H αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Standard & Poor’s (S&P), η παρουσίαση του σχεδίου νόμου για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως και του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167 του Ε.Κ. για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ξεχώρισαν στον χώρο της οικονομίας τις προηγούμενες ημέρες.

Αναμφισβήτητα κομβικό σημείο των εξελίξεων ήταν η αναβάθμιση από την Standard & Poor’s κατά μία κλίμακα του αξιόχρεου της Ελλάδας, στο ΒΒΒ-, με βάση τη σταθερή προώθηση των μεταρρυθμίσεων και τη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της, όπως ανέφερε ο οίκος στη σχετική του ανακοίνωση, διατηρώντας παράλληλα σταθερές τις προοπτικές (outlook) της. Η S&P είναι ο δεύτερος αναγνωρισμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκος αξιολόγησης, που αποδίδει τους τελευταίους μήνες επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, την οποία η χώρα έχασε πριν από 13 χρόνια.

Η έκθεσή της εκτιμήθηκε από την κυβέρνηση ως ιδιαίτερα θετική και αποτελεί, όπως δήλωσε και ο Πρωθυπουργός, «την επίσημη σφραγίδα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αφού η επενδυτική βαθμίδα σημαίνει χαμηλότερο κόστος δανεισμού για το Δημόσιο και δανεισμό με μικρότερα επιτόκια για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις». Η S&P στη σχετική της έκθεση ανέφερε ως λόγους για τους οποίους αποδίδει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα:

  1. Τη σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί, η οποία υποστηρίζεται από ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας και έχει σαν αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους που η ίδια θέτει.
  2. Την καθαρή εντολή που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές, η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις.
  3. Τη συνεχιζόμενη μείωση του δημοσίου χρέους, το οποίο σύμφωνα με την S&P αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145% του ΑΕΠ το 2023 και στο 138% το 2026, έναντι 189% του ΑΕΠ το 2020. Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι ενώ το χρέος παραμένει υψηλό, «το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε, καθώς η μέση σταθμισμένη διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 17,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν σε σχετικά χαμηλό (5,6%) ποσοστό των εσόδων της γενικής κυβέρνησης».

«Η ανάκαμψη από την κρίση χρέους και στη συνέχεια από την πανδημία Covid-19 ενίσχυσε την αύξηση των επενδύσεων και την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής και σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα. Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, της ναυτιλίας και της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την πρόοδο στην πώληση και διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώθησαν σε πρόσθετες επενδύσεις» αναφέρει μεταξύ άλλων ο οίκος, σημειώνοντας ακόμη ότι η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., παρά τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών. Και αυτό λόγω των επιδόσεων-ρεκόρ στον τουρισμό, της αύξησης των επενδύσεων, της μείωσης της ανεργίας και της βελτίωσης της χρηματοδότησης της οικονομίας. Επίσης, επισημαίνει ότι ο πληθωρισμός αρχίζει να εξομαλύνεται και βαδίζει προς τον στόχο της ΕΚΤ για επίπεδα κάτω του 2%.

Σχολιάζοντας την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την S&P, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης δήλωσε στη γερμανική Handelsblatt ότι «βλέπουμε την αναβάθμιση ως ένδειξη εμπιστοσύνης, αλλά κυρίως ως υποχρέωση να τηρήσουμε τη συνετή δημοσιονομική και οικονομική μας πολιτική». Ο Κ. Χατζηδάκης υπογράμμισε ότι η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με την υψηλότερη ανάπτυξη. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να φτάσει το 2,4% φέτος και το 3% τον επόμενο χρόνο, εκτίμησε ο Υπουργός, με κύριους μοχλούς τον τουρισμό, την αύξηση των εξαγωγών και τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. «Μειώσαμε τους φόρους για τις επιχειρήσεις από το 28% στο 22% και μειώσαμε και τις ασφαλιστικές εισφορές.

Με τις μεταρρυθμίσεις μας στην αγορά εργασίας ενισχύσαμε την προστασία των εργαζομένων και συγχρόνως βελτιώσαμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας», τόνισε ο Υπουργός, προσθέτοντας ότι «δεν προσφέρουμε μόνο το σωστό μείγμα πολιτικής για τους επενδυτές, αλλά και πολιτική σταθερότητα».

Ο «χορός» των αναβαθμίσεων ωστόσο είχε και συνέχεια, με τη σκυτάλη να παίρνουν δύο από τους μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας της Κίνας. Συγκεκριμένα, στις 27 Οκτωβρίου ο οίκος ChinaLianheCreditRating Co. (LianheCredit) αναβάθμισε την αξιολόγηση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα ‘ΒΒΒ’ από ‘ΒΒΒ-‘, με σταθερές προοπτικές, ενώ μια μέρα νωρίτερα, στις 26 Οκτωβρίου, ο κινεζικός οίκος ChengxinCreditRatingGroup αναβάθμισε επίσης την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας σε ‘ΒΒ+’ από ‘Β-’, επίσης με σταθερές προοπτικές. Για τις εξελίξεις αυτές μάλιστα, η πρεσβεία της Κίνας απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα θα συμβάλλει σημαντικά στην προσέλκυση κινεζικών επενδύσεων στην ελληνική αγορά και θα έχει θετικό αντίκτυπο στο δυναμικό της οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας των δύο χωρών».

Φορολογικό νομοσχέδιο: Μια ακόμα προσπάθεια…
Κομβικό σημείο των εξελίξεων εξάλλου ήταν, όπως ειπώθηκε, η παρουσίαση του σχεδίου νόμου με νέα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, «στόχος του νομοσχεδίου είναι η ολιστική και πολυεπίπεδη αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής, η φορολογική δικαιοσύνη, καθώς και η αποκάλυψη φορολογητέας ύλης με τελικό στόχο την περαιτέρω ενίσχυση των δαπανών για την Παιδεία και την Υγεία, καθώς και τη μείωση των φορολογικών συντελεστών». Οι βασικοί άξονες περιλαμβάνουν την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για διασταυρώσεις και πιο αποτελεσματικούς ελέγχους, τον περιορισμό της χρήσης μετρητών στις συναλλαγές, την εφαρμογή μέτρων για πιο διαφανείς και αποτελεσματικούς ελέγχους, τη ρύθμιση της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων και ένα νέο, πιο δίκαιο -κατά την κυβέρνηση- σύστημα φορολόγησης για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ο Κωστής Χατζηδάκης σχολιάζοντας το νέο νομοσχέδιο ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:

«Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία σήμερα, το 71% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει εισόδημα χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό, ενώ το 4% πληρώνει το 50% των φόρων από τη συγκεκριμένη κατηγορία φορολογούμενων. Το νέο σύστημα έχει ως σημείο αναφοράς τον κατώτατο μισθό, θεωρώντας ότι δεν μπορεί ένας ελεύθερος επαγγελματίας να έχει εισόδημα μικρότερο από έναν εργαζόμενο που αμείβεται με τις κατώτατες αποδοχές, ενώ προβλέπει πιο ευνοϊκό καθεστώς για τους νέους επαγγελματίες για τα πρώτα πέντε χρόνια δραστηριοποίησής τους, τους ανάπηρους, τους κατοίκους μικρών νησιών και οικισμών. Με την εφαρμογή του υπολογίζουμε ότι θα έχουμε σημαντική αποκάλυψη της φοροδιαφυγής, που θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των εσόδων του Δημοσίου από τη φορολογία των αυτοαπασχολούμενων, κατά 874 εκατ. ευρώ, ενώ το τελικό ποσό μετά την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος θα είναι 606 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, οι συνεπείς φορολογούμενοι επιβραβεύονται με την ταχύτερη μείωση του τέλους επιτηδεύματος, ενώ εκείνοι που θα πληρώσουν περισσότερα είναι όσοι δήλωναν εισοδήματα κάτω από τον κατώτατο μισθό».

Συνοπτικά, οι παρεμβάσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι οι εξής:

  1. Υποχρεωτική ανάρτηση εσόδων και δαπανών στο MyData εντός του 2024.
  2. Απαγόρευση της χρήσης μετρητών στις αγοραπωλησίες ακινήτων – το τίμημα θα καταβάλλεται αποκλειστικά με τραπεζικά μέσα πληρωμής.
  3. Αύξηση του προστίμου για χρήση μετρητών σε συναλλαγές άνω των 500 ευρώ, σε ποσό διπλάσιο της συναλλαγής.
  4. Καταβολή της πλειονότητας των επιδομάτων μέσω χρεωστικών καρτών.
  5. Ρύθμιση της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
  6. Διακοπή συνεργασίας των εταιρειών εμπορίας καυσίμων με παραβάτες λαθρεμπορίας.

Πέραν αυτών, υπάρχουν και τέσσερις επιπλέον παρεμβάσεις, οι οποίες ωστόσο προχωρούν κανονικά και δεν περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο γιατί δεν χρειάζονται νομοθετική παρέμβαση. Οι παρεμβάσεις αυτές είναι η ολοκλήρωση της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τα POS τους πρώτους μήνες του 2024, η επέκταση της υποχρέωσης κατοχής συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών (EFT/POS) στους υπόλοιπους κλάδους της λιανικής αγοράς που σήμερα δεν έχουν, η ενεργοποίηση του ψηφιακού δελτίου αποστολής, πιλοτικά από τις αρχές του 2024 και πλήρως έως το τέλος του έτους, καθώς και τα υποχρεωτικά ηλεκτρονικά τιμολόγια εντός του 2024 (έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα στην Ε.Ε.).

… και οι αντιδράσεις
Όπως ήταν αναμενόμενο, η δημοσιοποίηση των προβλέψεων του νέου φορολογικού νομοσχεδίου προκάλεσε αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τους μικρομεσαίους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους. Ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΕΑ), Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, ανέφερε ότι η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία είναι οι δύο πιο σκληρές μορφές αθέμιτου ανταγωνισμού, τονίζοντας παράλληλα τη θέληση του ΕΕΑ να διευρυνθεί η φορολογική βάση «γιατί είναι άδικο αυτοί που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν -μισθωτοί, συνταξιούχοι, επιχειρήσεις- να πληρώνουν τα σπασμένα για όλους τους υπόλοιπους».

Ο ίδιος δήλωσε, καταρχήν, υπέρ των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, διατυπώνοντας ωστόσο ενστάσεις: «Δεν είναι λογικό το 71% των ελεύθερων επαγγελματιών να δηλώνει εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ» σημειώνοντας πως «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, γιατί υπάρχουν επαγγελματίες που βγάζουν κάτω από 10.000 ευρώ». Όπως εξήγησε, περίπου το 50% των επιχειρήσεων στη χώρα είναι ελεύθεροι επαγγελματίες-αυτοαπασχολούμενοι, συνεπεία της περιόδου των μνημονίων, ενώ τόνισε ότι συμφωνεί με τη χρήση “πλαστικού” χρήματος, σημειώνοντας παράλληλα την ανάγκη μείωσης των πολύ υψηλών χρεώσεων των τραπεζών για συναλλαγές με POS, αλλά και των υψηλών προμηθειών για ηλεκτρονικές συναλλαγές, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επιπλέον, ο Πρόεδρος του ΕΕΑ συμφώνησε με τη δυνατότητα καταγγελιών για φοροδιαφυγή αλλά υπογράμμισε την αντίθεσή του στην επιβράβευση όσων προβαίνουν σε καταγγελίες, κάνοντας λόγο για κίνδυνο να δημιουργηθούν “κυνηγοί κεφαλών”.

Αντίστοιχη ανακοίνωση εξέδωσε και το Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Αθήνας (ΒΕΑ) υπογραμμίζοντας ότι τάσσεται υπέρ της πάταξης της φοροδιαφυγής «πρωτίστως, γιατί τα μεγαλύτερα θύματά της, είναι οι υγιείς μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι».

Το Επιμελητήριο προσθέτει ότι δεν είναι όλες οι μικρές επιχειρήσεις φοροκλέφτες -όπως δεν είναι και όλες οι μεγάλες- και κάθε τέτοιος γενικός χαρακτηρισμός, του τύπου «καλός εργαζόμενος-κακός επαγγελματίας και επιχειρηματίας», ενέχει τον κίνδυνο κοινωνικής αδικίας, στοχοποίησης και αντιπαλότητας. To BEA υπενθυμίζει ότι έχει τοποθετηθεί, επί σειρά ετών, τονίζοντας πως όσο δεν ελέγχονται οι παράνομοι «επαγγελματίες», τόσο προκαλείται αθέμιτος ανταγωνισμός. Ζητά τη νομότυπη και σε οργανωμένο πλαίσιο άσκηση της επιχειρηματικότητας, με αδειοδοτημένους και πιστοποιημένους επαγγελματίες. Προς την κατεύθυνση μάλιστα αυτή, όπως επισημαίνει, έχει προβεί σε δράσεις και παρεμβάσεις προς την πολιτεία.

Από την άλλη πλευρά, σημειώνει, πρέπει και η κυβέρνηση – στην προσπάθειά της όπως δηλώνει, να «προχωρήσει με πνεύμα δικαιοσύνης και κοινής λογικής στην εφαρμογή ενός νέου, δίκαιου συστήματος φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών στο πνεύμα αντίστοιχων ρυθμίσεων που ισχύουν σε προηγμένες χώρες της Ε.Ε.», να ελέγξει, με σοβαρά μέτρα και δικλείδες ασφαλείας, τη φοροδιαφυγή εκατομμυρίων από μεγάλες επιχειρήσεις, ενδοομιλικές συναλλαγές και γενικά την ασυδοσία των ανεξέλεγκτων αγορών.

Επιπλέον υπογραμμίζει πως, ανατρέχοντας στην ίδια την Ε.Ε., υπάρχει αναφορά στην Έκθεση σχετικά με το οικονομικό έγκλημα, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή (Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019 / (2018/2121(INI)) όπου τονίζεται ότι «οι πρόσφατες εξελίξεις στη φορολογία και την είσπραξη φόρων, οι οποίες έχουν μετατοπίσει τη φορολογική επίπτωση από τον πλούτο στο εισόδημα, από το εισόδημα κεφαλαίου στο εισόδημα από εργασία και κατανάλωση, από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην πραγματική οικονομία, είχαν δυσανάλογο αντίκτυπο στις γυναίκες και τα άτομα χαμηλού εισοδήματος, τα οποία συνήθως βασίζονται περισσότερο στο εισόδημα από την εργασία και δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους στην κατανάλωση», καθώς και ότι «υπάρχουν υψηλότερα ποσοστά φοροδιαφυγής μεταξύ των πλουσιότερων», καλεί δε την Επιτροπή, να «εξετάσει τον αντίκτυπο στην κοινωνική ανάπτυξη». Τέλος, ο Πρόεδρος του ΒΕΑ, Παύλος Ραβάνης, δήλωσε: «Χρειάζεται να προστατευτεί η κοινωνική ισορροπία, να υπάρχουν πραγματικά ίσες ευκαιρίες στην άσκηση της επιχειρηματικότητας. Ζητάμε να υπάρχει σεβασμός στον ελεύθερο επαγγελματία και την οικογενειακή επιχείρηση, που αποτελεί την πλειοψηφία στη χώρα. Να απαιτήσουμε όλοι να επιβαρύνονται με αυτό που τους αναλογεί οι πραγματικά “έχοντες” και όσοι αισχροκερδούν. Να προστατευτεί τελικά και ο μικρομεσαίος επαγγελματίας και επιχειρηματίας, που πλήττεται επί σειρά ετών κρίσης, σε βαθμό επιβίωσης, από την ανεξέλεγκτη ακρίβεια και από αθέμιτες τακτικές μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων». Είναι φανερό ότι τα δύσκολα για την κυβέρνηση στο κομμάτι της φοροδιαφυγής μόλις τώρα ξεκινούν.

Κατατέθηκε το Draft Budgetary Plan 2024 στην Ε.Ε.
Στις υπόλοιπες εξελίξεις, κατατέθηκε, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες προθεσμίες, το Draft Budgetary Plan (DBP) 2024 από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το DBP επιβεβαιώνει τα δημοσιονομικά μεγέθη των ετών 2023 και 2024, όπως αποτυπώθηκαν στο προσχέδιο Προϋπολογισμού 2024 που κατατέθηκε στις 2 Οκτωβρίου στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται και ως προς την διεθνή κοινότητα, ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και 2,1% του ΑΕΠ το 2024 είναι εφικτός, ενώ το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να αποκλιμακωθεί από 171,4% του ΑΕΠ το 2022 σε 159,3% το 2023 και σε 152,2% το 2024.

Παράλληλα, στο DBP περιλαμβάνονται όλα τα δημοσιονομικά μέτρα όπως εξαγγέλθηκαν το προηγούμενο διάστημα και έχουν αποτυπωθεί στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2024, ενώ παρατίθενται αναλυτικά και οι υλοποιούμενες μεταρρυθμίσεις που συνάδουν με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες για ανάπτυξη.

Ταμείο Ανάκαμψης: 718 έργα προϋπολογισμού 20,72 δισ. ευρώ
Στον απόηχο των δυσκολιών που φαίνεται να παρουσιάζονται ως προς την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Νίκος Παπαθανάσης, ανέφερε ότι στο σκέλος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχουν ενταχθεί μέχρι σήμερα 718 έργα, συνολικού προϋπολογισμού 20,72 δισ. ευρώ, καλύπτοντας το 99,4% του αρχικού Προϋπολογισμού. Από τα 536 επενδυτικά σχέδια που υποβλήθηκαν, τα 320 αφορούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με συνολικό προϋπολογισμό 4,76 δισ. ευρώ. Περισσότερες από 100.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν ενισχυθεί με επιχορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, με ποσό 667,96 εκατ. ευρώ.

Στη νέα πρόταση για το αναθεωρημένο σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, περιλαμβάνονται πρόσθετα έργα που αφορούν κυρίως στην ενίσχυση της περιβαλλοντικής πρόληψης (προστασία δασών) και της πολιτικής προστασίας (αντισεισμικοί έλεγχοι δημοσίων κτιρίων), αλλά και τη δημιουργία νέων υποδομών («έξυπνες» γέφυρες). Παράλληλα, εντάσσονται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας επιπλέον έργα (επισκευή και αποκατάσταση οδικού δικτύου, ανακατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου, αντιδιαβρωτικές παρεμβάσεις) για την ανασυγκρότηση των περιοχών που έχουν πληγεί από πυρκαγιές και πλημμύρες (Έβρος, Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα), συνολικού προϋπολογισμού 686 εκατ. ευρώ.

Νέο νομοσχέδιο για δάνεια και δανειολήπτες
Iδιαίτερα σημαντική εξέλιξη ήταν εξάλλου και η παρουσίαση του σχεδίου νόμου με τίτλο «Δάνεια: Διαφάνεια, ανταγωνισμός, προστασία των ευάλωτων – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167», οι ρυθμίσεις του οποίου κινούνται σε πέντε άξονες:

  1. Θεσπίζονται υποχρεώσεις διαφάνειας, ενημέρωσης και σεβασμού των δικαιωμάτων των οφειλετών για τους servicers.
  2. Διευρύνεται η προστασία για τους πραγματικά ευάλωτους.
  3. Εκσυγχρονίζονται και βελτιώνονται οι ρυθμίσεις για τον εξωδικαστικό μηχανισμό.
  4. Εισάγονται ρυθμίσεις που ενισχύουν τον ανταγωνισμό, όπως η χορήγηση δανείων από μη τραπεζικούς φορείς.
  5. Επεκτείνονται οι συναλλαγές μέσω του συστήματος άμεσων πληρωμών (IRIS).

Παράλληλα περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, την απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών του Πτωχευτικού Κώδικα, τη Σύσταση Μητρώου Παρακολούθησης Ιδιωτικού Χρέους προκειμένου να επισημαίνονται έγκαιρα οι τάσεις και να βελτιωθεί η ανταπόκριση της πολιτείας σε περίπτωση που ανακύψουν προβλήματα στο μέλλον, καθώς και για τη μείωση των φόρων συγκέντρωσης κεφαλαίου και χρηματιστηριακών συναλλαγών.

Υπάρχουν παράλληλα διατάξεις για την άμεση δημοσιοποίηση των επωνυμιών επιχειρήσεων, στις οποίες η Τράπεζα της Ελλάδος εντοπίζει παραβάσεις της νομοθεσίας. Το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εκτιμά ότι με το νέο νομοσχέδιο «ενισχύεται το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την αγορά και διαχείριση πιστώσεων, διασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων των δανειοληπτών και ακεραιότητας της απαίτησης και ενισχύεται ο ανταγωνισμός στον τομέα της παροχής πιστώσεων». Παράλληλα, οι ρυθμίσεις στοχεύουν στην καλύτερη ρύθμιση πιστώσεων, ιδίως μη εξυπηρετούμενων, με αποτέλεσμα την καλύτερη ανάκτηση της χορηγηθείσας πίστωσης, στην εύλογη προστασία των δανειοληπτών και ιδίως των πλέον ευάλωτων, την καλύτερη παρακολούθηση της πορείας του ιδιωτικού χρέους από την κυβέρνηση και τη βελτίωση της λειτουργίας της Γενικής Γραμματείας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Όλα αυτά βέβαια μένει να αποδειχθούν και στην πράξη, κάτι που μόνο εύκολο δεν θα είναι. Όπως σχεδόν εμμονικά ακούγεται τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι πέρα για πέρα αλήθεια, νόμοι υπάρχουν, αλλά το πρόβλημα παρουσιάζεται στην εφαρμογή τους. Δεδομένου δε του γεγονότος ότι το σχέδιο νόμου ανοίγει πολλά και σύνθετα μέτωπα, η αγορά δεν είναι καθόλου βέβαιη ότι το αποτέλεσμα θα είναι το αναμενόμενο.

Σχέδιο Προϋπολογισμού: Προβλέπει σημαντική αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους
Πέρα από όλα τα παραπάνω ωστόσο, η κυβέρνηση κατέθεσε και επίσημα στη Βουλή το σχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2024.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 θα διαμορφωθεί στο 3%, ο πληθωρισμός (Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή) αναμένεται να αποκλιμακωθεί στο 2,4% (έναντι εκτίμησης 4% για εφέτος) και η ανεργία προβλέπεται να μειωθεί στο 10,6% από 11,2% το 2023. Σε δημοσιονομικό επίπεδο, το πρωτογενές πλεόνασμα το 2024 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,1% του ΑΕΠ (έναντι 1,1% εφέτος). Σημαντική αποκλιμάκωση αναμένεται στο δημόσιο χρέος, το οποίο προβλέπεται το 2024 στο 152,2% του ΑΕΠ από 171,4% το 2022 και 159,3% το 2023. Εξάλλου, τα έσοδα από τον ΦΠΑ το 2023 προβλέπεται να διαμορφωθούν σε 23,1 δισ. ευρώ έναντι 21,9 δισ. ευρώ το 2022, αυξημένα κατά 1,2 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τα μακροοικονομικά μεγέθη, η αύξηση αυτή οφείλεται στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης (550 εκατ. ευρώ) και της τουριστικής κίνησης (350 εκατ. ευρώ) και τα υπόλοιπα 300 εκατ. ευρώ αποδίδονται στην άνοδο των τιμών και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Για το 2024 η πρόβλεψη για τα έσοδα από ΦΠΑ ανεβαίνει στα 24,2 δισ. ευρώ. Το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εκτιμά ότι ο στόχος θα επιτευχθεί αφενός με την ανάπτυξη της οικονομίας, αφετέρου με την εφαρμογή των μέτρων που έχουν ήδη ανακοινωθεί (επέκταση των POS και σύνδεσή τους με τις ταμειακές μηχανές, ένταση των ελέγχων, περιορισμό της χρήσης μετρητών, κ.ά.).

«Μετά την ήδη σημαντική μείωση του κενού ΦΠΑ τα προηγούμενα έτη μέσω της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, στόχος είναι να μειωθεί περαιτέρω στο μέσο επίπεδο των χωρών της Ε.Ε. έως το 2026, που σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες μετρήσεις ανέρχεται σε περίπου 9%. Αυτό σημαίνει στην πλήρη εφαρμογή των μέτρων επιπλέον έσοδα της τάξης των 2 δισ. ευρώ ετησίως» αναφέρει χαρακτηριστικά το Υπουργείο.

2023: Αύξηση φορολογικών εσόδων χωρίς νέους φόρους
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη του σχεδίου του Προϋπολογισμού είναι το γεγονός ότι το 2023 δεν επιβλήθηκε κανένας νέος φόρος, ούτε αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές, ωστόσο την ίδια στιγμή τα έσοδα από τη φορολογία εκτιμάται ότι θα είναι αυξημένα κατά 9,1% σε σχέση με το 2022 και θα διαμορφωθούν σε 61,3 δισ. ευρώ, από 56,2 δισ. ευρώ πέρυσι. Σχολιάζοντας την εξέλιξη αυτή στο FinancePro στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, εκτιμούν ότι το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε πέντε λόγους. Πρώτα απ΄όλα στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, λόγω της επαναφοράς της στην κανονικότητα μετά τις επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 και των κυβερνητικών μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Κατά δεύτερον, στη σημαντική αύξηση των τουριστικών εισπράξεων, οι οποίες κατά το επτάμηνο του τρέχοντος έτους ξεπέρασαν τα επίπεδα της αντίστοιχης περιόδου του 2019. Θετική επίδραση είχαν ακόμα η αύξηση των μισθών και συντάξεων, που επηρεάζει κυρίως τα έσοδα από τους άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος), αλλά και τα πληθωριστικά φαινόμενα, των οποίων βέβαια η συμβολή είναι πολύ μικρότερη φέτος σε σχέση με πέρυσι, δεδομένης της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Τέλος, στην εκτεταμένη χρήση πιστωτικών καρτών και στην αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών εν γένει. Σημειώνεται ότι μεγάλο μέρος της αύξησης των εσόδων προέρχεται από αύξηση του φόρου εισοδήματος των νομικών προσώπων που ανήλθε σε 7,1 δισ. ευρώ φέτος, έναντι 4,7 δισ. ευρώ πέρυσι.