Η Ελληνική βιομηχανία έχει ανάγκη μεγάλων επενδύσεων ούτως ώστε να αυξήσει τη συμμετοχή της στο ΑΕΠ της χώρας που θα της δώσει ταυτόχρονα την ευκαιρία να προσεγγίσει τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο Δημήτρης Μαθιός μιλά στο FinancePro για τις δυσκολίες αλλά και τις προοπτικές της βιομηχανίας.
Στην Ευρώπη, η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ είναι πάνω από 15%, ενώ στην Ελλάδα είναι μόλις στο 8%. Γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά;
Η Ευρώπη έχει θέσει πολύ φιλόδοξο στόχο, να αυξηθεί η συμμετοχή της βιομηχανίας από το 17% που είναι σήμερα στο 20% του Ευρωπαϊκού Ακαθάριστου Προϊόντος. Δείχνει έτσι τη σημασία που αποδίδει στη βιομηχανία ως μοχλό ανάπτυξης. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα υστερεί σημαντικά. Η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ είναι κάτω από 12%. Άρα ο πήχης από όπου θα ξεκινήσουμε είναι πολύ χαμηλά.
Αυτό το ποσοστό είναι ακόμη ένα ρεκόρ, αυτή τη φορά αρνητικό. Συγκεκριμένα, είναι το χαμηλότερο ποσοστό από το 1960, γεγονός που οφείλει να μάς κινητοποιήσει. Περιμένουμε ότι η βελτίωση του οικονομικού κλίματος θα προκαλέσει αύξηση των επενδύσεων της τάξης του 11,7%, σύμφωνα και με τις προβλέψεις της Κομισιόν. Αυτό σημαίνει επενδύσεις ίσως και πάνω από 15 δισ. ευρώ τον χρόνο για τα επόμενα χρόνια, μέχρι να φθάσουμε τα 100 δισ. ευρώ, ίσως και 150 δισ. ευρώ, επενδύσεων, τα οποία χρειαζόμαστε, προκειμένου να ακολουθήσουμε καταπόδας την υπόλοιπη Ευρώπη προς τον στόχο του 20%. Προκύπτει, βέβαια, το ερώτημα από πού θα έλθει η ανάπτυξη και πώς θα φανεί, έστω και στατιστικά, αν δεν ξαναμπεί μπροστά κυρίως -κατά τη γνώμη μας- η δευτερογενής παραγωγή, σε όλα τα μεγέθη της. Ακόμη κι έτσι όμως, πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν ότι η εγχώρια βιομηχανία έχει ανάγκη πάνω από 1 δισ. ευρώ ετησίως μόνο για να εκσυγχρονισθεί.
Μάλιστα, ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους επιμένουμε στη βιομηχανία είναι ότι ακόμη και σήμερα προσφέρει (όταν είναι σε πλήρη λειτουργία) 700.000 θέσεις εργασίας
Ποιες περαιτέρω κινήσεις πρέπει να κάνει η πολιτεία, ώστε να ενισχύσει τη βιομηχανία;
Πιστεύουμε στην ανάγκη να μεθοδευθούν 6 στόχοι ανασυγκρότησης της μεταποίησης:
1. Επικέντρωση των μέτρων σε δραστηριότητες με διακριτό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
2. Αποτελεσματική χρηματοδότηση επενδύσεων και άμεση αποκατάσταση ρευστότητας, με εξόφληση χρεών του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις και κυρίως από ΦΠΑ.
3. Βοήθεια για προσαρμογή των επιχειρήσεων στις οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές.
4. Σταθερό και απλό ρυθμιστικό περιβάλλον για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
5. Πολιτικές ενίσχυσης της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων.
6. Σύνδεση των συστημάτων έρευνας και επαγγελματικής κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού με την παραγωγή.
Τα κεφάλαια του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, μαζί με τις ιδιωτικές επενδύσεις, εκτιμάται πως θα επηρεάσουν καθοριστικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Πώς βλέπετε τον ρόλο της βιομηχανίας σε αυτή την προοπτική;
Η βιομηχανία θεωρεί ότι η Ελλάδα συνεχίζει να διατηρεί σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και ευκαιρίες ανάπτυξης. Αρκεί να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτες τις μεγάλες δυνατότητες που έχουμε ως χώρα και ως λαός. Να μην χάσουμε άλλο χρόνο. Να μην βρεθούμε οριστικά στο περιθώριο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας εξέλιξης. Ο δρόμος αυτός όμως, όσο και αν είναι βατός, έχει μία και μόνο κατεύθυνση: τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Σήμερα χρειαζόμαστε επιχειρήσεις και ιδιωτικές επενδύσεις όσο ποτέ άλλοτε, διότι το δημόσιο χρήμα έχει χαθεί και οι δυνατότητες του ελληνικού κράτους να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη είναι μηδαμινές. Χρειαζόμαστε λοιπόν νέο, πρωτίστως ιδιωτικό χρήμα να εισρεύσει στην οικονομία μας.
Τα στοιχεία της βιομηχανίας λένε πως έχουμε κάθε χρόνο 32 δισ. ευρώ αποσβέσεις του παγίου κεφαλαίου της χώρας και μόνο 18 δισ. ευρώ νέες επενδύσεις. Πράγμα που σημαίνει πως για να καλύψουμε τις αποσβέσεις του παγίου κεφαλαίου, απαιτούνται τουλάχιστον ακόμη 14 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, ήτοι 100 δισ. ευρώ νέες επενδύσεις τα επόμενα 5-6 χρόνια.
Τα κοινοτικά κονδύλια (Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ) δεν αρκούν για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη, καθώς δεν ξεπερνούν τα 55 δισ. ευρώ συνολικά. Ενώ τουλάχιστον τα μισά, έχει αποδειχθεί ότι δεν πάνε σε αυτό που λέγεται αμιγώς επένδυση. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε επιπλέον επενδύσεις 100 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, η ανάγκη για πλεονάσματα υποχρεώνει την εθνική συμμετοχή στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων να φθάνει περίπου στα 5 δισ. ευρώ και να σταματάει εκεί.
Έτσι προκύπτει η ανάγκη για επενδύσεις ίσως και πάνω από 15 δισ. ευρώ τον χρόνο για τα επόμενα χρόνια.
Η κλιματική κρίση είναι παρούσα. Πώς αντιμετωπίζουν οι βιομηχανίες το ζητούμενο της βιώσιμης ανάπτυξης και της μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματός τους;
Κατ’ αρχάς πρέπει να εξετάσουμε που βαδίζουμε τώρα: Πρώτα απ’ όλα, φαίνεται πως θα παγιωθούν οι υψηλές τιμές ενέργειας και τους επόμενους μήνες. Οι υψηλές τιμές, όσο και οι ενδιάμεσες διακυμάνσεις τους, θα επιβαρύνουν σημαντικά τμήματα της οικονομίας. Το κόστος παραγωγής και οι διαταραχές στην αγορά ενέργειας μεσοπρόθεσμα θα τείνουν να καθυστερούν επενδύσεις, κυρίως σε τομείς της οικονομίας με σχετικά υψηλή ενεργειακή εξάρτηση. Έπειτα, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη και τη χώρα μας μάλλον θα ενισχυθεί.
Ταυτόχρονα, εξαγωγικές επιχειρήσεις με αγροτικά προϊόντα ή μεταποιητικές, που εξάγουν στη Ρωσία και άλλες εμπλεκόμενες χώρες, αναμένεται να πληγούν. Αναπόφευκτες βέβαια θα είναι και οι νέες πιέσεις στον δημοσιονομικό ορίζοντα. Συνολικά, μια ακόμη ισχυρή διαταραχή πλήττει και θα συνεχίσει να πλήττει και την ελληνική οικονομία. Προς τούτο θεωρώ χρέος να υπογραμμίσω ότι το σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας της χώρας αναμένει τα μέτρα οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα να αφορούν την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και να εφαρμόζονται άμεσα, διότι δεν υπάρχει το περιθώριο να χάσουμε άλλο χρόνο. Το επιχειρείν μετά την επόμενη μέρα από τα γεγονότα στην Ουκρανία και οι συνθήκες που επιβάλλει και η κλιματική αλλαγή με τις υποχρεώσεις της προς το περιβάλλον, επιβάλλουν τόλμη, αποφασιστικότητα και πολιτικό ρεαλισμό.