Η σημαντικότερη επίπτωση στην οικονομία από την πανδημία δεν είναι η ύφεση, που επήλθε από τη διακοπή σημαντικού μέρους της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Και αυτό, διότι αντιμετωπίστηκε άμεσα από τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο -και από την ελληνική-, με πακτωλό κονδυλίων στήριξης και άλλα υποστηρικτικά μέτρα. Είναι αυτό που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες και το οποίο αφορά όλη τη διαταραχή στο σύνολο της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Η εικόνα σήμερα
Διαταραχή, η οποία συνίσταται:

  • Στην αυξημένη ζήτηση για συγκεκριμένες πρώτες ύλες και προϊόντα
  • Στη χαμηλή προσφορά σε αυτά, που δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση
  • Στις σημαντικές καθυστερήσεις στην παράδοση εμπορευμάτων και τελικά
  • Στην κατακόρυφη άνοδο των τιμών αυτών των πρώτων υλών και – κατ΄ επέκταση – των τελικών προϊόντων.

Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του προβλήματος είναι ότι αυξήσεις τιμών καταγράφονται σε όλο το φάσμα της αγοράς:

  • Μέσα σε ένα εξάμηνο, οι τιμές των βασικών οικοδομικών υλικών αυξήθηκαν από 15% έως 75%.
  • Ο δείκτης πρώτων υλών τροφίμων και ποτών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κατέγραψε μέσα στη χρονιά αύξηση άνω του 30%, ενώ αντίστοιχα είναι τα ευρήματα στο δείκτες του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών.
  • Οι ναύλοι μεταφοράς εμπορευμάτων έχουν εκτοξευθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος μεταφοράς ενός κοντέινερ από την Κίνα έχει αυξηθεί πάνω από πέντε φορές.
  • Οι ελλείψεις επεξεργαστών στην παγκόσμια αγορά οδηγούν σε άνοδο τις τιμές των αυτοκινήτων, ενώ ήδη έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή η ενίσχυση των τιμών στις οικιακές συσκευές και τα ηλεκτρονικά είδη.

Με ημερομηνία λήξης η απορρόφηση του κόστους
Πολλές επιχειρήσεις, είτε στο χονδρικό είτε στο λιανικό εμπόριο, προχώρησαν στην απορρόφηση αυτού του κόστους- όλου ή μέρους αυτού- σε μια προσπάθεια να διευκολύνουν τους πελάτες τους. Όμως, πλέον, η διατήρηση των τιμών σε αυτά τα επίπεδα καθιστά ασύμφορη και ανέφικτη την απορρόφηση, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις να φτάνουν στον τελικό καταναλωτή, μέσω της λιανικής.

Οι επιπτώσεις και οι λύσεις
Η άνοδος του πληθωρισμού, που επιφέρει όλη αυτή η κατάσταση, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Όλο αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, που οδηγεί σε περιορισμό της βιομηχανικής δραστηριότητας. Όπως συνέβη στην Κίνα, όπου ο σχετικός δείκτης υποχωρεί, ενώ και στις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, Γαλλία και Γερμανία, καταγράφεται επιβράδυνση της ανάκαμψης. Δεδομένου ότι η ομαλοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας δεν αναμένεται νωρίτερα από ενάμισι με δύο χρόνια, τη λύση στο πρόβλημα καλούνται να δώσουν και πάλι οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα. Ήδη, έχουν αρχίσει να λαμβάνονται τα πρώτα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, όπως η κάλυψη του αυξημένου κόστους στην ενέργεια, μέσω επιδομάτων.

Αρκούν, όμως, αυτά; Ασφαλώς και όχι. Εδώ έρχεται ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες -τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες- παρακολουθούν το φαινόμενο και διατηρούν το χρήμα φτηνό, στο μέτρο του εφικτού, μέσω πλήθους παρεμβάσεων.

Από την άλλη πλευρά, η κατάσταση αυτή ενισχύει ακόμα περισσότερο την ανάγκη να κάνουμε στην άκρη τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας για έλλειμμα και χρέος, ανεξάρτητα από το τι λένε κάποιες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά. Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο: Ότι, όπως σε υγειονομικό επίπεδο, έτσι και σε οικονομικό, το αποτύπωμα της πανδημίας θέλει πάνω από δύο χρόνια για να σβήσει.