Η υγειονομική κρίση έχει επηρεάσει σημαντικά την ελληνική οικονομία. Η επάνοδός της σε αναπτυξιακή τροχιά συνδέεται και με τους φορολογικούς συντελεστές καθώς η μείωσή τους θα συμβάλλει στην προσέλκυση επενδύσεων.
Το σταθερό φορολογικό πλαίσιο σε συνδυασμό με τις φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις στην εργασία θα δημιουργήσουν ευνοϊκότερες συνθήκες για το επιχειρείν στην χώρα μας. Η πανδημία ωστόσο έχει παγώσει το σχεδιασμό του οικονομικού επιτελείου για περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών μετά την περσινή μείωση του φόρου εισοδήματος των νομικών προσώπων σε 24%. Η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων είναι μια από τις βασικές παραμέτρους της οικονομικής πολιτικής που έχει αποφασίσει να εφαρμόσει το Υπουργείο Οικονομικών εφόσον φυσικά το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες. Όπως είναι γνωστό, οι φόροι εισοδήματος εταιρειών και φυσικών προσώπων επηρεάζουν άμεσα τόσο την ανάπτυξη όσο και τις επενδύσεις. Οι φόροι εισοδήματος εταιρειών επηρεάζουν τόσο τον τόπο εγκατάστασης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όσο και τις εγχώριες και άμεσες ξένες επενδύσεις. Μετά από μια δεκαετία εξαιρετικά δύσκολης υφεσιακής πορείας για την ελληνική οικονομία οι προσδοκίες για ανάπτυξη το 2020 διαψεύστηκαν λόγω της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης. Ωστόσο το 2021 έχει ξεκινήσει με θετική ψυχολογία και οι προβλέψεις, άλλες πολύ αισιόδοξες και άλλες λιγότερο, μιλούν για μια διαφορετική χρονιά στην οικονομία με θετικό πρόσημο. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή στο 20%, όταν επιτρέψουν οι συνθήκες, θα συμβάλλει, όπως εκτιμούν οι ειδικοί, στην αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίας.
Το FinancePro στην προσπάθειά του να αναδείξει το θέμα των φορολογικών συντελεστών και την επίδρασή τους στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας απευθύνθηκε στους ειδικούς επί των φορολογικών θεμάτων των εταιριών EY, Grant Thorton, Kpmg, Pwc, στους οποίους έθεσε τα εξής ερωτήματα:
- Θεωρείτε ότι είναι έτοιμη η ελληνική οικονομία για μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων και γιατί;
- Σε ποια επίπεδα πρέπει να διαμορφωθεί η φορολογία ώστε να είναι αποδοτική για το κράτος και ταυτόχρονα ευνοϊκή για την ανάπτυξη και την εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα;
Για το θέμα της φορολογίας των επιχειρήσεων τοποθετείτε στο περιοδικό μας και ο Σύμβουλος Διοίκησης του ΣΕΒ κύριος Κώστας Σφακάκης.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται τη μεσοπρόθεσμη μείωση των φορολογικών συντελεστών
Στέφανος Μήτσιος, Partner και Επικεφαλής Φορολογικού Τμήματος EY Ελλάδος
- Η ελληνική οικονομία ανέμενε για μακρύ χρονικό διάστημα την ανάπτυξη. Όπως αρχικά φαινόταν, το 2020 θα ήταν μία χρονιά ανάπτυξης για την Ελλάδα, μετά από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης και ύφεσης. Ωστόσο, η πανδημία του COVID-19 δεν επέτρεψε στην οικονομία να ανθίσει, ανακόπτοντας αυτήν τη δυναμική. Αντιθέτως, η ελληνική –όπως, άλλωστε, και η παγκόσμια– οικονομία, διανύουν μία πρωτόγνωρη περίοδο κρίσης, με αλυσιδωτές συνέπειες σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, θεωρώ πως, ναι, η ελληνική οικονομία χρειάζεται τη μεσοπρόθεσμη μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων.
Αυτή ήταν άλλωστε και η προσδοκία, μετά τη μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 24% (από 29%). Στόχος θα πρέπει να είναι να εφαρμοστεί, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, ένας φορολογικός συντελεστής που να μην ξεπερνά το 20%, ώστε να ενισχύσει την ελκυστικότητα, την εξωστρέφεια και, εν τέλει, την ανάπτυξη του ελληνικού επιχειρείν.
Αντίστοιχη βαρύτητα πρέπει, βέβαια, να δοθεί και στο ασφαλιστικό και, γενικώς, στο μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Η χώρα μας διαθέτει, εδώ και χρόνια, ένα αρκούντως καταρτισμένο ανθρώπινο κεφάλαιο, το οποίο, όμως, λόγω της υψηλής φορολογίας εισοδήματος, αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών, καταλήγει να αμείβεται με χαμηλές απολαβές. Πράγματι, το μη μισθολογικό κόστος παραμένει αρκετά υψηλό – ακόμα και με τις προσφάτως θεσμοθετηθείσες ρυθμίσεις προς ελάφρυνσή του – και, ενίοτε, δρα αποτρεπτικά για τη χορήγηση κινήτρων από την εργοδοσία.
Βέβαια, όλα αυτά, υπό τις παρούσες συνθήκες, μάλλον είναι ανέφικτα, λόγω των δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να το δούμε αυτό σε μεσοπρόθεσμη βάση.
- Ένας χαμηλός φορολογικός συντελεστής είναι, μεν, μία απαραίτητη συνθήκη για την τόνωση της ανάπτυξης και την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, αλλά όχι και αποκλειστική. Απαρέγκλιτη προϋπόθεση για να αποδώσει καρπούς η φορολογική πολιτική, είναι η πλαισίωσή της από ένα σταθερό φορολογικό σύστημα και περιβάλλον, το οποίο θα επιτρέψει την οικοδόμηση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ Πολιτείας, Φορολογικής Διοίκησης και φορολογουμένων. Σίγουρα, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση και η τάση είναι η συνεχής περαιτέρω βελτίωση.
Η χορήγηση φορολογικών κινήτρων με πραγματικό όφελος, η μείωση του διοικητικού βάρους, η χρήση εργαλείων για το «κλείδωμα» ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου για επιχειρήσεις που πραγματοποιούν νέες επενδύσεις, καθώς και η δυνατότητα συνεργασίας με τις φορολογικές αρχές πριν την υλοποίηση των επενδύσεων αυτών, αποτελούν μερικές απαραίτητες κινήσεις για τη δημιουργία ενός διαφανέστερου και φιλικότερου επενδυτικού περιβάλλοντος.
Όμως, για να αποτελέσει η χώρα έναν πραγματικά ελκυστικό προορισμό, όχι μόνο για ξένα κεφάλαια, αλλά και για εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, αναγκαία είναι και η μείωση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους, καθώς και η εν γένει βελτίωση της φορολογικής –και μη– επιβάρυνσης της εργασίας, με παράλληλη χορήγηση παροχών, μέσω, για παράδειγμα, της συμμετοχής σε εναλλακτικά προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης, όπως τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης.
Ένας φορολογικός συντελεστής στο 20% θα είναι ευεργετικός και για τις επιχειρήσεις
Βασίλης Βλάχος, Tax Partner – Attorney at Law LL.M. Tax & Outsourcing
- Προφανώς και πιστεύω ότι η Ελληνική οικονομία είναι έτοιμη για μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων για τους παρακάτω λόγους:
- Η Ελληνική οικονομία μετά από μια δεκαετία πρωτοφανούς ύφεσης είχε αρχίσει να δείχνει από το 2019 ήδη σημάδια ανάκαμψης τα οποία σε συνδυασμό με μια γενικότερη αλλαγή ψυχολογίας του Ελληνικού λαού προς το καλύτερο δηλ. ότι τα χειρότερα έχουν περάσει προχωρώντας σε δειλά βήματα για νέες επενδύσεις τόσο με Ελληνικά όσο και με ξένα κεφάλαια. Η τόνωση λοιπόν αυτού του αισθήματος ότι τα χειρότερα έχουν περάσει με την περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών θα εμπεδώσει αυτή την αίσθηση ότι η Ελληνική οικονομία είναι πλέον σε τροχιά ανάπτυξης. Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι η πανδημία που ζούμε τους τελευταίους δέκα μήνες έχει αναστρέψει αυτό το αισιόδοξο κλίμα καθώς αρκετοί κλάδοι έχουν πληγεί βιαίως αλλά η γνώμη μου είναι ότι ενδεχόμενη μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων θα έδινε ακριβώς το μήνυμα ότι η πανδημία είναι ένα παροδικό δυσμενές φαινόμενο για την Ελληνική οικονομία, το οποίο όσο σφοδρό και να είναι δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει παρά μόνο προσωρινή τροχοπέδη στην ανοδική πορεία της Ελληνικής οικονομίας. Η εξοικονόμηση των σχετικών πόρων από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών θα μπορούσε να διοχετευθεί είτε σε καινούριες προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού είτε στην ψηφιακή ανάπτυξη και βελτίωση των Ελληνικών επιχειρήσεων. Αν κάτι αποδείχθηκε περίτρανα στους μήνες της πανδημίας είναι ότι όσες επιχειρήσεις ήταν εύρωστες στο ψηφιακό επιχειρείν (ηλεκτρονικό εμπόριο, τηλέ-εργασία κλπ) η πανδημία ήταν μεταμφιεσμένη ευλογία αφού μπόρεσαν όχι μόνο να διατηρήσουν τα κεκτημένα αλλά και να αυξήσουν το πελατολόγιο τους και τον κύκλο εργασιών τους.
- Πέραν των ανωτέρω, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη «γειτονιά» που βρίσκεται η Ελλάδα υπάρχουν κράτη, όλοι γνωρίζουμε ποια είναι οπότε δεν υπάρχει λόγος να τα αναφέρω, με φορολογικούς συντελεστές γύρω στα 10% με αποτέλεσμα να έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα με τις αντίστοιχες ομοειδείς Ελληνικές επιχειρήσεις. Επίσης πιστεύω ότι στο γενικότερο πλαίσιο μείωσης φορολογικών συντελεστών θα έπρεπε να διερευνηθεί και το ενδεχόμενο μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ έτσι ώστε το Ελληνικό προϊόν (στο χώρο του τουρισμού κυρίως αλλά και στο λιανεμπόριο αφού το ηλεκτρονικό εμπόριο δεν γνωρίζει σύνορα) να είναι περισσότερο ανταγωνιστικό.
- Η γνώμη μου είναι ότι ένας φορολογικός συντελεστής στο 20% θα είναι ευεργετικός και για τις επιχειρήσεις αλλά και αποδοτικός για το κράτος. Για τις επιχειρήσεις γιατί είναι ένας εύλογος συντελεστής και επομένως δεν θα έχουν κανένα λόγο είτε να κρύβουν έσοδα είτε να φουσκώνουν έξοδα ώστε να χειραγωγήσουν τη βάση επιβολής του φόρου εισοδήματος και για το κράτος αποδοτικός γιατί θα εισπράττει τον φόρο που κάθε επιχείρηση οφείλει πραγματικά να καταβάλει σύμφωνα με τη φοροδοτική της ικανότητα και θα σταματήσει όχι μόνο η ύπαρξη καχυποψίας στη σχέση κράτους και επιχειρήσεων αλλά και η φορολογική διοίκηση θα μπορέσει να απελευθερώσει ανθρώπινους πόρους από τον ελεγκτικό μηχανισμό και να ενδυναμώσει άλλες υπηρεσίες που ενδεχομένως είναι ελλιπώς στελεχωμένες. Επίσης όταν μια εταιρεία επενδύει σε ένα άλλο κράτος ο φορολογικός συντελεστής δεν αποτελεί τον πρωταρχικό και καθοριστικό παράγοντα αλλά η ταχύτητα ολοκλήρωσης της επένδυσης.
Το μεγάλο ζητούμενο εξακολουθεί να είναι η εισφορά αλληλεγγύης
Γεωργίας Σταματέλου, Γενική Διευθύντρια και Επικεφαλής Φορολογικών και Νομικών Υπηρεσιών, KPMG
- Μετά από δέκα χρόνια κρίσης τον τελευταίο χρόνο είδαμε μειώσεις των φορολογικών συντελεστών. Ο φορολογικός συντελεστής των νομικών προσώπων μειώθηκε σε 24% από 29%, ο φορολογικός συντελεστής για τα μερίσματα μειώθηκε σε 5%, ενώ είδαμε και μικρές μειώσεις στους συντελεστές για τα εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες. Το μεγάλο ζητούμενο πιστεύω ότι εξακολουθεί να είναι η εισφορά αλληλεγγύης. Δεν είναι τυχαίο ότι γίνεται ειδική μνεία στο θέμα αυτό και στις προτεινόμενες δράσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη. Η απάλειψη της εισφοράς αλληλεγγύης είναι κρίσιμη για να μειωθεί το βάρος στην επίσημη εργασία και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών επιχειρήσεων.
Επίσης, η μείωση ή η απάλειψη της εισφοράς θα ενισχύσει σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών με ευεργετικά αποτελέσματα στην κατανάλωση. Νομίζω ότι θα παρακολουθήσουμε όλοι με προσοχή τις επιπτώσεις στα δημοσιονομικά της χώρας της προσωρινής αναστολής της εφαρμογής της εισφοράς αλληλεγγύης για το 2021 στην μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα.
- Έπειτα από τις τελευταίες αλλαγές στον φορολογικό νόμο και με την επιφύλαξη της ανάγκης της διόρθωσης των φορολογικών συντελεστών για την μισθωτή εργασία, θεωρώ ότι η προτεραιότητα δεν είναι η περαιτέρω μείωση των συντελεστών. Εξάλλου από έρευνες της KPMG διεθνώς βλέπουμε ότι οι επενδυτές για να αξιολογήσουν το φορολογικό σύστημα μιας χώρας εξετάζουν πρώτα την σταθερότητα και αμέσως μετά τη δυνατότητα να προβλέψει κάποιος τις ενέργειες της φορολογικής Διοίκησης. Τρίτος παράγοντας είναι οι χαμηλοί πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι είναι πιο σημαντικές οι αλλαγές στον φορολογικό νόμο που προσφέρουν κίνητρα στους επενδυτές όπως οι πρόσφατες αλλαγές στον νόμο για τα γραφεία του Ν89, με σκοπό να γίνει η Ελλάδα προορισμός για κέντρα κοινών υπηρεσιών (Shared Service Centers) και τα φορολογικά κίνητρα Έρευνας & Ανάπτυξης και Καινοτομίας.
Παράλληλα, θα πρέπει να επισημάνουμε αλλαγές οι οποίες αναιρούν ανταγωνιστικά μειονεκτήματα που είχε η ελληνική οικονομία σε σχέση με τις οικονομίες άλλων ευρωπαϊκών κρατών, όπως τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα για αλλοδαπά φυσικά πρόσωπα τα οποία επιλέγουν να υιοθετήσουν την Ελλάδα ως τόπο φορολογικής κατοικίας και η απαλλαγή των νομικών προσώπων από τον φόρο κεφαλαιακών κερδών για την πώληση συμμετοχών, το περίφημο “participation exemption”, το οποίο ψηφίστηκε και αυτό πέρσι τον Δεκέμβριο.
Για να είμαστε πετυχημένοι στην προσπάθεια να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις θα πρέπει να υπάρξει Εθνικό σχέδιο με προσήλωση στην κατεύθυνση αυτή. Πρέπει να σχηματιστεί η ατζέντα, να διαμορφωθούν οι πολιτικές, να προταθούν ορθολογικές λύσεις στην πολιτική ηγεσία λαμβάνοντας υπόψιν τις ιδιαιτερότητες της εποχής μας και κυρίως να υπάρχει επίβλεψη για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής.
Το τελευταίο διάστημα έχουμε ακούσει επανειλημμένως την πολιτική ηγεσία της χώρας να βάζει ψηλά στην μεταρρυθμιστική ατζέντα την φορολογία και να αναγνωρίζει τον ρόλο που η φορολογία μπορεί να παίξει στην διαμόρφωση θετικού επενδυτικού κλίματος για την χώρα. Έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι για τις αλλαγές που έρχονται παρά την πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση που περνάει όλος ο πλανήτης. Είμαστε έτοιμοι να γυρίσουμε σελίδα στην οικονομία, τη σελίδα της ανάπτυξης.
Θα μπορούσε να ενισχυθεί η ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση συγκεκριμένων επενδύσεων
Μαίρη Ψύλλα, Partner, Tax Leader, PwC Greece
“Ήδη από το 2018, ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων μειώθηκε από 29% σε 24% ενώ και ο φόρος μερισμάτων μειώθηκε σταδιακά από 15% σε 5%. Επομένως, μία περαιτέρω μείωση των ονομαστικών φορολογικών συντελεστών θα μπορούσε να αποτελεί επιλογή μόνο στον βαθμό που επιτρέπεται από τους στόχους για πλεονάσματα ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Εντούτοις, με στόχο την εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα, αλλά και τη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη, θα μπορούσε να ενισχυθεί η ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση συγκεκριμένων επενδύσεων, ενδεικτικά μέσω των επιταχυνόμενων αποσβέσεων, η οποία μπορεί να μειώσει το πραγματικό φορολογικό βάρος των επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, σημαντικός παράγοντας για τη διατήρηση των φορολογικών εσόδων σε ένα επίπεδο που ταυτόχρονα ενισχύει την επενδυτική δραστηριότητα, είναι και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, για παράδειγμα, με την κατάλληλη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.”
Οι αναμενόμενες εξελίξεις στην φορολογία των επιχειρήσεων και ο ρόλος των οικονομικών διευθύνσεων
Είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των Οικονομικών Διευθυντών και των επιτελείων τους στις εξελίξεις των επιχειρηματικών φορολογικών θεμάτων, τα οποία αναμένεται να εξελιχθούν τα αμέσως επόμενα χρόνια κάτω από την επίδραση της συνεχιζόμενης μέχρι σήμερα πανδημίας και της προηγηθείσας δεκαετούς οικονομικής κρίσης.
- Του Κώστα Σφακάκη, Συμβούλου Διοίκησης ΣΕΒ για θέματα φορολογικής πολιτικής
Οι οικονομικοί διευθυντές συνεπικουρούμενοι από τα στελέχη των επιμέρους λειτουργειών τους (Λογιστήριο, Φορολογία, Budgeting, Treasuring, Reporting) είναι οι βαθύτατοι γνωστές της ουσίας και των επιχειρηματικών συνεπειών των θεμάτων αυτών και πάνω από όλα είναι οι πλέον έμπειροι, ως γνώστες των υπαρχόντων θεσμικών πλαισίων, για την υπόδειξη των ενδεδειγμένων λύσεων οι οποίες θα ικανοποιούν τις επιχειρήσεις και το Δημόσιο συμφέρον.
Οι αναμενόμενες αυτές εξελίξεις στον επιχειρηματικό χώρο εκτιμούμε ότι θα συμπίπτουν και θα πραγματοποιούνται θεσμικά και λειτουργικά στο περιβάλλον το οποίο θα έχει εν τω μεταξύ διαμορφώσει η θεσμοθέτηση του τρόπου υλοποίησης του Ευρώ -πακέτου των 72 δις ευρώ και ιδιαίτερα των 32 δις ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) το οποίο μάλιστα βλέπουμε αυτές τις μέρες στη πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
Είχε προηγηθεί λίγο πριν την πανδημία η ψήφιση φορολογικών νόμων οι οποίοι θεσμοθετούσαν εξαιρετικά σημαντικές αποφάσεις, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στη δημιουργία ευνοϊκότερου επιχειρηματικού και κατ’ επέκταση επενδυτικού φορολογικού περιβάλλοντος. Ακολουθεί αμέσως μετά, καλύπτοντας σχεδόν ολόκληρο το 2020, η περίοδος της πανδημίας στη διάρκεια της οποίας συνεχίσθηκε η ψήφιση φορολογικών νόμων. Με πλήθος διατάξεων εστίασαν στην εξασφάλιση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, προκειμένου να διασφαλισθούν οι θέσεις εργασίας αλλά και να επιβιώσουν όσες επιχειρήσεις έφθασαν στην αρχή της πανδημίας με πλήθος προβλημάτων από την προηγηθείσα δεκαετή οικονομική κρίση. Προβλήματα τα οποία όπως ήταν αναμενόμενο επιδεινώθηκαν από την επελθούσα υγειονομική κρίση.
Οι εξελίξεις που αναμένονται τα αμέσως επόμενα χρόνια στο φορολογικό πλαίσιο των επιχειρήσεων , στο βαθμό βέβαια που θα το επιτρέπουν τα Δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας θα εστιάζουν ,με τις εκτιμήσεις μας, στις τρεις παρακάτω κατηγορίες:
α) Στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στην εταιρική φορολογία όπως έχει αρχίσει να πραγματοποιείται από το 2019 με τις ήδη θεσμοθετημένες σημαντικές αποφάσεις.
β) Στη συνέχιση της θεσμοθέτησης περαιτέρω επενδυτικών φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση και υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων προκειμένου να καλυφθεί η αποεπένδυση των 100 δις ευρώ της δεκαετούς οικονομικής χρήσης, και
γ) Στην προσαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας για τη σωστή χρήση των κονδυλίων του ταμείου ανάκαμψης με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και των δομών της οικονομίας. Με ιδιαίτερη έμφαση στο χώρο των 800 χιλιάδων Μικρών και μεσαίων Επιχειρήσεων – νοικοκυριών οι οποίες ,μετά την δεκαετή οικονομική κρίση δέχονται τώρα και τα πλήγματα της συνεχιζόμενης πανδημίας αντιμετωπίζοντας πλέον προβλήματα επιβίωσης.
Η κάθε μία από τις τρεις παραπάνω κατηγορίες περιέχει πλήθος φορολογικών θεμάτων. Τα οποία γνωρίζουν στη λεπτομέρεια τους και αντιμετωπίζουν καθημερινά κατά κύριο λόγο τα στελέχη των οικονομικών διευθύνσεων. Τα οποία στελέχη – διαθέτοντας παράλληλα και την απαιτούμενη δημοσιονομική αίσθηση- θα πρέπει να βρίσκονται στη πρώτη γραμμή των κέντρων αποφάσεων, που σχεδιάζουν και υλοποιούν τις μεθόδους και τις τεχνικές, για την επίλυση αυτών των σωρευμένων θεμάτων.