Η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους αναμένεται να αποτελέσει μια από τις βασικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, λόγω της και της εύθραυστης εικόνας που παρουσιάζουν αρκετές οικονομίες σε διεθνές επίπεδο. Το ιδιωτικό χρέος, το οποίο μεγεθύνθηκε κατά της διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ενδέχεται να τροφοδοτήσει, ιδιαίτερα μέσω της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), έναν νέο υφεσιακό κύκλο για την παγκόσμια οικονομία.
Ειδικότερα, η πανδημία του COVID-19, με τις διαταραχές που έχει επιφέρει τόσο στην πλευρά της ζήτησης (demand side) όσο και στην πλευρά της προσφοράς (supply side), μπορεί να λειτουργήσει ως επιταχυντής γενικευμένων χρεοκοπιών νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά και με δεδομένη την αύξησης της αποταμίευσης θα μπορούσαν να υπάρξουν σημαντικές χρηματοδοτικές δυνατότητες. Δυνατότητες που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν και οι ΜμΕ επιχειρήσεις δεδομένου ότι δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να αποκτήσουν πρόσβαση στον παραδοσιακό δανεισμό.
Σε επίπεδο ελληνικής οικονομίας η εικόνα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες διαφορές σε σύγκριση με τη διεθνή κατάσταση. Το ιδιωτικό χρέος, δηλαδή οι ληξιπρόθεσμες οφειλές σε ΑΑΔΕ, ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα και ασφαλιστικά ταμεία, ανέρχεται για το τέλος του 2020 στα 244,2 δις ευρώ, όντας γύρω στο 133% του ΑΕΠ για το 2019. Είναι χαρακτηριστικό πως το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνει τον κίνδυνο του ιδιωτικού χρέους λόγω της ενσκήψασας οικονομικής ύφεσης, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδας υπογραμμίζει τις προκλήσεις της διολίσθησης των ‘κόκκινων δανείων’ και της αύξησης του ιδιωτικού χρέους.
Πέρα από κάθε αμφιβολία, η μεγέθυνση της φούσκας του ιδιωτικού χρέους αναμένεται να ασκήσει ιδιαίτερη πίεση στις πολύ μικρές (micro), μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες εξέρχονται τραυματισμένες από μια δεκαετή ύφεση. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι ΜμΕ, οι micro επιχειρήσεις αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες καταγράφουν την πλέον αδύναμη εικόνα σε σχέση με τα ληξιπρόθεσμα δάνεια τους.
Ιδιαίτερα για τις ΜμΕ στον κλάδο του λιανικού εμπορίου, σύμφωνα και με τα στοιχεία του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ (για το πρώτο εξάμηνο του 2020) οι περισσότερες κατηγορίες οφειλών παρουσιάζουν αύξηση μεταξύ 2019-2020. Όπως διαφαίνεται από την έρευνα η κατάσταση της πλειονότητας των πολύ μικρών (micro) και μικρών επιχειρήσεων επιδεινώνεται λόγω της πανδημικής κρίσης.
Δυο είναι τα στοιχεία που τεκμηριώνουν την επιδείνωση αυτή. Η μέση ληξιπρόθεσμη οφειλή, τόσο στην εφορία όσο και στα ασφαλιστικά ταμεία μειώνεται μεταξύ 2019-2020 (στην εφορία από τα 14.953 ευρώ για το 2019 στα 12.923 ευρώ, στα ασφαλιστικά ταμεία από 12.009 ευρώ το α’ εξάμηνο του 2019 στα 9.140 ευρώ για το α’ εξάμηνο του 2020).
Παράλληλα όμως αυξάνεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που καταγράφουν ληξιπρόθεσμες οφειλές (στην εφορία από το 24% το α’ εξάμηνο του 2019 στο 30% για το α’ εξάμηνο του 2020, στα ασφαλιστικά ταμεία από το 25% το α’ εξάμηνο του 2019 στο 27% για το α’ εξάμηνο του 2020). Η ανάγνωση αυτού του διττού τεκμηριώνει το γεγονός της δημιουργίας νέου χρέους, το οποίο αναμένεται να μεγεθύνει την φούσκα του ιδιωτικού χρέους μετατρέποντας υγιείς επιχειρήσεις σε προβληματικές.
Στο πλαίσιο των παραπάνω, το ερώτημα «Τι θα γίνει με το ιδιωτικό χρέος;» καθίσταται ιδιαίτερα επίκαιρο αναδεικνύοντας τη σημασία της δημόσιας πολιτικής να αποτρέψει έναν δεύτερο υφεσιακό κύκλο ο οποίος θα είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικός τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους εργαζόμενους.