Η κατανάλωση, η παραγωγή, αλλά και οι επενδύσεις των ατόμων, των νοικοκυριών και επιχειρήσεων επηρεάζουν ανθρώπους, που σε μεγάλο βαθμό, δεν εμπλέκονται στις συγκεκριμένες διαδικασίες και οικονομικές αποφάσεις. Κάποιες φορές, οι επιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Όμως, κάποιες φορές, οι επιδράσεις αυτές είναι σημαντικές και μπορούν να καταστούν προβληματικές.
Είναι αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν εξωτερικότητες, ένας όρος που πιστώνεται στον Marshall, και ο οποίος απέκτησε αναλυτικό περιεχόμενο στο έργο του οικονομολόγου Pigou. Η οικονομική θεωρία των εξωτερικοτήτων συνδέεται με την παρέμβαση του κράτους στην οικονομική σφαίρα όταν κάποιος επιβαρύνεται από τη δραστηριότητα κάποιου άλλου. Έτσι, η θεωρία των εξωτερικοτήτων συνδέεται (σε μεγάλο βαθμό) με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οικονομικής δραστηριότητας.
Όμως, η συχνή εμφάνιση των «μαύρων κύκνων», όπως τους αποκαλεί ο Taleb, (βλ. πανδημία του COVID-19, χρηματοπιστωτικές κρίσεις, κλιματική κρίση κ.ά.) έχει αυξήσει την «παραγωγή εξωτερικοτήτων», υπογραμμίζοντας την ανάγκη της προσαρμογής στους στόχους της βιωσιμότητας. Έτσι, η «πολυκρίση» του Tooze, αναδεικνύει τη σημασία της βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης, η οποία θα πρέπει να αποτελέσει πρόταση πολιτικής για όλους τους εμπλεκόμενους (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, κράτη κ.ά.).
Τα τελευταία χρόνια, οι θετικές (ή οι αρνητικές) επιδράσεις των επιχειρήσεων στην κοινωνική ευημερία έχουν ελκύσει το ενδιαφέρον ακαδημαϊκών, επιχειρηματικών και παραγωγικών φορέων. Οι εταιρικές δράσεις στο επίπεδο αυτό παρουσιάζονται στον δημόσιο διάλογο ως κριτήρια ESG (Environmental, Social and Governance). Τα ESG συνδέονται με τη νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία CSRD και είναι κρίσιμης σημασίας για τη μέτρηση της βιωσιμότητας και του κοινωνικού αποτυπώματος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όντας καταλύτες μιας νέας επενδυτικής φιλοσοφίας, η οποία στοχεύει στη μακροπρόθεσμη μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Όμως, οι επιπτώσεις των ESG δεν είναι ισόρροπες ούτε κατά κλάδο, ούτε κατά μέγεθος επιχείρησης. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, των μεγαλύτερων περιθωρίων κέρδους, μπορούν να επιφορτιστούν με μεγαλύτερη ευκολία τα συγκεκριμένα κόστη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2018 το 86% των 500 επιχειρήσεων S&P δημοσίευσε αναφορές για τη βιωσιμότητα και την κοινωνική ευθύνη, συγκριτικά με το λιγότερο από το 20% το 2011. Το στοιχείο αυτό δείχνει τους δυνητικούς κινδύνους της επιδείνωσης του δυισμού μεταξύ των μεγάλων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ο οποίος μάλιστα έχει ενταθεί λόγω της «πολυκρίσης».
Το λιανικό εμπόριο μπορεί να κεφαλαιοποιήσει τους πόρους που θα επενδύσει στη βιωσιμότητα και στην κοινωνική ευθύνη. Οι εμπορικές επιχειρήσεις, μέσα από τα ESG, μπορούν να αποκτήσουν, φήμη, πιστότητα, μείωση του ρίσκου και (μακροχρόνια) μείωση του κόστους, εστιάζοντας: (α) στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα, (β) στην ισότιμη μεταχείριση των εργαζόμενων και (γ) στις θετικές επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες.
Όμως στην Ελλάδα, η σημαντικότερη πρόκληση είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων στο retail, δηλαδή το 96%, είναι micro επιχειρήσεις (δηλαδή με λιγότερους από δέκα εργαζόμενους). Παρότι το ατομικό αποτύπωμα των micro επιχειρήσεων είναι μικρό, λόγω του κύκλου των δραστηριοτήτων τους, το συναθροιστικό τους αποτύπωμα είναι έντονο, επηρεάζοντας τις γενικότερες επιδόσεις του οικοσυστήματος.
Επόμενα, η προσαρμογή των επιχειρήσεων του λιανικού εμπορίου στα metrics των ESG μοιάζει ένα πρόβλημα με δύσκολες απαντήσεις, αφού η πρόσβαση των μικρότερων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση (τόσο στη ευρωπαϊκή όσο και στην εναλλακτική, π.χ. Crowdfunding) αναμένεται να συνδεθεί στο μέλλον με τη βιωσιμότητα. Η προσαρμογή των επιχειρήσεων στα ESG έχει τρεις προϋποθέσεις: (α) τη χρηματοδότηση, (β) τις θεσμικές παρεμβάσεις και (γ) το κοινωνικό κεφάλαιο/ευαισθητοποίηση. Στη βάση της σημασίας του «κοινωνικού κεφαλαίου» ως η ΕΣΕΕ, επιχειρεί, μέσα από το από το διαρκές forum Future of Retail, να υποστηρίξει τις εμπορικές επιχειρήσεις να διαμορφώσουν τον οδικό χάρτη των ESG με βάση τις δικές τους προτεραιότητες και ανάγκες.