H παρουσίαση και η ψήφιση στη Βουλή του νέου νόμου -πλέον- του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο «Ενίσχυση του εισοδήματος των μισθωτών, των νέων, της οικογένειας και της εργασίας – συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις», αλλά και η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα από τον ιαπωνικό οίκο Rating and Investment Information (R&I), την Scope Ratings και τον οίκο DBRS ήταν αναμφισβήτητα τα σημαντικότερα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων στην οικονομία της χώρας.

Ο ιαπωνικός οίκος Rating and Investment Information (R&I) «ανοίγει τον δρόμο»…
Πιο αναλυτικά: Ο ιαπωνικός οίκος Rating and Investment Information (R&I) αναβάθμισε, στις 31 Ιουλίου, το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, BBB- με σταθερές προοπτικές (από ΒΒ+ με σταθερή προοπτική προηγουμένως). Στην έκθεση αξιολόγησης που δόθηκε στη δημοσιότητα, επισημαίνονται έξι θετικές εξελίξεις που οδήγησαν στην αναβάθμιση, και συγκεκριμένα:

1. Η νίκη του κυβερνώντος κόμματος με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στις εκλογές του Ιουνίου, «αποτέλεσμα που διασφαλίζει τη συνέχιση των πολιτικών με στόχο την αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική εξυγίανση, και αυξάνει τις προσδοκίες για ενίσχυση της ανάπτυξης, με κινητήρια δύναμη τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις, καθώς και για συνεχή βελτίωση του λόγου του δημόσιου χρέους», όπως εκτιμά ο ιαπωνικός οίκος.

2. Η ισχυρή ανάπτυξη (5,9%) της ελληνικής οικονομίας το 2022, πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και οι προβλέψεις της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 2,3% και 2,4% αντίστοιχα, το 2023.

3. Η πρόοδος στη διάθεση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) με τη χρήση τιτλοποιήσεων, που οδήγησαν τον δείκτη NPE των τραπεζών σε μονοψήφια επίπεδα.

4. Η βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου μετά το μεγάλο έλλειμμα που καταγράφηκε λόγω της πανδημίας Covid-19. Το 2022 καταγράφηκε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, παρά τις επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά για την αντιμετώπιση της αύξησης του πληθωρισμού και των τιμών της ενέργειας. Η κυβέρνηση, για το 2023, προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ (και μειωμένο δημοσιονομικό έλλειμμα 1,8% του ΑΕΠ), ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ακόμη μεγαλύτερο πλεόνασμα. «Υπό τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ο οποίος εξασφάλισε τη δεύτερη θητεία του, η κυβέρνηση αναμένεται να διατηρήσει την πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική της. Ο οίκος πιστεύει ότι η αύξηση των κρατικών δαπανών θα ελεγχθεί και ότι το πρωτογενές ισοζύγιο θα παραμείνει σε θετικό πρόσημο από το 2024 και μετά», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην έκθεση.

5. Η μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, στο 171,3% του ΑΕΠ το 2022, ενώ ήταν πάνω από 200% το 2020. Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους για το 2023 θα διαμορφωθεί στο 162,6%. Ο λόγος του δημόσιου χρέους πιθανότατα θα ακολουθήσει σταθερή πτωτική πορεία, υποστηριζόμενος από το πρωτογενές πλεόνασμα.

6. Η διεκδίκηση πρόσθετης χρηματοδότησης από το REPowerEU Plan, επιπλέον των κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε., με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, η αγορά εργασίας και η δημόσια διοίκηση.

Η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο για τα επενδυτικά κεφάλαια της Ιαπωνίας (και συνολικά της ασιατικής αγοράς) προς την ελληνική οικονομία. Παρά το γεγονός ότι η R&I δεν περιλαμβάνεται στους οίκους που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών θεωρεί ότι η αναβάθμιση αυτή αποτελεί προάγγελο των αναβαθμίσεων που αναμένονται το επόμενο διάστημα και από τους λοιπούς, αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οίκους αξιολόγησης. Γεγονός που θα σημάνει χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, μεγαλύτερες επενδύσεις στη χώρα, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας.

Αναβάθμιση και από τη Scope Ratings
Την επενδυτική βαθμίδα έδωσε στην Ελλάδα και η Scope Ratings, οίκος αξιολόγησης ωστόσο που επίσης δεν αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Scope Ratings αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε «ΒΒΒ-», διατηρώντας σταθερό outlook, με αιτιολογικό την ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, την ευνοϊκή τροχιά του δημόσιου χρέους και τις μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, το υψηλό δημόσιο χρέος, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι πολιτικής και η αστάθεια του τραπεζικού συστήματος αποτελούν προκλήσεις. Στη σχετική της έκθεση, η Scope Ratings αναφέρει ότι η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας «BBB-» αντανακλά τους ακόλουθους παράγοντες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας:

1. Διατήρηση της ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης για την Ελλάδα, αντανακλώντας τις αλλαγές μετά την κρίση του Covid-19 για τη στήριξη των ευάλωτων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, μέσω παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό αντανακλά, από το 2020, καινοτομίες στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και χαλάρωση των απαιτήσεων πλαισίου εξασφαλίσεων που έχουν διασφαλίσει την καταλληλότητα για τίτλους ελληνικών κρατικών ομολόγων, παρά τις αξιολογήσεις μη επενδυτικού βαθμού του δανειολήπτη. Τα μέτρα της κεντρικής τράπεζας, σε συνδυασμό με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας ύψους 30,5 δισ. ευρώ (13,7% του μέσου ΑΕΠ 2021-2026) για την Ελλάδα, παράλληλα με τη δυνατότητα περαιτέρω μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης του χρέους από ευρωπαίους εταίρους, «καταδεικνύουν ένα διαρκές ευρωπαϊκό backstop πέρα από τις πρόσφατες κρίσεις, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις».

2. Σταθερή τροχιά μείωσης του δημόσιου χρέους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης πάνω από το δυναμικό, του χαμηλού μέσου κόστους επιτοκίων του επικρατούντος χαρτοφυλακίου χρέους και της επίτευξης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 160,7% έως το 2023, σημειώνοντας μείωση 46 π.μ. από την κορύφωση του 2020.

3. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν ουσιαστικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και ουσιαστικά ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, παράλληλα με τις πολιτικές που ευθυγραμμίζονται με τη χρηματοδότηση του Recovery and Resilience Facility (RRF) που κινητοποιεί τις επενδύσεις και ενισχύει την ανάκαμψη.

DBRS: Η σημαντικότερη αναβάθμιση ήρθε από τον Καναδά
Η σημαντικότερη ωστόσο αναβάθμιση ήρθε από τον καναδικό οίκο αξιολόγησης DBRS, ο οποίος έδωσε στη χώρα μας την επενδυτική βαθμίδα, αναβαθμίζοντας σε ΒΒΒ (low) το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας με σταθερές προοπτικές, από ΒΒ (high) με σταθερές προοπτικές. Και είναι η σημαντικότερη επειδή προέχεται από τον πρώτο από τους 4 αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους, ο οποίος δίνει στην Ελλάδα ξανά την επενδυτική βαθμίδα μετά από 13 χρόνια.

Στη σχετική του ανακοίνωση, ο οίκος σημειώνει ότι η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη ότι, με βάση και το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές Αρχές θα παραμείνουν δεσμευμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση.

«Τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια δεν απέτρεψαν τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος 0,1% του ΑΕΠ το 2022, ενώ για φέτος αναμένεται πλεόνασμα 1,1% και για το 2024 2,1%. Από τα υψηλά επίπεδα του 2020, το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό στο ΑΕΠ, πέρυσι κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, επωφελούμενο από τη δημοσιονομική επανόρθωση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ», αναφέρει ο καναδικός οίκος. Και καταλήγει: «Η σημαντική βελτίωση όσον αφορά στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή μίας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που ωθεί το αξιόχρεο ανοδικά».

Οι κίνδυνοι παραμένουν, «θηλιά» το υψηλό χρέος
Ωστόσο, οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι μπροστά και δεν είναι καθόλου αμελητέες: Το υψηλό δημόσιο χρέος αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια σε επανεκτιμήσεις του κρατικού κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής διάρθρωσης του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, παράλληλα με τη σταδιακή μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους, και τη συντομότερη μέση διάρκεια του νέου χρέους, αντικατοπτρίζει μια σημαντική επιπλέον πρόκληση.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κίνδυνοι πολιτικής, καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από την υπό όρους δανειοδότηση του επίσημου τομέα προς τη δανειοδότηση με βάση την αγορά, ενώ οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν. Οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες όπως το μέτριο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν επιπλέον περιορισμούς, ενώ ένας επιπλέον παράγοντας κινδύνου είναι οι ανάγκες οικονομικής στήριξης που έχουν προκύψει για τις περιοχές του Έβρου και της Θεσσαλίας μετά τις καταστροφές που υπέστησαν. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι στη Θεσσαλία παράγεται άνω του 20% του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας, για να καταλάβει τη σημασία των προκλήσεων που θα πρέπει να αντιμετωπίσει -και άμεσα- η ελληνική οικονομία.

Συνοψίζοντας, οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των διεθνών οικονομικών αναλυτών είναι ότι η Ελλάδα, μέχρι το τέλος της τρέχουσας χρονιάς, θα έχει αποκτήσει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα.

Να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θέτει ως προϋπόθεση για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τη θετική αξιολόγηση από έναν τουλάχιστον από τους οίκους S&P, Moody’s, Fitch και DBRS. Ο κύκλος των αξιολογήσεων που έχει ήδη ανοίξει, θα κλείσει τον Δεκέμβριο.

Κυβέρνηση: «Αυτά τα δεδομένα θα κρίνουν την επενδυτική βαθμίδα»
Πέρα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ωστόσο, η κυβέρνηση και το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «ξεχωρίζουν» τα 4 παρακάτω στοιχεία ως τα σημαντικότερα που θα κρίνουν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας:

1. Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται στο 2,4% φέτος, υπερδιπλάσια από αυτήν της ευρωζώνης. Το ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται ότι θα φτάσει στα 224,1 δισ. ευρώ το 2023, ενώ τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο των ευρωπαίων εταίρων μας, καλύπτοντας το χαμένο έδαφος της περασμένης δεκαετίας.

2. Τα δημόσια οικονομικά έχουν εξυγιανθεί, καθώς η χώρα πέτυχε πέρυσι πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,1% του ΑΕΠ, έναντι εκτίμησης για έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, με τις προβλέψεις για το 2023 να εμφανίζουν πλεόνασμα 1,1%, 2,1% για το 2024, 2,3% για το 2025 και 2,5% του ΑΕΠ για το 2026. Την ίδια στιγμή, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται σε καθοδική τροχιά, καθώς αναμένεται να κλείσει στο 162% του ΑΕΠ φέτος και να προσεγγίσει το 135% του ΑΕΠ το 2026, καταγράφοντας την ταχύτερη μείωση χρέους στην ευρωζώνη και στην ΕΕ.

3. Οι επενδύσεις από εγχώριους και διεθνείς επενδυτές συνεχίζουν να σπάνε ρεκόρ με +11,7% το 2022 και +13,2% το 2023, ενώ, σε συνδυασμό με τους δημόσιους πόρους που μοχλεύονται από εγχώρια και συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ χρηματοδοτικά εργαλεία, δημιουργούνται νέες δουλειές, νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες και πολυδιάστατα οφέλη για την πραγματική οικονομία.

4. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά, κατά 9,0% το 2021 και 6,5% το 2022, ενώ η ανεργία βαίνει συνεχώς μειούμενη, σε μονοψήφια ποσοστά από το 2024, μετά δηλαδή από περίπου 15 χρόνια, και ο πληθωρισμός, μετά την έκρηξη στο 9,3% το 2022 λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, αναμένεται να μειωθεί στο 2,4% το 2024 και στο 2% τα επόμενα χρόνια.

Πέρα από όλα τα παραπάνω, τις εξελίξεις αναμένεται να καθορίσουν και άλλοι παράγοντες, με πρώτο και βασικότερο το πόρισμα της Eurostat για τα στοιχεία ελλείμματος, το οποίο αναμένεται στις 23 Οκτωβρίου.

Έναν μήνα μετά θα εκδοθούν και τα πορίσματα για τη μεταπρογραμματική εποπτεία, αλλά και για τη δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική κατάσταση στη χώρα (Ευρωπαϊκό Εξάμηνο). Σύμφωνα με πληροφορίες του FinancePro, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα έχουν στα χέρια τους το πακέτο δημοσιονομικών στοιχείων (EDP – διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος) μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου.

Μέχρι τότε, η ΕΛΣΤΑΤ θα έχει στείλει στη Eurostat, με βάση την υποχρέωση που έχει, τα απολογιστικά στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος, αλλά και προβολές για φέτος, με βάση τα νέα δεδομένα, που θα λάβει από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.

Τι προβλέπει ο πρώτος νόμος για την ενίσχυση εισοδημάτων
Η δεύτερη σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων εβδομάδων της θερινής ραστώνης είναι η ψήφιση του νέου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με τίτλο: «Ενίσχυση του εισοδήματος των μισθωτών, των νέων, της οικογένειας και της εργασίας – συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις», στο οποίο η κυβέρνηση εκτιμά ότι ενσωματώνει περίπου τις μισές από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Πιο συγκεκριμένα:

1. Ο προϋπολογισμός των νέων μέτρων που ψηφίστηκαν στο πλαίσιο του νέου νόμου φτάνει στο 1,1 δισ. ετησίως και στα 4,4 δισ. σε βάθος τετραετίας. Πλησιάζει, συνεπώς, το 50% του συνολικού πλάνου της κυβέρνησης, ύψους 9,1 δισεκατομμυρίων.

2. Με το ίδιο νομοσχέδιο καθιερώνεται και η δυνατότητα των κομμάτων να ποσοτικοποιούν τα προγράμματά τους από το ανεξάρτητο Δημοσιονομικό Συμβούλιο, ζήτημα που απασχόλησε πολύ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

3. Αύξηση των αμοιβών. Το ετήσιο καθαρό όφελος για κάθε εργαζόμενο στο δημόσιο, φτάνει στα 800 ευρώ καθαρά, ενώ με το νέο αφορολόγητο, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, των κρατήσεων του Ταμείου Πρόνοιας, το καθαρό όφελος είναι πολύ υψηλότερο, αγγίζει τα 1.500 ευρώ.

4. Μόνιμα μέτρα ενίσχυσης της οικογένειας, των ευάλωτων και των νέων. Ο νέος νόμος προβλέπει την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, για 1.340.000 πολίτες. Με τη μόνιμη πλέον απαλλαγή 200.000 παλαιών δικαιούχων του ΕΚΑΣ από κάθε συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη. Παράλληλα, προβλέπει αναδρομικές αυξήσεις 7,75% σε 10.000 συνταξιούχους ειδικών κατηγοριών, την ετήσια καταβολή 150 ευρώ του «Youth Pass» σε νέους 18 και 19 ετών, καθώς και διπλασιασμό της χρηματοδότησης του Προγράμματος «Σπίτι Μου». Σύμφωνα με το Υπουργείο, έχουν εγκριθεί περισσότερες από 20.000 αιτήσεις, ενώ έχουν ήδη καταβληθεί σχεδόν 5.000 δάνεια για ισάριθμες κατοικίες που αφορούν 8.000 νέους και ζευγάρια. Τέλος, η δέσμη των μόνιμων ελαφρύνσεων ολοκληρώνεται με τη νέα έκπτωση κατά 10% στον ΕΝΦΙΑ, για τα ακίνητα που είναι ασφαλισμένα για φυσικές καταστροφές.

5. Το κράτος θα συνεχίσει να καλύπτει σχεδόν το 10% των μηνιαίων αγορών. Έτσι, επεκτείνεται το «Market Pass», ενισχύοντας σχεδόν 3.000.000 οικογένειες, με 22 έως 100 ευρώ κάθε μήνα.

7μηνο 2023: Υπέρβαση στόχου στο πρωτογενές πλεόνασμα κατά 3,55 δισ. ευρώ
Πέρα όμως από τη μεγάλη εικόνα, υπάρχουν και τα περισσότερο «καθημερινά» θέματα της οικονομίας, τα οποία δεν είναι λιγότερο σημαντικά. Έτσι, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, η ελληνική οικονομία σημείωσε υπέρβαση στόχου στο πρωτογενές πλεόνασμα κατά 3,55 δισ. ευρώ, στο 7μηνο του 2023. Τα στοιχεία δείχνουν ωστόσο υστέρηση στα καθαρά έσοδα, λόγω μη είσπραξης του τιμήματος για την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης του αυτοκινητοδρόμου της Εγνατίας Οδού και τριών κάθετων οδικών αξόνων της (1,496 δισ. ευρώ) και της δόσης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που είχε προβλεφθεί ότι θα εισπραχθεί κατά τον μήνα Ιούλιο (1,718 δισ. ευρώ). Από την άλλη πλευρά, τα φορολογικά έσοδα είναι αυξημένα κατά 2,347 δισ. ευρώ ή 7,5% έναντι του στόχου, ενώ αυξημένα κατά 193 εκατ. ευρώ ή 3,0% έναντι του στόχου εμφανίζονται τα έσοδα και τον μήνα Ιούλιο.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2023, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 1.438 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για έλλειμμα 2.320 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2023 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023 και ελλείμματος 4.585 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους 3.555 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1.830 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 1.161 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2022. Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 37.145 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 541 εκατ. ευρώ ή 1,4% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2023.