Η περίοδος των lockdown του κορονοϊού ενίσχυσε τις διαθέσεις αποταμίευσης των νοικοκυριών παγκόσμια. Στην Ελλάδα, η καταστροφική περίοδος των capital controls του 2015-2019 μείωσε τις τραπεζικές καταθέσεις σαν ποσοστό του ΑΕΠ από το 95% στο 70%. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων Financial Structure της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι καταθέσεις επέστρεψαν στο 100% του ΑΕΠ ξανά στα τέλη του 2020, και η Ελλάδα ανέβηκε στην 31η θέση μεταξύ 160 χωρών. Δεδομένης της αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά τα τελευταία 3 χρόνια, η ποσοστιαία αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων ήταν μεγαλύτερη από αυτή του ΑΕΠ.

Πέραν των μακροοικονομικών δεδομένων, λίγες είναι οι βάσεις που παρέχουν παγκόσμια μικροοικονομικά δεδομένα για τα ποσοστά των αποταμιευτών μεταξύ των νοικοκυριών. Εξαίρεση αποτελεί η βάση δεδομένων Global Findex της Παγκόσμιας Τράπεζας, που συλλέγει παγκόσμια στοιχεία νοικοκυριών κάθε 3 χρόνια. Πρόσφατα δημοσίευσε δεδομένα για την αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα και παγκόσμια κατά το 2021, δηλαδή την πρώτη χρονιά της πανδημίας του κορονοϊού. Σε μία πρωτότυπη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας του 2016, οι Demirgüç-Kunt, Klapper & Panos (2016) επισήμαναν μεταξύ άλλων τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης στην Ελλάδα του 2014 και ότι η κατάταξη της χώρας ως προς τις αποταμιεύσεις για την 3η ηλικία ήταν από τις χαμηλότερες παγκόσμια.

Το γράφημα 1 δείχνει ότι περίπου 45% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αποταμίευσαν κατά το 2021, με μόλις 26,5% των νοικοκυριών να αποταμιεύουν σε τράπεζες. Μόλις 16,7% των νοικοκυριών αποταμιεύουν για την 3η ηλικία. Μεταξύ 160 χωρών, η Ελλάδα του 2021 κατατάσσεται 78η ως προς το ποσοστό των νοικοκυριών που είναι σε θέση να αποταμιεύσουν χρήματα, 48η ως προς το ποσοστό που αποταμιεύει σε τράπεζες, και 69η ως προς το ποσοστό νοικοκυριών που αποταμιεύουν για την 3η ηλικία. Μεταξύ άλλων, τα δεδομένα δείχνουν ότι οι άντρες (47,1%) είναι πιο πιθανό να αποταμιεύουν από τις γυναίκες (42,9%) και είναι πιο πιθανό να εμπιστεύονται τις αποταμιεύσεις τους σε τράπεζες (30,2% έναντι 22,8%).

Γράφημα 1: Η εξέλιξη της αποταμίευσης στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία

Τα δεδομένα δείχνουν τάσεις που είναι άμεσα συναφείς στη χάραξη χρηματοοικονομικής πολιτικής. Οι αποταμιεύσεις σαν μακροοικονομικό μέγεθος αυξήθηκαν σαν ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα, με σαφή οφέλη για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Επιπλέον, διπλασιάστηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που αποταμιεύουν χρήματα κατά το 2021, σε σχέση και με το 2017 και το 2014. Παρόλο που διπλασιάστηκε και το ποσοστό των νοικοκυριών που αποταμιεύουν σε τράπεζες, υπάρχει μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών που είναι σε θέση να αποταμιεύσει, αλλά δεν αποταμιεύει σε τράπεζες. Επίσης, τα κίνητρα μακροπρόθεσμης αποταμίευσης φαίνεται να εκλείπουν, μιας και πολύ λίγα νοικοκυριά αποταμιεύουν για το απώτερο μέλλον της 3ης ηλικίας.
Στις ημέρες μας, έντονη είναι η συζήτηση αναφορικά με την υστέρηση αύξησης των αποταμιευτικών επιτοκίων έναντι των επιτοκίων δανεισμού.

Η παρατήρηση των δεδομένων κάνει σαφές ότι η παροχή σαφών κινήτρων ενθάρρυνσης της αποταμίευσης που φαίνεται να υπάρχει διαθέσιμη, αλλά δεν κατατίθεται σε τραπεζικά ιδρύματα, θα έχει μόνο ευεργετικά αποτελέσματα για την περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ελλάδα, καθώς και της ενδυνάμωση της χρηματοοικονομικής ανθεκτικότητας των ελληνικών νοικοκυριών. Επιπλέον, από την οπτική του Ελληνικού Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού, μια εθνική στρατηγική που να ενέχει τη διδασκαλία του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού από νωρίς στο σχολείο και τις νεαρές ηλικίες θα ενθαρρύνει την αποταμίευση από τη νεαρή ηλικία.


Ο Γεώργιος Α. Πάνος έχει ψηφιστεί σαν ένας από του 40 καλύτερους καθηγητές ΜΒΑ κάτω των 40 στον κόσμο από τον αμερικανικό οργανισμό Poets & Quants. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού.