Η πανδημία ενέσκηψε στην οικονομία όταν η χώρα είχε μπει σε τροχιά ανάπτυξης μετά από μια δύσκολη δεκαετία. Όπως μας λέει ο κύριος Μίχαλος, οι πιέσεις που υφίσταται η αγορά είναι ασφυκτικές, ωστόσο υπάρχει αισιοδοξία πως το δεύτερο εξάμηνο του έτους θα επανέλθει η κανονικότητα στην οικονομία και την κοινωνία.
Μετά από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης προέκυψε η πανδημία η οποία έβαλε την οικονομία σε βαθιά ύφεση. Ποια είναι η εικόνα σας για την επόμενη μέρα;
Η πανδημία ήρθε στη χειρότερη εποχή για την ελληνική οικονομία, τη στιγμή ακριβώς που βλέπαμε να επιταχύνεται η ανάπτυξή της μετά από μια δύσκολη δεκαετία. Η δυναμική αυτή έχει ανατραπεί τον τελευταίο χρόνο, ελπίζουμε όχι ανεπανόρθωτα. Το 2020 η ύφεση συγκρατήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Για τη φετινή χρονιά έχουμε προσδοκία για θετικό ρυθμό ανάπτυξης, ωστόσο είναι πολύ νωρίς για αξιόπιστες εκτιμήσεις.
Το θετικό είναι ότι στη χώρα μας προχωρά ικανοποιητικά το πρόγραμμα εμβολιασμού, ενώ αυξάνεται και η εμπιστοσύνη των πολιτών στα εμβόλια, όπως δείχνουν σχετικές έρευνες. Αυτό είναι ενθαρρυντικό, γιατί η εξέλιξη του εμβολιασμού και η ανταπόκριση των πολιτών θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα να επιστρέψουμε σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας της οικονομίας.
Είμαστε στην τελική ευθεία για την έξοδο από την πανδημία. Η αναζήτηση της χρυσής τομής μεταξύ της προστασίας της δημόσιας υγείας και της αποκατάστασης της ομαλότητας στην οικονομία και την κοινωνία είναι η μόνη ρεαλιστική επιλογή για το διάστημα που απομένει. Αν όλα πάνε καλά μπορούμε να ελπίζουμε ότι το δεύτερο εξάμηνο του έτους θα ξεκινήσει με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις.
Ποια είναι η κατάσταση των επιχειρήσεων μετά από τα συνεχόμενα lockdown;
Σήμερα, η αγορά υφίσταται ασφυκτικές πιέσεις. Στους κλάδους που επηρεάζονται άμεσα από τα μέτρα, όπως η εστίαση, η φιλοξενία, το λιανεμπόριο κ.ά. η κατάσταση είναι δραματική, ωστόσο οι επιπτώσεις επηρεάζουν αλυσιδωτά το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.
Κι εντονότερα πλήττονται οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δίνουν μάχη επιβίωσης μέρα με την ημέρα. Γιατί, σε αντίθεση με την πρώτη φάση της πανδημίας, δεν έχουν πια «λίπος» να κάψουν. Δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν εξ ιδίων τις υποχρεώσεις τους, την ώρα που οι τζίροι είναι περιορισμένοι ή ακόμα και ανύπαρκτοι.
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένουν χωρίς πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και κεφάλαια κίνησης. Η αλήθεια είναι ότι στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και στις κρατικές δράσεις στήριξης μέσω της παροχής δανείων, έχουν σήμερα πραγματική πρόσβαση περίπου 100.000 επιχειρήσεις, δηλαδή το 10% περίπου των ενεργών ΑΦΜ της χώρας. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, μικρές και πολύ μικρές στη συντριπτική τους πλειονότητα, δίνουν αυτή τη μάχη χωρίς χρηματοπιστωτικά εργαλεία, με μόνη στήριξη τα μέτρα που κατά καιρούς ανακοινώνει η κυβέρνηση.
Από την έναρξη της πανδημίας το κράτος έχει λάβει μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Είστε ικανοποιημένος από τα μέτρα αυτά;
Είναι αλήθεια ότι από την πλευρά της κυβέρνησης έχουν υπάρξει σημαντικές παρεμβάσεις για τη στήριξη του ιδιωτικού τομέα. Παρεμβάσεις που απαντούν σε αρκετά από τα αιτήματα και τις προτάσεις της επιχειρηματικής κοινότητας και δίνουν, αναμφίβολα, σημαντικές ανάσες σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους.
Πρόσφατα είχαμε, μάλιστα, μια σειρά από πρόσθετα θετικά μέτρα, όπως τη νέα επιστρεπτέα προκαταβολή και τη βελτίωση των όρων των πρώτων επιστρεπτέων προκαταβολών, ώστε ένα ποσό από αυτές να καταστεί μη επιστρεπτέο, αλλά και το νέο πρόγραμμα Γέφυρα, που περιλαμβάνει και επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες.
Είναι απαραίτητο οι παρεμβάσεις αυτές να διατηρηθούν και να ενισχυθούν με στοχευμένο τρόπο μέχρι να λήξει η πανδημία και να μπορέσει η οικονομία να βγει με ασφάλεια από τη σημερινή «διασωλήνωση». Ζητούμενο, όμως, δεν είναι μόνο να στηριχθεί η επιβίωση των επιχειρήσεων σήμερα, αλλά να δοθούν λύσεις που θα τις καταστήσουν βιώσιμες και την επόμενη μέρα.
Πότε εκτιμάτε πως θα μπει η οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά; Ποια βήματα πρέπει να γίνουν προκειμένου να συμβεί αυτό;
Ο χρόνος επιστροφής στην ανάπτυξη θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Δυστυχώς, η πορεία εξόδου από την πανδημία καθυστερεί στην Ευρώπη, την ώρα που χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία επιταχύνουν τους εμβολιασμούς και ανοίγουν σταδιακά τις οικονομίες τους. Αποτέλεσμα είναι να παρατείνονται τα περιοριστικά μέτρα και να συντηρείται η αβεβαιότητα που επηρεάζει κρίσιμους τομείς όπως ο τουρισμός.
Επιπλέον, καθυστερεί απελπιστικά η εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, στους οποίους θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο η προσπάθεια για αναθέρμανση των οικονομιών μετά την πανδημία. Η Ελλάδα μέχρι τώρα τα έχει πάει καλύτερα συγκριτικά με άλλες χώρες. Σχεδίασε μια αποτελεσματική εκστρατεία εμβολιασμού και υπέβαλε έγκαιρα ένα συγκροτημένο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης. Για να μπορέσει να μπει σε τροχιά ανάκαμψης θα πρέπει να συνεχίσει να τρέχει πιο γρήγορα από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Θα πρέπει, σε πρώτη φάση, να συνεχιστούν εντατικά οι εμβολιασμοί και να σχεδιαστεί η επαναλειτουργία της αγοράς. Παράλληλα, θα πρέπει να οργανωθεί η υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης ώστε να αποτελέσει μοχλό για την παραγωγική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Στόχος δεν είναι η πρόσκαιρη ανάκαμψη μέσα από την ενίσχυση της ζήτησης, αλλά η μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης, δυναμικό, αλλά ταυτόχρονα βιώσιμο και πιο ανθεκτικό σε κρίσεις, όπως την τρέχουσα.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης είναι σημαντικοί για τη χώρα μας. Τι πιστεύετε πως πρέπει να γίνει ώστε να αξιοποιηθούν και από τις επιχειρήσεις;
Στο σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης υπάρχουν αρκετά θετικά στοιχεία. Μέσα από την άντληση του συνόλου των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, αλλά και την επιλογή για συγχρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων με φορείς του ιδιωτικού τομέα, μπορούν τα επόμενα έξι χρόνια να διοχετευθούν συνολικά στην ελληνική οικονομία κεφάλαια ύψους 57 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 30% του ΑΕΠ.
Τα κεφάλαια αυτά μπορούν πραγματικά να υποστηρίξουν το «επενδυτικό άλμα» που έχει ανάγκη σήμερα η χώρα. Είναι γνωστό ότι στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα κατέρρευσαν. Μέσα σε μία δεκαετία, από το 2010 ως το 2020, το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε σχεδόν κατά 100 δισ. ευρώ, οδηγώντας σε σοβαρή υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Για να μπορέσει να καλυφθεί αυτό το κενό, θα πρέπει οι επενδύσεις να αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 9-10% την επόμενη δεκαετία. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης μπορούν, επομένως, να συμβάλλουν ουσιαστικά σε αυτόν το στόχο. Ωστόσο, η επιτυχία του Εθνικού Σχεδίου θα εξαρτηθεί από δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, από την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της διοίκησης στο στάδιο της υλοποίησης.
Δεύτερον, από το βαθμό στον οποίο θα καταφέρει να κινητοποιήσει και ιδιωτικά κεφάλαια πέρα από τις δημόσιες επενδύσεις. Και αυτό προϋποθέτει, παράλληλα με την παροχή κινήτρων, τη διαμόρφωση ενός επενδυτικού περιβάλλοντος που να χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία, προβλεψιμότητα και ποιοτική λειτουργία της διοίκησης και των θεσμών. Προϋποθέτει, με άλλα λόγια, επιτάχυνση και ολοκλήρωση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Και για αυτό θα απαιτηθεί ισχυρή πολιτική βούληση, αλλά και συναίνεση σε ευρύτερο επίπεδο.
Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και επαγγελματιών που έχουν αντικειμενική αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεών τους προς εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες. Τι πιστεύετε πως πρέπει να γίνει;
Πράγματι αυτή τη στιγμή χιλιάδες επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα αντιμετωπίζουν μια χιονοστιβάδα χρεών που διαρκώς μεγαλώνει. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, τα νέα κόκκινα δάνεια της πανδημίας θα φτάσουν τα 8-10 δισ. ευρώ εντός του 2021. Αντίστοιχα συσσωρεύονται και οι οφειλές προς το δημόσιο.
Οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις, όπως το πρόγραμμα Γέφυρα 2 και, βεβαίως, η σταδιακή εφαρμογή του πλαισίου Ρύθμισης Οφειλών και Παροχής 2ης Ευκαιρίας, αντιμετωπίζουν ένα μέρος του προβλήματος. Όμως, θέση των Επιμελητηρίων είναι ότι πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για τη διαγραφή μέρους των χρεών που δημιουργήθηκαν εν μέσω της πανδημίας. Πρόκειται για μια κίνηση επιβεβλημένη ηθικά, στο βαθμό που η συσσώρευση αυτών των οφειλών σχετίζεται με εξωτερικούς παράγοντες, αλλά και πρακτικά προκειμένου να μην εγκλωβιστούν βιώσιμες επιχειρήσεις, και η ελληνική οικονομία στο σύνολό της, σε μια νέα δίνη ιδιωτικού χρέους.
Θεωρούμε απαραίτητο, λοιπόν, να υπάρξουν πρόσθετες παρεμβάσεις από το κράτος σε αυτό το μέτωπο. Αυτό βεβαίως, απαιτεί κινητοποίηση και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει να υπάρξουν πολιτικές αποφάσεις για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους των χωρών – μελών, ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις μεγάλες ανάγκες στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Πρόταση και αίτημά μας είναι να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα στη μετατροπή τμήματος του δημοσίου χρέους που βρίσκεται στα χέρια της σε ένα ομόλογο χωρίς τακτή λήξη και χωρίς τοκομερίδιο. Αυτό θα ανακούφιζε άμεσα τις δανειακές επιβαρύνσεις.