.2%) και οι μεταφορές (13.8%) αρκετά πάνω από τον μέσο όρο του πληθωρισμού μεταφράζεται σε συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών η οποία ενδέχεται να μεταφραστεί και σε πτώση της πραγματικής καταναλωτικής δαπάνης. Άλλωστε, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για το 2021 δεν έχει φθάσει ακόμα τα επίπεδα του 2019 (1.478,22 ευρώ το 2019 και 1.419,79 ευρώ το 2021).
Έτσι, η ευθεία (αρνητική) επίδραση του πληθωρισμού στα σταθερά εισοδήματα (τους μισθούς, τις συντάξεις αλλά και επιχειρηματικά εισοδήματα που δεν προσαρμόζονται στις αυξημένες τιμές) ενδέχεται να μεταφραστεί σε αυξημένες ανισότητες μεταξύ νοικοκυριών, επιχειρήσεων αλλά και γεωγραφικών περιοχών. Άλλωστε, η πανδημία φαίνεται πως επιτάχυνε την ανισότητα.
Ειδικότερα, ο συντελεστής Gini εκτιμήθηκε από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. το 2021 σε 32.4% σημειώνοντας αύξηση κατά μια ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το 2020. Παρόμοια, ο δείκτης φτώχειας για το 2021 ανέρχεται στο 28.3% του πληθυσμού της χώρας παρουσιάζοντας αύξηση 0.9 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2020.
Τα παραπάνω δεδομένα αναφορικά με την κατανάλωση, την ανισότητα και τη φτώχεια αποτυπώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης στις κοινωνικές διαστάσεις της οικονομικής δραστηριότητας.
Αναμφίβολα, η μακροοικονομική σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας αλλά και η ανθεκτικότητα της στις πολλαπλές κρίσεις θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση της διαμόρφωσης ενός παραγωγικού υποδείγματος συμπεριληπτικής και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Όπως συχνά έχει επισημανθεί, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά της νέας προγραμματικής περιόδου ΕΣΠΑ 2021-2027, μπορούν να χρηματοδοτήσουν τη διαμόρφωση αυτή.
Για παράδειγμα, στο επίπεδο της επιχειρηματικότητας, είναι απαραίτητη η άμβλυνση των ανισοτήτων μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που οξύνθηκαν κατά τη διττή κρίση πανδημίας και ενέργειας.
Η οικονομική ιστορία μας διδάσκει ότι κάθε μεγάλη κρίση επιταχύνει τους μετασχηματισμούς που επωάζονται στη διεθνή οικονομία. Η κρίση της πανδημίας επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό ενώ η κρίση της ενέργειας επιταχύνει τον πράσινο μετασχηματισμό.
Οι συγκεκριμένοι μετασχηματισμοί δημιουργούν προβλήματα προσαρμογής, ειδικά στις micro επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ανάγκη πρόσβασης σε πόρους. Όμως και τα δυο προγράμματα (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας & ΕΣΠΑ 2021-2027) είτε υποχρηματοδοτούν, είτε σχεδόν αποκλείουν τις micro επιχειρήσεις, στοιχείο που κινείται αντίθετα από τη λογική της συμπεριληπτικότητας.
Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, μια ανοιχτή, ειλικρινής και γενναία συζήτηση για την κατεύθυνση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας μοιάζει περισσότερο απαραίτητη από ποτέ.