Η ελληνική οικονομία ανέκαμψε έντονα στο δεύτερο τρίμηνο φέτος, κατά 16,2%, αύξηση πραγματικού ΑΕΠ που ήταν η πέμπτη υψηλότερη στην Ευρωζώνη, και πάνω από τον μέσο όρο της (13,8%). Στο σύνολο του πρώτου εξαμήνου του 2021 το ΑΕΠ ήταν 6,3% υψηλότερο από πέρυσι, όταν είχε υποχωρήσει κατά 7,2%, ενώ δημιουργούνται συνθήκες για ανάκαμψη στο σύνολο του έτους που θα καλύψει το μεγάλο μέρος της αμέσως προηγούμενης βαθιάς ύφεσης.
Η ισχυρή ανάκαμψη προήλθε κυρίως από την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, αναμενόμενο για διακυμάνσεις τόσο μεγάλου εύρους, καθώς η κατανάλωση αποτελεί μεγάλο μέρος του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτή η εξέλιξη, όμως, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της δημόσιας κατανάλωσης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν εξυπηρετεί την αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου που χρειάζεται η χώρα. Παρά τις πιέσεις από την κρίση, η εγχώρια καταναλωτική δαπάνη ανερχόταν στο 87% του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο, κοντά στο μέσο όρο 2017-2019 (88,6%), όταν καταγράφονταν θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης. Πλέον, η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί το σκέλος της ζήτησης στο οποίο θα ασκηθούν οι μεγαλύτερες πιέσεις από την αναμενόμενη άνοδο του πληθωρισμού. Ωστόσο, και η δημόσια κατανάλωση είναι ανάγκη να περιοριστεί σύντομα, ώστε να εξισορροπηθεί το ιδιαίτερα ελλειμματικό δημοσιονομικό ισοζύγιο.
Η υψηλή κατανάλωση έχει σημαντική επίδραση στο εξωτερικό ισοζύγιο. Η σημαντική άνοδος των συνολικών εξαγωγών, στο δεύτερο τρίμηνο (22,5%), υπεραντισταθμίστηκε από τη διεύρυνση των εισαγωγών, που κατά τα 2/3 αφορούσε αγαθά. Επίσης, οι αυξημένες εισαγωγές προϊόντων εξυπηρετούσαν την κατανάλωση περισσότερο από ό,τι τις επενδύσεις. Στη θετική πλευρά, η ανοδική δυναμική των εξαγωγών αγαθών οδηγεί σε ιστορικά μέγιστες επιδόσεις τους και ως απόλυτο επίπεδο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Έτσι, βελτιώνεται η εξωστρέφεια της οικονομίας, σε μια περίοδο στην οποία σημειώνονται εκτεταμένες ανακατατάξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες παγκοσμίως.
Εφόσον η τάση συνεχιστεί, ενισχύεται η θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας σε τομείς λιγότερο ευάλωτους στις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις της ζήτησης από ό,τι ο τουρισμός και άλλες υπηρεσίες.
Καθοριστικός παράγοντας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και το παραγωγικό υπόδειγμα που θα ακολουθήσει μεσοπρόθεσμα είναι η επενδυτική δραστηριότητα. Ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκε 13% στο β’ τρίμηνο, αλλά και οριακά το 2020, όμως το επίπεδό του ως % του ΑΕΠ παραμένει χαμηλό (11,5% στο β’ τρίμηνο) και σχεδόν το μισό εκείνου στη δεκαετία πριν την κρίση χρέους (21,8%), αναδεικνύοντας εκτεταμένο επενδυτικό κενό. Η πρόκληση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη δεδομένου πως πολύ μεγάλο τμήμα των επενδύσεων στο παρελθόν ήταν στην οικοδομή και αυτό δεν μπορεί να ισχύσει μελλοντικά στον ίδιο βαθμό.
Η κάλυψη σημαντικού μέρους του επενδυτικού κενού εναποτίθεται στο Ταμείο Ανάκαμψης. Ακόμα και αυτό, όμως, δεν επαρκεί για να καλύψει τη συσσωρευμένη επενδυτική υστέρηση και να υποστηρίξει τις παραγωγικές εξελίξεις μεσοπρόθεσμα. Χρειάζεται εκτεταμένη κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων, εγχώριων και από το εξωτερικό. Εφόσον αυτή ξεκινήσει αμέσως, μπορούν να αξιοποιηθούν παράλληλα η ρευστότητα που έχει αντλήσει το τραπεζικό σύστημα από την ΕΚΤ, το χαμηλό κόστος δανεισμού και η αυξημένη αποταμίευση εντός της πανδημίας. Κρίσιμη θα είναι η τόνωση της ελκυστικότητας της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, που σχετίζεται με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης και άλλων εθνικών στρατηγικών.
Η όσο το δυνατόν γρηγορότερη κινητοποίηση επενδυτικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με νέα άνοδο των εξαγωγών, μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην τιθάσευση των δίδυμων ελλειμμάτων, στο δημοσιονομικό και το εξωτερικό ισοζύγιο, τα οποία επανέκαμψαν το 2020 και διατηρούνται ισχυρά και φέτος. Ταυτόχρονα, θα περιοριστεί η υπερβολική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την κατανάλωση των νοικοκυριών.