Mε τη χώρα να εισέρχεται σταδιακά σε προεκλογική περίοδο, το μεγάλο ζητούμενο είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και του θετικού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, κάτι που μόνο εύκολο δεν είναι αν λάβει κανείς υπόψη του το ευμετάβλητο διεθνές γεωπολιτικό, ενεργειακό και οικονομικό περιβάλλον.

Εάν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και τις εξελίξεις στην εγχώρια πολιτική σκηνή, με τις εκλογές να πλησιάζουν – ακόμα και τον Μάιο του 2023 να γίνουν, οι επιρροές είναι ισχυρές – τότε, δεδομένου και του ενδεχόμενου κινδύνου πολιτικής αστάθειας, καταλαβαίνει ότι η ελληνική οικονομία ετοιμάζεται να βιώσει σημαντικές προκλήσεις, για μια ακόμα φορά. Το θετικό στοιχείο ωστόσο είναι ότι η τελευταία παρουσιάζει -τουλάχιστον μέχρι σήμερα – αντοχή, ενώ η ύπαρξη και του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως ανάχωμα στους επερχόμενους κλυδωνισμούς.

Αναμφισβήτητα το σημαντικότερο γεγονός των προηγούμενων ημερών ήταν η έξοδος της χώρας στις 20 Αυγούστου από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας, η οποία σηματοδοτεί την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή κανονικότητα και, μαζί με την πρόωρη εξόφληση των δανείων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, φαίνεται να κλείνουν ένα δύσκολο κεφάλαιο για την Ελλάδα. Ωστόσο, η κατάσταση παραμένει κρίσιμη, δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή οικονομία περιβάλλεται πλέον από αυξημένους, νέους κινδύνους, κυρίως γεωπολιτικούς, που οδηγούν σε σημαντική επιβάρυνση των οικογενειακών και εθνικών προϋπολογισμών, εξαιτίας της διαρκούς αναθεώρησης – επί το δυσμενέστερο – του πληθωρισμού. Παρά τις δυσκολίες και τις αβεβαιότητες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε ωστόσο τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022, από 3,5% στο 4,0%, διευρύνοντας την απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που προβλέπεται, σχεδόν αμετάβλητος, στο 2,6%. Έτσι, με βάση τα σημερινά δεδομένα και με την προϋπόθεση να μην προκύψει κάποιο απρόβλεπτο γεγονός τόσο διεθνώς (π.χ. επέκταση του πολέμου στην Ουκρανία, επισιτιστική ή ενεργειακή κρίση), όσο και στο εσωτερικό της χώρας (π.χ. παρατεταμένη ακυβερνησία λόγω εκλογών), τότε και το 2023, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είναι ωστόσο κάτι παραπάνω από εμφανές ότι οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά λεπτές και όλα κρέμονται από μια κλωστή.

Όσον αφορά στην έξοδο της Ελλάδας από την Ενισχυμένη Εποπτεία, το σχετικό, αναλυτικό ρεπορτάζ της Handelsblatt πριν μερικές ημέρες, δίνει όλη την εικόνα μέσα σε λίγες γραμμές, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι με τη λήξη των αυστηρών δημοσιονομικών ελέγχων (Ενισχυμένη Εποπτεία) η ελληνική κυβέρνηση θα έχει περισσότερα περιθώρια ελιγμών, αφού πλέον η οικονομική και η δημοσιονομική πολιτική δεν θα γίνεται στις Βρυξέλλες αλλά στην Αθήνα, στο πλαίσιο των προαπαιτούμενων σταθερότητας εντός της Ε.Ε. Η εφημερίδα ανέφερε ότι κανείς πλέον δεν μιλά για Grexit, ωστόσο οι συνέπειες της κρίσης δεν έχουν παρέλθει, κάνοντας μια αναλυτική ανασκόπηση των χρόνων της ενισχυμένης εποπτείας και της σημασίας της.

Στην πράξη η εποπτεία αυτή σήμαινε τακτικούς, τριμηνιαίους ελέγχους της οικονομικής κατάστασης της χώρας και της ατζέντας μεταρρυθμίσεων. «Από την άποψη της Κομισιόν η διαδικασία πέτυχε. Τώρα επαινεί το αποτέλεσμα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών της Ελλάδας, η ανθεκτικότητα της οικονομίας έχει βελτιωθεί σημαντικά και ο κίνδυνος που θέτει η χώρα για την ευρωζώνη έχει μειωθεί σημαντικά», αναφέρει μεταξύ άλλων το ρεπορτάζ.

Σύμφωνα με την Handelsblatt, τη μεγαλύτερη βελτίωση επιδεικνύει η Ελλάδα στην εξυγίανση του προϋπολογισμού – ακόμα κι αν η πανδημία και η ενεργειακή κρίση έχουν πάει τη χώρα πίσω δημοσιονομικά, όπως σχεδόν όλες τις χώρες της Ε.Ε. Όπως αναφέρει, φέτος ο πρωτογενής ισολογισμός του προϋπολογισμού, που δεν περιλαμβάνει δάνεια και τόκους, θα κλείσει με μείον 2% του ΑΕΠ.

Και συνεχίζει: «Του χρόνου, η Ελλάδα θέλει να επιστρέψει στον δρόμο της δημοσιονομικής αρετής με πλεόνασμα 1%. Ακόμα κι αν η χώρα διαθέτει τον υψηλότερο δείκτη χρέους στην Ε.Ε., ο κίνδυνος να ξαναπέσει στη δίνη του χρέους θεωρείται χαμηλός.

Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, του μεγαλύτερου πιστωτή της Ελλάδας, θεωρεί το χρέος βιώσιμο, ακόμη και αν αυξηθούν τα βασικά επιτόκια.

Ο λόγος έγκειται στη δομή του χρέους: τα τρία τέταρτα του χρέους είναι έναντι δημόσιων πιστωτών όπως ο ESM». Και οι διεθνείς οίκοι έχουν επιβραβεύσει την Ελλάδα με συνεχείς αναβαθμίσεις, σημειώνει το ρεπορτάζ.

«Ωστόσο, η ολοκλήρωση της ενισχυμένης επιτήρησης δεν σημαίνει και το τέλος των ελέγχων. Η εποπτεία θα συνεχιστεί έως ότου αποπληρωθούν τα τρία τέταρτα των δανείων βοήθειας που χορηγήθηκαν. Βάσει του ισχύοντος σχεδίου, αυτό δεν θα συμβεί ως το 2059» αναφέρει κλείνοντας το ρεπορτάζ η γερμανική εφημερίδα.

Τουρισμός, ανάπτυξη και έμμεσοι φόροι αυξάνουν τα δημόσια έσοδα
Τι δείχνουν όμως τα στοιχεία του προϋπολογισμού; Σύμφωνα με αυτά, υπήρξε «καθαρή» υπέρβαση των τακτικών φορολογικών εσόδων για το 7μηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου περίπου 3,2 δισ. ευρώ, εάν συμπεριλάβει κανείς την πρόωρη, εφάπαξ αποπληρωμή επιστρεπτέας προκαταβολής ύψους 897 εκατ. ευρώ μέσα στον Ιούλιο.

Η συνολική υπέρβαση των 5,17 δισ. που ανακοίνωσε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για το επτάμηνο περιλαμβάνει την αποπληρωμή τελών κυκλοφορίας ύψους 300 εκατ. ευρώ – τα οποία αθροίζονται στα έσοδα του 2021- , επιπλέον έσοδα περίπου 250 – 300 εκατ. ευρώ από φόρους εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ που είχαν ρυθμιστεί με την πάγια ρύθμιση των 24 – 48 δόσεων και “προ- είσπραξη” ΕΝΦΙΑ 1,1 δισ. ευρώ από τα συνολικά 2,24 δισ. που βεβαιώθηκαν για φέτος. Το 50% του ΕΝΦΙΑ που έχει συγκεντρωθεί στα δημόσια ταμεία μπορούσε να πληρωθεί σε 10 δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου του 2023.

Ο προϋπολογισμός του περασμένου Δεκεμβρίου προέβλεπε ότι ο βασικός φόρος για τα ακίνητα θα ξεκινούσε να αποπληρώνεται από τον Σεπτέμβριο, όπως και τις προηγούμενες χρονιές. Συνεπώς, τόσο με βάση τον προϋπολογισμό, όσο και με βάση την απόφαση για τις 10 δόσεις, μπορεί να τεκμηριωθεί η «προείσπραξη» των εσόδων του φόρου.

Από τα 1,1 δισ. ευρώ που έχει εισπράξει ήδη το Υπουργείο Οικονομικών μέχρι και το τέλος Ιουλίου, τα 600 εκατ. ευρώ, αποτελούν εφάπαξ εξόφληση του φόρου μετά τη μείωση που εφαρμόζεται από φέτος.

Πηγές του Υπουργείου Οικονομικών μιλώντας στο Finance Pro ανέφεραν ότι είναι εφικτό μέχρι το τέλος του χρόνου να δημιουργηθεί με τους σημερινούς ρυθμούς ένα αποθεματικό 4 δισ. ευρώ, το οποίο θα προκύψει από τρεις διαφορετικές πηγές.

Η πρώτη φυσικά είναι ο τουρισμός. Σύμφωνα με δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, μέχρι και το τέλος Ιουλίου, ο τουρισμός είχε φτάσει στο 88% του τζίρου του 2019, δηλαδή τα 16 δισ. ευρώ, όταν οι εκτιμήσεις του Υπουργείου στην αρχή της χρονιάς μιλούσαν για ανάκτηση του 80% του τζίρου του 2019, προ πανδημίας δηλαδή, με τον αναμενόμενο τζίρο να φθάνει τα 15 δισ. ευρώ.

Σήμερα, οι εκτιμήσεις τόσο του Υπουργείου, όσο και των επαγγελματιών του τουριστικού κλάδου μιλούν για τζίρο που θα φθάσει τα 20 δισ. ευρώ, 5 δισ. ευρώ περισσότερα από τις προβλέψεις, κάτι που σημαίνει επιπλέον φορολογικά έσοδα 1- 1,2 δισ. ευρώ για τα δημόσια ταμεία.

Δεύτερη πηγή αύξησης των εσόδων αναμένεται να είναι το πέρασμα της οικονομίας από την ανάκαμψη στην ανάπτυξη, κάτι που μοιάζει εφικτό αφού παρά την ενεργειακή κρίση και την αύξηση του κόστους χρήματος, εξαγωγές και επενδύσεις τρέχουν με διψήφιους ρυθμούς αύξησης.

Μαζί με τον τουρισμό, θα αυξήσουν την ανάπτυξη πολύ πάνω από το 3,1% που είναι η επίσημη πρόβλεψη του ΥΠΟΙΚ. Με βάση τα στοιχεία αυτά, δεν θεωρείται καθόλου απίθανο η χώρα μας να αναπτυχθεί με 4% ή και περισσότερο για το 2022.

Τέλος, η τρίτη πηγή αύξησης των εσόδων αναμένεται να είναι η είσπραξη των έμμεσων φόρων, η οποία αυξάνεται γραμμικά όσο ο πληθωρισμός διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.

Το πρώτο 6μηνο του 2022, η αύξηση των εισπράξεων του ΦΠΑ έφτασε κοντά στο 1 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει πως ακόμα και αν υπολογιστεί η απώλεια των 150 εκατ. ευρώ από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης λόγω της μείωσης της κατανάλωσης, η υπέρβαση είναι πάνω από τα 800 εκατ. ευρώ.

Και είναι απόλυτα ξεκάθαρο πως όσο πληθωρισμός και κυρίως οι τιμές δεν υποχωρούν μέχρι και το τέλος του χρόνου, τα έσοδα από ΦΠΑ θα συνεχίσουν να έχουν ανοδική πορεία και τους επόμενους μήνες. Με όλα αυτά τα δεδομένα, θεωρείται ότι η χρονιά μπορεί να κλείσει με μια συνολική υπέρβαση εσόδων που θα φτάνει τα 4 δισ. ευρώ.

Πληθωρισμός: Τι προβλέπουν Eurostat, ΕΛΣΤΑΤ, ΤτΕ
Η πορεία του πληθωρισμού ωστόσο αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα από τον οποίο θα επηρεαστούν οι οικονομικές εξελίξεις και πρωτοβουλίες της κυβέρνησης τους επόμενους μήνες.

Σύμφωνα με τα προκαταρτικά στοιχεία την Eurostat, o πληθωρισμός στην Ελλάδα ανήλθε τον Αύγουστο στο 11,1% , ενώ σε ό,τι αφορά την ευρωζώνη, ο μέσος πληθωρισμός εκτιμάται 9,1% τον Αύγουστο από 8,9% τον Ιούλιο, σημειώνοντας νέο ρεκόρ.

Εξετάζοντας τις κύριες συνιστώσες του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, η ενέργεια αναμένεται να έχει τον υψηλότερο ετήσιο ρυθμό τον Αύγουστο (38,3%, έναντι 39,6% τον Ιούλιο) και ακολουθούν τα τρόφιμα, το αλκοόλ και ο καπνός (10,6%, έναντι 9,8% τον Ιούλιο), τα ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (5,0%, έναντι 4,5% τον Ιούλιο) και υπηρεσίες (3,8%, έναντι 3,7% τον Ιούλιο).

Εστιάζοντας στη χώρα μας, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 11,6% τον Ιούλιο, «κατεβάζοντας ταχύτητα» από το 12,1% του Ιουνίου, ενώ σύμφωνα με τη Eurostat (εναρμονισμένος δείκτης) είχε φτάσει στο 11,3% τον ίδιο μήνα, επιβραδύνοντας ελαφρώς από το 11,6% του Ιουνίου. Με βάση τις καλοκαιρινές προβλέψεις για την Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το 2022 ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 8,9%, από 6,3% που προέβλεπε την άνοιξη, για να αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά το 2023 και να φτάσει στο 3,5% το επόμενο έτος, έναντι πρόβλεψης για 1,9% τον Μάιο.

Εκτός από τη διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού, η εξασθένηση της δυναμικής στη δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδίως λόγω της ασθενέστερης ανάκαμψης, αναμένεται να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στις δαπάνες των νοικοκυριών τα επόμενα τρίμηνα, όπως αναφέρεται από την Ε.Ε. Τέλος, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, αναμένεται να διαμορφωθεί σε 7,6% το 2022, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής, ενώ θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024.

Ο πυρήνας του πληθωρισμού θα είναι και αυτός υψηλός το 2022 και, παρότι θα αποκλιμακωθεί το 2023 και το 2024, θα παραμείνει σχετικά υψηλός, υπερβαίνοντας μάλιστα τον γενικό δείκτη, λόγω της σταδιακής ενσωμάτωσης των έντονων πληθωριστικών πιέσεων του 2022 στον πυρήνα.

Ταμείο Ανάκαμψης: Επενδυτικά σχέδια ύψους 3,93 δισ. ευρώ στο δανειακό σκέλος του
Στην εξίσωση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τους προσεχείς μήνες θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και την δυναμική του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία εντείνεται διαρκώς. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που ανακοίνωσε ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, ο οποίος είναι και ο καθ΄ ύλην αρμόδιος για την υλοποίηση του προγράμματος, ο συνολικός προϋπολογισμός των επενδυτικών σχεδίων που έχουν υποβληθεί μέχρι σήμερα στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» ανέρχεται στα 3,93 δισ. ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου, έχουν κατατεθεί 107 επενδυτικά σχέδια, προς το παρόν, από ενδιαφερόμενους επενδυτές. Ο συνολικός προϋπολογισμός των προτάσεων αυτών ανέρχεται σε 3,93 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,68 δισ. ευρώ είναι δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, 933 εκατ. ευρώ είναι ίδια κεφάλαια των επενδυτών και 1,32 δισ. ευρώ κεφάλαια των τραπεζών.

Οι παραπάνω επενδύσεις εμπίπτουν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, όπως είναι οι υπηρεσίες, οι μεταφορές, ο τουρισμός, η μεταποίηση, η ενέργεια, το εμπόριο και οι κατασκευές.

Ήδη, έχουν συμβασιοποιηθεί 13 επενδυτικά σχέδια, με το συνολικό ύψος επένδυσης να διαμορφώνεται σε 1,02 δισ. ευρώ (455,34 εκατ. ευρώ είναι πόροι-δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης).

Αξιοσημείωτο είναι πως το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυτών των δανειακών συμβάσεων ανέρχεται σε 0,77%, με τη μέση διάρκεια αποπληρωμής τους να φτάνει στα 11 χρόνια περίπου. «Τα περισσότερα δάνεια είναι με επιτόκιο αναφοράς» σχολίασε, χαρακτηριστικά, ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, εξηγώντας πως στην πράξη αυτό σημαίνει ότι πολλοί επενδυτές δεν αιτούνται κρατική ενίσχυση.

Μιλώντας στην Πάτρα, σε ειδική εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος για το Ταμείο Ανάκαμψης, υπογράμμισε πως είναι κρίσιμο οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που έχουν ή μπορούν να αποκτήσουν τραπεζικό προφίλ, να αξιοποιήσουν το «Ελλάδα 2.0», στο οποίο προβλέπεται δυνατότητα δανειοδότησης με ευνοϊκό επιτόκιο, καθώς «μπαίνουμε σε μία περίοδο ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων, η οποία θα κρατήσει τουλάχιστον 1,5-2 χρόνια μέχρι να τιθασευτεί ο πληθωρισμός στην Ευρώπη και στην Αμερική», όπως είπε.

Επιπρόσθετα, οκτώ επενδυτικά σχέδια, συνολικού προϋπολογισμού 74,39 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 34,94 εκατ. ευρώ είναι πόροι-δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, συμβασιοποιούνται άμεσα. Για το σκέλος των επιδοτήσεων, όπου ο προϋπολογισμός των έργων που έχουν ενταχθεί στο «Ελλάδα 2.0» υπερβαίνει τα 11 δισ. ευρώ, με τις εντάξεις των έργων να αυξάνονται με γρήγορους ρυθμούς, ο Θ. Σκυλακάκης σημείωσε πως μία σειρά από δράσεις ενεργοποιούνται, προσεχώς, όπως είναι το «Εξοικονομώ για επιχειρήσεις», η «Έξυπνη μεταποίηση», τα «Βιομηχανικά πάρκα» κ.ά.

Ακόμη, τόνισε πως μέσα στον Σεπτέμβριο θα κατατεθεί από την ελληνική κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το δεύτερο αίτημα πληρωμής από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς η χώρα μας βαίνει προς την επιτυχή ολοκλήρωση των απαιτούμενων οροσήμων (25 για το σκέλος των επιδοτήσεων). Υπενθυμίζεται πως η Ελλάδα ήταν η τρίτη χώρα (μετά την Ισπανία και την Γαλλία) που κατέθεσε (29.12.2021) στην Κομισιόν το πρώτο αίτημα πληρωμής, τηρώντας το προβλεπόμενο -στις Επιχειρησιακές Ρυθμίσεις- χρονοδιάγραμμα.

Η εκταμίευση της πρώτης πληρωμής, ύψους 3,6 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0», έγινε 08.04.2022, μετά από την εκπλήρωση των 15 απαιτούμενων οροσήμων. Τέλος, αναφερόμενος στην αξία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ο Θ. Σκυλακάκης επισήμανε:

«Πρέπει να το αξιοποιήσουμε με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα και σοβαρότητα, καθώς μπορεί να μας κρατήσει σε θετική πορεία σε όλη τη διάρκεια της πιθανής ύφεσης που θα έχει η Ευρώπη λόγω των τιμών του φυσικού αερίου -και ενδεχομένως ολόκληρη η Δύση.

Πρέπει να το διαφυλάξουμε, ως κόρη οφθαλμού, εκτός κομματικών ανταγωνισμών και πολιτικών επιρροών.

Είναι πολύτιμο!».