Με τη χώρα να βαδίζει ολοταχώς προς τις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου, είναι μοιραίο η συζήτηση για την ελληνική οικονομία, αλλά και οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από αυτήν να έχουν προεκλογικό χρώμα. Με το βασικό αφήγημα αυτή τη στιγμή να είναι η ανάκτηση ή όχι της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023.

Η πολυπόθητη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αποτελέσει το επισφράγισμα της θετικής πορείας της οικονομίας τα τελευταία χρόνια και θα δώσει το σήμα στους διεθνείς επενδυτές να στρέψουν εκ νέου την προσοχή τους στις επενδυτικές ευκαιρίες που παρουσιάζει η χώρα μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση του ΑΕΠ, τη μείωση του χρέους, την αύξηση των θέσεων εργασίας και τη μείωση της ανεργίας.

Paschal Donohoe, Πρόεδρος Eurogroup

Στο πλαίσιο αυτό, κομβικό σημείο των εξελίξεων των προηγούμενων ημερών ήταν η επίσκεψη στην Ελλάδα του Προέδρου του Eurogroup, Paschal Donohoe, με την ευκαιρία διοργάνωσης από το Υπουργείο Οικονομικών εκδήλωσης για τη συνοπτική επισκόπηση της πορείας και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, στην οποία ο ίδιος ήταν βασικός ομιλητής.

Στην εκδήλωση μίλησε για το θέμα αυτό τόσο ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, ο Υπουργός, Χρήστος Σταϊκούρας, ο Αναπληρωτής Υπουργός, Θόδωρος Σκυλακάκης και ο Υφυπουργός, Απόστολος Βεσυρόπουλος. Μιλώντας στην εκδήλωση αυτή, ο Πρόεδρος του Eurogroup δήλωσε πεπεισμένος ότι η Ελλάδα θα κατακτήσει σύντομα την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, επισημαίνοντας την πρόοδο που έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία τετραετία, εστιάζοντας στη σημασία της εξόδου από την ενισχυμένη εποπτεία το περασμένο καλοκαίρι:

«Τα τελευταία 2-3 χρόνια έχουν δείξει την πρόοδο που σημειώσαμε στην οικοδόμηση μιας πιο ισχυρής νομισματικής ένωσης, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον σε περιόδους κρίσης. Τον περασμένο Αύγουστο, χάρη στο έργο σας, την αποφασιστικότητά σας και τις πολιτικές σας, η Ελλάδα εξήλθε από το πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό ορόσημο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωζώνη. Ως υπουργός Οικονομικών μιας χώρας που βρέθηκε σε πρόγραμμα, αντιλαμβάνομαι πλήρως πόσο σημαντικό είναι αυτό το επίτευγμα, για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και για τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι σήκωσαν το βάρος αυτής της πρόκλησης για πολλά χρόνια. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι αυτές οι θυσίες πιάνουν τόπο τώρα. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της Ευρωζώνης που διακρίνονται για τις επιδόσεις τους, με τα τελευταία οικονομικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δείχνουν πολύ ισχυρή οικονομική προοπτική για την Ελλάδα». Μάλιστα, στο τέλος της ομιλίας του, ο Paschal Donohoe εκτίμησε πως όταν σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση, μετά τις εκλογές, «θα έχει μία πιο υγιή οικονομική προοπτική, πιο ισχυρά οικονομικά θεμέλια από οποιαδήποτε προηγούμενη κυβέρνηση εδώ και καιρό».

Χρήστος Σταϊκούρας: «Η χώρα επιστρέφει στα πρωτογενή πλεονάσματα»
Την είδηση ωστόσο από την συγκεκριμένη εκδήλωση «την έβγαλε» ο Υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο οποίος επισήμανε ότι η Ελλάδα μηδενίζει το πρωτογενές της αποτέλεσμα το 2022 και επιστρέφει στα πρωτογενή πλεονάσματα, λόγω της ισχυρής ανάπτυξης και παρά το γεγονός ότι στήριξε την κοινωνία σε όλες τις κρίσεις (πανδημίας, ενεργειακή, γεωπολιτική) «με το 3ο μεγαλύτερο πακέτο βοήθειας στην Ε.Ε.». Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών και Αρμόδιος για την προετοιμασία και τον συντονισμό της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», Θόδωρος Σκυλακάκης, τόνισε στον χαιρετισμό του ότι η χώρα πέτυχε αύξηση Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, κατά 25 δισ. ευρώ, 15 μονάδες μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ σε σχέση με το 2018, αύξηση 45% των επενδύσεων και μείωση της ανεργίας.

«Σήμερα, μετά από 13 επιτυχημένες αξιολογήσεις από τους θεσμούς και 12 αναβαθμίσεις από τους επενδυτικούς οίκους, με τη συνετή και αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθούμε, απέχουμε ένα βήμα από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που θα ανοίξει νέους ορίζοντες για τη χώρα μας, καθιστώντας την βασικό, επενδυτικό προορισμό» ανέφερε, υπογραμμίζοντας παράλληλα την πολύτιμη συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τονίζοντας ότι μπήκαν από αυτό πάνω από 11 δισ. στα ταμεία του κράτους, «τα οποία χρηματοδοτούν τεράστιες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που έχουν, ήδη, ξεκινήσει».

Ο Υφυπουργός Οικονομικών Απόστολος Βεσυρόπουλος επικεντρώθηκε από την πλευρά του, στη φορολογική πολιτική, υπογραμμίζοντας ότι σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (2015-2019) που επιβλήθηκαν 29 φόροι, «αυτή η κυβέρνηση έχει έως τώρα προχωρήσει σε περισσότερες από 50 μειώσεις φορολογικών επιβαρύνσεων». Οι μειώσεις αυτές διενεργήθηκαν σε όλες τις φορολογίες, όπως στην άμεση φορολογία, ωφελώντας τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα, στην έμμεση φορολογία με στοχευμένες παρεμβάσεις, εντός του ενωσιακού πλαισίου και ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς, στη φορολογία ακίνητης περιουσίας και γενικότερα στην περιουσία κεφαλαίου.

Τράπεζα της Ελλάδος: Ανάπτυξη 2,2% το 2023
Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν στο παραπάνω πλαίσιο οι επισημάνσεις που έκανε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης της Τράπεζας, όπου επίσης αναφέρθηκε στα πολλαπλά οφέλη που θα έχει η χώρα από την ενδεχόμενη επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα, η οποία εκτίμησε ότι είναι εφικτή εντός του 2023, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθούν τα απαραίτητα πρωτογενή πλεονάσματα, θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, καθώς και η εφαρμογή αξιόπιστων πολιτικών. Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο Γ. Στουρνάρας παρουσίασε τα βασικότερα σημεία της ετήσιας έκθεσής του για την πορεία της οικονομίας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάπτυξη εφέτος αναμένεται να διαμορφωθεί στα επίπεδα του 2,2%, σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ. Σε σύγκριση με το 2022 η επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι αναπόφευκτη, λόγω του περιβάλλοντος υψηλότερων επιτοκίων, της απόσυρσης δημοσιονομικών μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αλλά και της χαμηλότερης ανάπτυξης στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Για το 2024, η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει επιτάχυνση της ανόδου του ΑΕΠ στη ζώνη του 3%, υπό την προϋπόθεση ότι η γεωπολιτική/ενεργειακή κρίση θα αποκλιμακωθεί. Η ΤτΕ εκτιμά ότι σε αυτό θα συμβάλουν οι επενδύσεις, για τις οποίες οι προοπτικές είναι ευοίωνες, μέσω της διασφαλισμένης χρηματοδότησης από ευρωπαϊκούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ. Σε σχέση με τον πληθωρισμό στη χώρα μας, η ΤτΕ αναμένει μείωσή του κάτω από το 4,5% το 2023 από 9,3% πέρυσι και περαιτέρω αποκλιμάκωση χαμηλότερα του 3,5% το 2024.

Χρέος: Παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης
Στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος ωστόσο καταγράφονται και οι σημαντικές προκλήσεις που έχει μπροστά της η ελληνική οικονομία, δεδομένου του γεγονότος ότι εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, που την καθιστούν περισσότερο ευάλωτη σε πιθανές νέες διαταραχές σε σχέση με άλλες χώρες.

Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, η υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ορισμένα κενά στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία – έρευνα – καινοτομία) και οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Παράλληλα, το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες, όπως στους νέους και τις γυναίκες).

Σημαντικό πρόβλημα παραμένει και η αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας, καθώς ορισμένες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζομένους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα, είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης.

Το ΑΕΠ της χώρας εξακολουθεί να υπολείπεται των επιπέδων του 2008, ενώ το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης. Τέλος, η ΤτΕ προβλέπει ότι το 2023 η άνοδος της απασχόλησης, αλλά και του ΑΕΠ, θα επιβραδυνθεί σημαντικά, ενώ αξιόλογη θα είναι η επιτάχυνση της αύξησης των αποδοχών, με αποτέλεσμα στασιμότητα της παραγωγικότητας και αισθητή άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

JP Morgan: Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 162%
Σε κάθε περίπτωση, τα δύσκολα για την ελληνική οικονομία είναι μπροστά, κάτι που φρόντισε να αναδείξει και η JP Morgan, ίσως ο πιο αυστηρός «κριτής» της ελληνικής οικονομίας. Ο συγκεκριμένος οίκος αξιολόγησης προειδοποίησε για κίνδυνο αστάθειας στην αγορά έως τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών, ωστόσο εξακολουθεί να κάνει λόγο για ευκαιρίες στα ελληνικά ομόλογα, εκτιμώντας παράλληλα ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα έως τις αρχές του 2024.

Μάλιστα, προχώρησε και σε πρόβλεψη για το αποτέλεσμα των εκλογών, εκτιμώντας ότι η Νέα Δημοκρατία θα καταφέρει να σχηματίσει είτε κυβέρνηση πλειοψηφίας είτε κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις δεύτερες εκλογές και θα συνεχίσει να ακολουθεί την τρέχουσα ατζέντα πολιτικής. Στην τελευταία της έκθεση, η JP Morgan ανέφερε ότι τα ελληνικά ομόλογα σημείωσαν τις καλύτερες επιδόσεις στην περιφέρεια την τελευταία εβδομάδα, πιθανότατα λόγω των θετικών εξελίξεων με τη νέα έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.

Μετά την έκδοση του νέου 5ετούς ομολόγου, η Ελλάδα έχει καλύψει το 75% των ακαθάριστων αναγκών έκδοσης για το 2023 σε σχέση με τις προβλέψεις της JP Morgan (6 δισ. ευρώ από συνολικά 8 δισ. ευρώ που αναμένει ο οίκος συνολικά φέτος), περιορίζοντας έτσι την ανάγκη να βγει στην πρωτογενή αγορά έως ότου δημιουργηθεί μια νέα κυβέρνηση, πιθανόν έως και τα μέσα ή τα τέλη του γ’ τριμήνου.

Στις μακροοικονομικές εξελίξεις, η JP Morgan συνεχίζει να εκτιμά πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα κινηθεί στο 1% το 2023, ο πληθωρισμός στο 6%, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα διαμορφωθεί στο 1,8% ενώ ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει σημαντικά στο 162%. Τέλος, σε σχέση με τα ελληνικά ομόλογα, προβλέπει ότι η Ελλάδα θα διαπραγματεύεται σταθερά έως ελαφρώς πιο κάτω από την Ιταλία μέχρι το τέλος του 2023, δηλαδή οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα κινηθούν στα ίδια ή σε χαμηλότερα επίπεδα από τις αποδόσεις των ιταλικών. «Σε αυτή την εκτίμηση, συνηγορούν τα ισχυρά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη και η μεγάλη πιθανότητα η Ελλάδα να ανακτήσει την αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας έως τις αρχές του 2024», αναφέρει μεταξύ άλλων η έκθεση του οίκου.

Ταμείο Ανάκαμψης: Υποβλήθηκαν επενδυτικά σχέδια άνω των 12 δισ. ευρώ
Στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι σαφές ότι συνηγορεί και το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο «ξεδιπλώνεται» τους τελευταίους μήνες στο περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας με σειρά επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν, αλλά και άλλες που αναμένεται να ξεκινήσουν προσεχώς, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, μέχρι στιγμής, έχουν υποβληθεί 381 επενδυτικά σχέδια στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) «Ελλάδα 2.0», τα οποία έχουν συνολικό προϋπολογισμό 12,12 δισ. ευρώ.

Από το παραπάνω ποσό, 5,02 δισ. ευρώ, αντιστοιχούν σε δάνεια του ΤΑΑ, 4,03 δισ. ευρώ είναι τα κεφάλαια των τραπεζών και σε 3,07 δισ. ευρώ διαμορφώνεται η ίδια συμμετοχή (στοιχεία έως 31.3.2023). Πρόκειται για επενδυτικά σχέδια που αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας (βιομηχανία, λιανικό εμπόριο, ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό και υπηρεσίες). Στο ίδιο πλαίσιο, έχουν ήδη, υπογραφεί 106 δανειακές συμβάσεις, με συνολικό προϋπολογισμό 5,2 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 2,1 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 1,8 δισ. ευρώ και ίδια κεφάλαια: 1,3 δισ. ευρώ).

Για αυτές τις 106 δανειακές συμβάσεις, το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 1,8% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων σε 12 έτη. Από τα 381 επενδυτικά σχέδια, τα 230 έχουν κατατεθεί από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) και έχουν συνολικό προϋπολογισμό 2,73 δισ. ευρώ. Το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι μόνον οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που έχουν ωφεληθεί, προς το παρόν, από τις επιδοτήσεις και τις ενισχύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, προσεγγίζουν τις 100.000.

Ισχυρό πλεονέκτημα του Ταμείου Ανάκαμψης παραμένει το γεγονός ότι τα δάνειά του χορηγούνται με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους (επιτόκιο δανεισμού, σταθερό 0,35% για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και 1% για μεσαίες και μεγάλες), εν μέσω ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων και του κόστους κεφαλαίου, που καταγράφεται διεθνώς. Τέλος, αναφορικά με τις επιδοτήσεις του «Ελλάδα 2.0», η εκταμίευση των πόρων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) υπερβαίνει, ήδη, τα 3,2 δισ. ευρώ.