Μετά από μία δραματική ύφεση της τάξεως του 9,0% το 2020, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια σημαντική ανάκαμψη “τύπου V”. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα παρουσίασε την καλύτερη επίδοση στην Ευρωζώνη σε επίπεδο 3μήνου, και τη δεύτερη καλύτερη σε επίπεδο 9μήνου, σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε, το 3ο τρίμηνο του 2021, κατά 13,4% σε ετήσια βάση, με αποτέλεσμα ο ρυθμός μεγέθυνσης για το 9μηνο να υπερβαίνει το 9,3%. Την ίδια περίοδο, ο μέσος όρος της ευρωζώνης διαμορφώθηκε πολύ χαμηλότερα, στο 3,9% το 3ο τρίμηνο και στο 5,7% το 9μηνο του 2021. Το ΑΕΠ της χώρας μας, το 3ο τρίμηνο, διαμορφώθηκε στα 46,4 δισ. ευρώ, που αποτελεί την υψηλότερη εγχώρια επίδοση, την τελευταία δεκαετία. Ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε είναι μια επαλήθευση της θεωρίας του ελατηρίου.

Και δεν είναι μόνο τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου που επαληθεύουν την εκτίμηση αυτή. Είναι και οι εκτιμήσεις των ξένων και εγχώριων οίκων και επενδυτικών τραπεζών που ανεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης για το 2021 γύρω στο 8%, αρκετά υψηλότερα από το αναθεωρημένο 6,9% της κυβέρνησης: στο 8,5% η Εθνική Τράπεζα, στο 7,8% η UBS, η Oxford Analytics και η Moody’s Analytics,στο 7,9% το ΚΕΠΕ, στο 8% το ΙΟΒΕ, στο 8,5% η Capital Economics και στο 8,6% η Scope Ratings. Είναι πλέον προφανές ότι η κρατική στήριξη των περίπου 40 δισ. ευρώ διέσωσε την παραγωγική βάση της οικονομίας, αύξησε σημαντικά τις καταθέσεις και συγκράτησε την ανεργία στο 13,9% τον Αύγουστο 2021, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο 11 ετών. Στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης συνεισέφεραν (κατά το πρώτο ενεάμηνο), οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, η δημόσια κατανάλωση, οι εξαγωγές αγαθών & υπηρεσιών και η ιδιωτική κατανάλωση με κύριο εκφραστή τον τουρισμό.

Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται έξαρση διαφόρων επιχειρηματικών συμφωνιών και επενδύσεων όπως αυτή της Digital Realty, της Pfizer, της CISCO και του ναυπηγικού ομίλου Fincantieri. Ουσιαστικά, αυτό που παρατηρείται είναι ότι τα επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν μια θέση στην ελληνική αγορά, ακριβώς γιατί βλέπουν ότι το επόμενο διάστημα προβλέπεται πολύ θετικό. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τις επιτυχημένες διαδικασίες πώλησης του 100% της ΔΕΠΑ Υποδομών στην Itaglas έναντι 733 εκατ. ευρώ, την παραχώρηση της Εγνατίας Οδού στην κοινοπραξία ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ-Egis Projects για 35 χρόνια για συνολικό όφελος 2,8 δισ. ευρώ και την εξαγορά του 49% της ΔΕΔΔΗΕ από την Macquarie έναντι 2,1 δισ. ευρώ.

Η ισχυρή ανάκαμψη δεν κινδυνεύει από την έξαρση της ακρίβειας που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα σε πολλά αγαθά, π.χ. στην ενέργεια (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, πετρέλαιο) στις μεταφορές και στις πρώτες ύλες. Μπορεί αυτή να δημιουργεί αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αλλά όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η επάνοδος του πληθωρισμού συνιστά ένα προσωρινό φαινόμενο που οφείλεται στην ταχύτερη προσαρμογή της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά σε μία μεταπανδημική κανονικότητα, και όχι μία δομική αλλαγή με μονιμότερα χαρακτηριστικά που συνδέεται με την ακολουθούμενη επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε διεθνές επίπεδο. Δηλαδή, οι πληθωριστικές πιέσεις που παρατηρούνται διεθνώς, οφείλονται σε πολλούς και διαφορετικούς συγκυριακούς παράγοντες που όλοι όμως, εμφανίστηκαν στην τρέχουσα συγκυρία, οι οποίοι, σταδιακά θα φθίνουν. Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2022 διαγράφονται ιδιαίτερα ευοίωνες.