Στις σημερινές κοινωνίες καταγράφεται ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την εργασιακή ανασφάλεια στην καθημερινή τους ζωή. Τα παραδείγματα είναι πολλά, ο οδηγός ντελίβερι που φέρνει τα δέματά μας, ο μεροκαματιάρης ενοικιαστής ταξί ή ο οδηγός ταξί, ο φύλακας στο εμπορικό κέντρο, ο φροντιστής που φροντίζει τους ηλικιωμένους μας. Οι άνθρωποι αυτοί συγκροτούν το λεγόμενο Precariatο. Και φυσικά δίπλα σε αυτούς τους ευκαιριακά απασχολούμενους/ες, θα πρέπει να προστεθούν όλοι εκείνοι που με ιδιαίτερα υψηλά προσόντα δουλεύουν κάποιες λίγες ώρες σε πλατφόρμες, ή ως «νομάδες» για πολυεθνικές ή ακόμα στην έρευνα και τα ερευνητικά ιδρύματα.
Η αύξηση των συμβάσεων μηδενικών ωρών, ενθαρρύνθηκε αρχικά από μεγάλες πολυεθνικές ένας τύπος απασχόλησης «χωρίς κινδύνους». Η ανάθεση του κόστους και της ευθύνης σε εξωτερικούς συνεργάτες, το λεγόμενο outsourcing, το οποίο φαίνεται να επιδεινώθηκε μετά από την πανδημία του COVID-19.
Έτσι, καταγράφεται πλέον ένας αυξανόμενος αριθμό ανθρώπων σε όλο τον κόσμο που ζουν μια αφόρητη ζωή, ως αποτέλεσμα της ανασφαλούς εργασιακής τους ζωής, με το άγχος τους να επιδεινώνεται από τα εντελώς ανεπαρκή συστήματα κοινωνικής προστασίας. Όπως εκτιμάται πλέον στον λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο, τουλάχιστον το ένα τέταρτο του ενήλικου πληθυσμού ανήκει στο «πρεκαριάτο».
Η στροφή σε μη κανονικές θέσεις εργασίας, σε ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, η περιστασιακή και προσωρινή εργασία, μαζί με τη μερική απασχόληση και την ανάπτυξη των γραφείων ευρέσεως εργασίας, αποτελούν πλέον τμήμα του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Η εξάπλωση μάλιστα των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 συνδέθηκε με την όξυνση των ανισοτήτων. Έτσι, μετά από μια μακρά περίοδο «συναίνεσης» κεφαλαίου-εργασίας, την περίφημη χρυσή 30ετία του καπιταλισμού ή αλλιώς της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (κράτος πρόνοιας-πλήρης απασχόληση- κευνσιανές πολιτικές) και των μικρότερων ανισοτήτων, καταγράφεται, μετά τη Συναίνεση της Washington, μια αλλαγή παραδείγματος.
Το αίτημα της πλήρους απασχόλησης υποχωρεί στο νέο αίτημα των σταθερών τιμών. Μεταξύ ανεργίας και χαμηλού πληθωρισμού, επιλέγεται ο δεύτερος. Όλα τα παραπάνω σήμαιναν την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και σταδιακά στην αύξηση των ανισοτήτων εντός των χωρών του ανεπτυγμένου Δυτικού κόσμου. Σε βαθμό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πάλι ποτέ «προλεταριάτο» μετατρέπεται σε πρεκαριάτο. Και έτσι ενώ η νέα έννοια της flexicurity των αρχών της δεκαετίας του 1990 παρουσιάστηκε αρχικά ως μια καινοτόμα και ελκυστική ιδέα η οποία, σε συνδυασμό με τη διαρκή τεχνολογική εξέλιξη, θα συνέβαλε στην «εξέλιξη» και την πρόοδο των εργαζομένων, τελικά δεν ήταν έτσι.
«απασχολήσιμος» ήταν μια αρχή όπου αρκούσε για τον άνεργο να μαθαίνει διαρκώς νέα επαγγέλματα αλλά και νέες δεξιότητες και κάποια στιγμή θα έβρισκε δουλειά. Ωστόσο η «ζώνη της αβεβαιότητας» διευρυνόταν συνεχώς. Η διαρκώς μεταλλασσόμενη δημοσιονομική /οικονομική κρίση, η κρίση της πανδημίας του COVID-19 και η ενσκήψασα ενεργειακή κρίση εξώθησαν την επισφαλή εργασία σε βαθμό που πλέον γίνεται λόγος για τη «Μεγάλη Παραίτηση» όρος που επινοήθηκε τον Μάιο του 2021 για να περιγράψει τον αριθμό – ρεκόρ των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τις δουλειές τους μετά την έναρξη της πανδημίας. Επισφαλής εργασία ορίζεται επομένως ως «η εργασία που είναι αβέβαιη, ασταθής και ανασφαλής και στην οποία οι εργαζόμενοι/ες φέρουν οι ίδιοι τους κινδύνους της εργασίας λαμβάνοντας περιορισμένες κοινωνικές παροχές και νόμιμη προστασία». Αφορά «ένα αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού, ιδίως νέων, ακόμη και αν εργάζονται απασχολούνται όλο και περισσότερο σε θέσεις προσωρινής και χαμηλής ειδίκευσης…. με επιδείνωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών ζωής».
Επομένως η εμπειρία του lockdown, αφενός συνέβαλε στην αύξηση της επισφαλούς εργασίας αλλά αφετέρου «ώθησε» το δυτικό κόσμο να συνειδητοποιήσει την πραγματική αξία αυτών των βοηθητικών εργασιών, νοσοκόμων, φροντιστών και βασικών εργαζομένων.
Έγινε επίσης αντιληπτός ο κίνδυνος για την κοινωνική συνοχή με την αλματώδη επέκταση των ατομικών λύσεων και του ατομικισμού. Αυτό σηματοδότησε την υπονόμευση των θεσμών κοινωνικής εκπροσώπησης με εμφατικό παράδειγμα τον περιορισμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ενώ ταυτόχρονα αγνοείται κίνδυνος για τη δημοκρατία αλλά και για την οικονομική ευημερία.
Μια θα ήταν μια πιθανή απάντηση; Η επιστροφή της ασφάλειας του εισοδήματος και της ουσιαστικής εργασίας, επιστροφή των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων – αρχές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε ο καπιταλισμός του 20ου αιώνα. Θέτοντας τους φόβους και τις επιθυμίες των νέων επισφαλώς εργαζομένων στο κέντρο της οικονομικής σκέψης, φαίνεται ότι έννοιες όπως το Βασικό Εισόδημα δεν είναι απλώς επιθυμητές αλλά αναπόφευκτες στον δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον.