Για τους περισσότερους οικονομολόγους ο μεγάλος στόχος της ελληνικής οικονομίας για το εγγύς μέλλον είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Τα οφέλη για την οικονομία και την επιχειρηματικότητα από την πολύφερνη αναβάθμιση της οικονομίας έχουν πολλές φορές αναλυθεί και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, την πρόσβαση των εγχώριων τραπεζών σε κεφάλαια με καλύτερους όρους και κατ’ επέκταση το φθηνότερο δανεισμό προς την πραγματική οικονομία, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και την αξιολόγηση της χώρας ως ασφαλή επιλογή για επενδύσεις, την είσοδο στο χρηματιστήριο ποιοτικότερων επενδυτών με ορίζοντα την επανένταξή του στα εκείνα των αναπτυγμένων και όχι των αναδυόμενων αγορών κ.ά. Την αρχή έκανε τον Αύγουστο ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope Ratings και ακολούθησαν οι αναγνωρισμένοι από την ΕΚΤ οίκοι DBRS και S&P, δίνοντας στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα. Πρόσφατα ο οίκος Moody’s κατέταξε τη χώρα σε απόσταση αναπνοής από την επενδυτική βαθμίδα ενώ την 1η Δεκεμβρίου του τρέχοντος αναμένεται η αξιολόγηση του οίκου Fitch.

Όπως είναι φυσικό, οι αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας συνδέονται και με τις θετικές προσδοκίες για τις προοπτικές της, με την εκτιμώμενη οικονομική μεγέθυνση το 2024 (3,0%) να είναι υπερδιπλάσια της αντίστοιχης της Ευρωζώνης (1,3%), καθώς η χώρα αναμένεται να αξιοποιήσει τους ευρωπαϊκούς πόρους (ΕΣΠΑ και ΤΑΑ). Στο πλαίσιο αυτό, οι αποδόσεις του ελληνικού 10ετούς ομολόγου (την ώρα που γραφόταν το κείμενο) κυμαίνονταν στο 4,24%, με spread 138 μ.β. έναντι του αντίστοιχου γερμανικού, και στο 4,84% για το ιταλικό. Ωστόσο, η πολυαναμενόμενη αναβάθμιση του ελληνικού χρέους δεν έγινε δεκτή με της ίδιας έντασης ενθουσιασμό συγκριτικά με το μέγεθος της απογοήτευσης σε κάθε υποβάθμιση της οικονομίας, αρχής γενομένης το 2009. Οι λόγοι για αυτήν την υποδοχή θα πρέπει να αναζητηθούν τόσο στις συσσωρευμένες προκλήσεις της καθημερινότητας όσο και στο γεγονός ότι ο αντίκτυπος της αναβάθμισης χρειάζεται χρόνο για να κεφαλαιοποιηθεί στην πραγματική οικονομία. Ειδικότερα, οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που προηγήθηκαν διόγκωσαν σε εξαιρετικό βαθμό το κόστος ζωής και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις και συγκρούσεις συντηρούν την αβεβαιότητα.

Παράλληλα, οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων παρέμβασης από την ΕΚΤ έχουν διευρύνει το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών με αποτέλεσμα να υπεραντισταθμίζουν το όφελος από την αναβάθμιση. Η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για διατήρηση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και διεύρυνσης του πρωτογενούς πλεονάσματος σε 2,1% το 2024, από 1,1% φέτος, μπορεί να λειτουργεί ευεργετικά στην προσπάθεια επανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας αλλά την ίδια στιγμή καθιστά σαφές και στο εσωτερικό πως τα περιθώρια δημοσιονομικών παροχών είναι περιορισμένα. Μάλιστα, οι παραπάνω ανασταλτικοί παράγοντες παραμένουν ενεργοί παρά το δυσθεώρητο μέγεθος των φυσικών καταστροφών που προηγήθηκαν το καλοκαίρι και το Σεπτέμβριο και την αναπόφευκτη ανάγκη για επενδύσεις σε νέες υποδομές αλλά και για δαπάνες αποζημιώσεων.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όσο επιθυμητή και αν είναι, δεν συνεπάγεται και αυτομάτως επιστροφή στα προ της κρίσης χρέους επίπεδα, ούτε βέβαια και επίλυση όλων των οικονομικών προκλήσεων. Το δημόσιο χρέος παραμένει εξαιρετικά υψηλό, οι αποκλίσεις βασικών δεικτών από το μέσο όρο της Ε.Ε. δεν έχουν επιστρέψει στο επίπεδο του 2008, ενώ η εντεινόμενη ρευστότητα στο διεθνές περιβάλλον μπορεί εύκολα να ανατρέψει άρδην σχεδιασμούς και εκτιμήσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τη συνέχιση των προσπαθειών για τη βελτίωση των βασικών μακροοικονομικών επιδόσεων και την πλήρη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών ευκαιριών.