Διαχρονικά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συζήτηση σχετικά με θέματα της αγοράς εργασίας. Ζητούμενο κάθε φορά είναι η ενίσχυση της οικονομίας, θέτοντας παράλληλα δικλείδες ασφαλείας για τους εργαζομένους. Και αυτό γιατί μια εύρυθμη αγορά εργασίας, οφείλει να συνδυάζει επιτυχώς την ευελιξία για τις επιχειρήσεις, ώστε να ανταποκρίνονται στις ραγδαίες αλλαγές του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και της προστασίας των εργαζομένων. Με αφορμή την ψήφιση του νέου εργασιακού νόμου για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, παραθέτουμε κάποιες σκέψεις οι οποίες θεωρούμε ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Οι διατάξεις του πρόσφατου Ν.4808/2021 συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της αναπτυξιακής δυναμικής σε συνδυασμό με την τόνωση των δημοσίων εσόδων (αναβάθμιση του πληροφοριακού ψηφιακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», εισαγωγή της ψηφιακής κάρτας εργαζομένων για την αντιμετώπιση της αδήλωτης κ.ά.). Παράλληλα, προβλέπει τη δημιουργία ενός πλέγματος ασφαλείας για τους εργαζομένους, με την κύρωση της διεθνούς σύμβασης αρ. 190 του ILO, τη σύσταση της Επιθεώρησης Εργασίας ως ανεξάρτητης αρχής, την ενεργοποίηση της διευθέτησης του χρόνου εργασίας κατόπιν αιτήματος του εργαζομένου κά.
Η αγορά εργασίας στην εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης μεταβάλλεται άρδην, διογκώνοντας την ανάγκη προσαρμογής στις νέες συνθήκες, έχοντας πάντα υπόψη την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό, εξαιρετικής σημασίας είναι η αναβίωση του αποτελεσματικού κοινωνικού διαλόγου και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων, όπως συνέβαινε στο παρελθόν κατά τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, μέσω της υπογραφής της ΕΓΣΣΕ. Η επιτυχία αυτής της προσέγγισης ήταν ότι, εκτός από την αυτορρύθμιση στην αγορά, κατάφερνε να συνδυάζει τις αντιθέσεις και να προκρίνει έναν οικονομικά αποτελεσματικό μισθό και μάλιστα με κοινωνική συναίνεση, χωρίς να εξαρτάται από το φαινόμενο των «πολιτικών κύκλων».
Την ίδια στιγμή, η εμφάνιση της πανδημίας του Covid-19 επηρέασε και επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία των επιχειρήσεων και τα οικονομικά τους μεγέθη. Οι σχετικές έρευνες του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ επιβεβαιώνουν ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις φέρουν δυσανάλογα μεγαλύτερο βάρος, εξέλιξη που αν συνδυαστεί με την ιδιαίτερα υψηλή συμμετοχή των “micro” και μικρών επιχειρήσεων στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και την παρατεταμένη οικονομική κρίση, γίνονται κατανοητές οι πιέσεις που έχουν ασκηθεί σωρευτικά στην εγχώρια αγορά εργασίας.
Για να κατορθώσουν οι επιχειρήσεις να γίνουν ανταγωνιστικές και βιώσιμες οφείλουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις προκλήσεις της αγοράς εργασίας, στο πλέγμα που διαμορφώνεται εν μέσω του ψηφιακού και του πράσινου μετασχηματισμού. Η αξιοποίηση εξειδικευμένου προσωπικού για την ομαλή μετάβαση των επιχειρήσεων στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον αποτελεί μονόδρομο. Στοχευμένα κίνητρα τόσο για την πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού όσο και για την επανακατάρτιση (re-skilling) των εργαζομένων και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους (up-skilling) θεωρούνται εκ των ουκ άνευ για τη διατήρηση της λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τέλος, στην προσπάθεια αντιμετώπισης των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης συγκαταλέγεται και η πλήρης αξιοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» με τολμηρές πρωτοβουλίες. Μια εξ αυτών συνιστάται στην ένταξη πόρων του Σχεδίου και των ανεξόφλητων χρεών που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε ένα εθνικό κεφάλαιο factoring, με στόχο τη στήριξη των επιχειρήσεων, υπό την προϋπόθεση εκσυγχρονισμού τους, μέσω πρόσληψης εξειδικευμένου προσωπικού.
Η αλήθεια είναι πως ο όρος «μεταρρυθμίσεις» έχει συνδεθεί στη συλλογική μνήμη με αρνητικές επιπτώσεις. Ωστόσο, η οικονομική αλλά και υγειονομική κρίση μας έχουν ωριμάσει ως κοινωνία. Με αυτά τα δεδομένα και το μετασχηματισμό του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της αγοράς εργασίας να συντελείται ήδη με καταιγιστικό ρυθμό, οφείλουμε να ανταποκριθούμε άμεσα, με βάση τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Σήμερα, η ενεργός συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη χάραξη των πολιτικών που αφορούν στην απασχόληση, στις συνθήκες εργασίας και στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί μια συνθήκη περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
Τoυ Δρ. Χαράλαμπου Αράχωβα, Οικονομολόγος, Συντονιστής Τμήματος Οικονομικής Ανάλυσης INEMY-ΕΣΕΕ