H ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ένα ιδιαίτερο σταυροδρόμι. Μετά από μια δεκαετή ύφεση, οριζόντιας εσωτερικής υποτίμησης και αυστηρής λιτότητας, βιώνει τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης ενώ ετοιμάζεται να ενταχθεί σε ένα spiral μιας ακόμα διεθνούς κρίσης, της λεγόμενης «τέλειας καταιγίδας».

Η τελευταία, λόγω της υπερβάλλουσας ζήτησης, διαμορφώνει ένα αχαρτογράφητο τοπίο υψηλών τιμών και κλιμακούμενης αβεβαιότητας η οποία αναμένεται να ενταθεί μέχρι το τέλος του έτους.

Τα στοιχεία που συλλειτουργούν προς αυτή τη λογική αυτή είναι πολλαπλά. Είναι χαρακτηριστικό πως καταγράφεται ρεκόρ 13ετίας στον ευρωπαϊκό πληθωρισμό ο οποίος προσεγγίζει το 3.4% για το μήνα Σεπτέμβριο.

Ουσιαστικά, η σημαντική αύξηση των τιμών που καταγράφεται στην ενέργεια (πετρέλαιο & φυσικό αέριο) και στις μεταφορές (λόγω και της υπερβάλλουσας ζήτησης για containers) αναμένεται φέρει αρνητικές επιδράσεις στις αλυσίδες αξίες. Είναι χαρακτηριστικό πως παρά την αυξημένη συχνότητα των δια-ηπειρωτικών δρομολογίων, το μεταφορικό κόστος αυξάνεται κατά 290% περίπου ασκώντας σημαντική, και συχνά ασύμμετρη, πίεση στο σύνολο των οικονομικών μονάδων. Παράλληλα η ενεργειακή κρίση επιδεινώνει το ενεργειακό κόστος γεγονός το οποίο μπορεί να μεταφραστεί σε ένα πιθανό κύμα χρεοκοπιών επιχειρήσεων.

Στο εύθραυστο αυτό οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία καταγράφει, λόγω και του base effect, μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική για το 2021 (με τις προβλέψεις να διαμορφώνονται γύρω στο 8% μέχρι το τέλος του έτους) ενώ ταυτόχρονα αναζητά τα απαραίτητα περιθώρια ανθεκτικότητας τόσο βραχυπρόθεσμα, για να αντιμετωπίσει το shock των εισαγόμενων υψηλών τιμών, όσο και μακροπρόθεσμα, για να διαμορφώσει το πλαίσιο της μετάβασης προς ένα βιώσιμο υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης.

Η πανδημική κρίση, και η συνακόλουθη συγκρότηση του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RFF), άνοιξε το διάλογο για την επιτάχυνση του ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού της Ευρώπης, γεγονός που αποτυπώνεται σε κρίσιμες θεσμικές τομές όπως το ReactEu, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (ΤΔΜ) και το RescEU. Για την Ελλάδα, η πανδημική κρίση, παρά τις υστερήσεις που επέφερε (π.χ. 492 χιλ. θέσεις απασχόλησης σε αναστολή εργασίας) επανεκκίνησε, με τον πλέον ζωντανό τρόπο, την συζήτηση για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και τη μετάβαση προς βιώσιμο παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης.

Όμως, ο δρόμος της μετάβασης αυτής βρίθει προκλήσεων. Οι θεσμικές παρεμβάσεις, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η μείωση της ενεργειακής φτώχειας, η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, η συμπεριληπτικότητα κ.α. αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για μια στέρεη και βιώσιμη μετάβαση του παραγωγικού μοντέλου.

Αυταπόδεικτα, κυρίαρχο ρόλο στη μετάβαση αυτή θα πρέπει να έχει η πολύ μικρή (micro), η μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜμΕ). Παραδοσιακά, τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, η ΜμΕ αποτέλεσε ένα σημαντικό παράγοντα της ελληνικής οικονομίας προσφέροντας την συντριπτική πλειονότητα θέσεων απασχόλησης (87.9% της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα για το 2019).

Ειδικότερα, οι micro επιχειρήσεις (από 0 έως 9 εργαζόμενους) αποτελούν το 97.4% του συνόλου των επιχειρήσεων (περίπου 800.000 για το 2019). Είναι βέβαιο ότι τόσο κατά τη διάρκεια της οικονομικής ευθραυστότητας της περιόδου 2008-2018 όσο και κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης οι ΜμΕ συνθλίβονται μεταξύ των συμπληγάδων της περιορισμένης ρευστότητας (χρηματοδότησης) και των αυξημένων χρεών, με το ιδιωτικό χρέος να ανέρχεται στα 244 δις ευρώ για το 2020. Το στοιχείο αυτό εξηγεί την περιορισμένη ανταγωνιστικότητα ενός μεγάλου ποσοστού ΜμΕ ενώ ταυτόχρονα ερμηνεύει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης. Οι σχετικές έρευνες του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ τεκμηριώνουν τα διαρθρωτικά προβλήματα που κληροδότησε η δεκαετής ύφεση στις ΜμΕ ενώ αποτυπώνουν τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στο οικοσύστημα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Οι ΜμΕ έχασαν την ευκαιρία του ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού τους λόγω του αποκλεισμού τους από την επίσημη χρηματοδότηση αλλά και λόγω της συρρίκνωσης του κύκλου εργασιών κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Όμως, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής τους σημασίας, θα πρέπει να συμπεριληφθούν στη συζήτηση για τη μεταστροφή του παραγωγικού υποδείγματος.

Αναμφίβολα οι ΜμΕ θα πρέπει να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα τους. Για να γίνει αυτό απαιτείται μια βιώσιμη χρηματοδότηση, ειδικά προς τα συμπλέγματα (clusters) και τα δίκτυα (networks) των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων τα οποία μπορούν να αποτελέσουν ικανή συνθήκη για την επαύξηση της ανθεκτικότητα των ΜμΕ, η οποία είναι απαραίτητη για την συνοχή του κοινωνικού/παραγωγικού ιστού της ελληνικής οικονομίας.

Στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προβλέπονται θεσμικές τομές για την ενίσχυση των συνεργειών μεταξύ των ΜμΕ. Όμως αυτό που απαιτείται είναι η ενδυνάμωση του «κοινωνικού κεφαλαίου» (social capital) των συνεργειών η οποία και θα επιταχύνει την κουλτούρα της συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων.

Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή θα πρέπει να έχουν οι κοινωνικοί εταίροι οι οποίοι, λόγω της θεσμικής τους θέσης αλλά και του ρόλου τους, είναι σε θέση να ενισχύσουν την κουλτούρα αυτή και να συνεισφέρουν στην διαμόρφωση μιας δυναμικής και βιώσιμης επιχειρηματικότητας.