Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους. Το κλίμα ωστόσο μπορεί να αναστραφεί και να καλυφθεί μέρος της ύφεσης του 2020 αν η πανδημία υποχωρήσει μέσα στην άνοιξη, όπως μας λέει ο κύριος Νίκος Βέττας εκ των συντακτών της Έκθεσης Πισσαρίδη.
Στην τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία τον Οκτώβριο αναφερόταν πως το 2021 θα υπάρξει ανάπτυξη περίπου 4%. Επίσης, το σχέδιο δράσεων που παρουσιάζεται στην Έκθεση Πισσαρίδη, έχει ως στόχο την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά ποσοστό της τάξης του 3,5% για την επόμενη δεκαετία, κατά μέσο όρο. Πιστεύετε ότι αυτός ο στόχος είναι ακόμα ρεαλιστικός;
Το κεντρικό μας σενάριο στο IOBE είναι για πραγματική μεγέθυνση της οικονομίας γύρω στο 4% αυτή τη χρονιά, άρα, πως θα μπορεί να καλυφθεί λιγότερο από το μισό της ύφεσης της περασμένης χρονιάς. Βασική υπόθεση όμως γι’ αυτό το σενάριο είναι πως η πανδημία θα αρχίσει να υποχωρεί σημαντικά μέσα στην άνοιξη, έτσι ώστε τα έσοδα από τον εισερχόμενο τουρισμό να είναι σημαντικά υψηλότερα από ό,τι πέρυσι, περίπου διπλάσια, και συνολικά να υπάρξει εκτίναξη της οικονομίας από το καλοκαίρι και μετά. Εάν αυτό δεν συμβεί, μπορεί να αναμένεται στασιμότητα στη φετινή χρονιά και ανάκαμψη μόνο από την επόμενη. Σε κάθε περίπτωση, στο πρώτο τρίμηνο που τώρα διανύουμε, η ύφεση είναι βαθιά.
Στο αναπτυξιακό σχέδιο της Έκθεσης Πισσαρίδη εξηγούμε πως με τη σημερινή δομή της οικονομίας, ακόμη και αν συνυπολογιστεί η θετική αντίδραση μετά την πανδημία και η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η οικονομία θα αναπτυχθεί στη δεκαετία κατά ετήσιο μέσο όρο περίπου γύρω 1,5%. Καθώς αυτός ο ρυθμός είναι χαμηλός, η Έκθεση προτείνει ένα συνεκτικό σχέδιο που θα αυξήσει συστηματικά την παραγωγικότητα και τη συμμετοχή στην εργασία. Αυτό θα συμβεί μέσα από τον μετασχηματισμό της οικονομίας σε περισσότερο εξωστρεφή, με διαφανείς κανόνες στις αγορές και τον δημόσιο τομέα.
Σε αυτό το θετικό σενάριο, η επόμενη δεκαετία έχει σχηματικά δύο μέρη. Στο πρώτο μισό, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την κάλυψη του παραγωγικού και επενδυτικού κενού, τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, τα χαμηλά επιτόκια διεθνώς, και την αναμενόμενη μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι ευνοϊκοί αυτοί παράγοντες, όμως, θα εξασθενήσουν σταδιακά, και γι’ αυτό είναι σημαντικό να εφαρμοστούν από σήμερα μεταρρυθμιστικές αλλαγές που θα αυξήσουν τον δυναμισμό της οικονομίας και θα της επιτρέψουν να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και να διατηρήσουν τη μεγέθυνση ισχυρή και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας. Θεωρούμε εφικτό να συμβεί αυτό, και η οικονομία να εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο σύγκλισης με τις περισσότερο ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης, αλλά μόνο υπό τον όρο της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τη δομή της οικονομίας μας.
Οι πόροι που θα αντλήσει η χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης θα βοηθήσουν ώστε να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά; Σε ποια κατεύθυνση πρέπει να επενδυθούν και με ποιες προτεραιότητες;
Οι πόροι του Ταμείου γίνονται καταρχήν διαθέσιμοι με το διπλό σκοπό να επουλωθούν οι πληγές από την πανδημία και να ενδυναμωθεί η οικονομία στα επόμενα χρόνια. Ας μην ξεχνάμε πως η συσσώρευση υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους θα είναι διαχειρίσιμη μόνο με υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης στα επόμενα χρόνια.
Στη βάση τους αυτοί πρέπει να έχουν την άνοδο της παραγωγικότητας, που προϋποθέτει ταχύτερη ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών όπως και θεσμικές τομές. Άλλωστε, η ΕΕ έχει καταστήσει σαφές πως η σχετική χρηματοδότηση θα δίνεται μόνο υπό τον όρο ταυτόχρονων δομικών μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων και τις οποίες θα υποστηρίζει.
Για τη χώρα μας, ο προγραμματισμός για το ταμείο ανάκαμψης θα πρέπει να είναι στοχευμένος με υψηλό αναπτυξιακό πολλαπλασιαστή. Ειδικότερα, οι πόροι δεν είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν για να ενδυναμωθεί το σημερινό εσωστρεφές υπόδειγμα της οικονομίας αλλά για τη μετάβαση σε μια νέα ανοικτή οικονομία, με ισχυρότερο ρόλο για επενδύσεις και εξαγωγές.
Ιδιαίτερη σημασία έχει οι πόροι να κινητοποιήσουν ανθρώπινο κεφάλαιο (μέσω ενίσχυσης της έρευνας και της διασύνδεσης με καινοτόμα μεταποίηση και τον πρωτογενή τομέα, προγράμματα κατάρτισης και εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης), να ενισχύσουν απαραίτητες υποδομές (ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, άξονας μεταφορών για εμπορεύματα, ποιοτική αναβάθμιση τουρισμού) και την απλούστευση διαδικασιών στον δημόσιο τομέα (με ψηφιακά μέσα και διασύνδεση).
Σε κάθε περίπτωση, οι διαθέσιμοι πόροι είναι πολύ σημαντικοί, αλλά από μόνοι τους δεν καλύπτουν το επενδυτικό κενό. Θα πρέπει να κινητοποιήσουν πρόσθετους πόρους και να δημιουργήσουν κίνητρα ώστε η ανάκαμψη να μην είναι βραχύβια. Οι δυσκολίες, όμως, δεν μπορούν να υποβαθμιστούν. Η αποτελεσματική διαχείριση προϋποθέτει διαφορετική λειτουργία του κράτους, των επιχειρήσεων και οργανισμών από ό,τι ισχύει μέχρι τώρα. Ουσιαστικά, απαιτεί μια πραγματική στροφή προς την προετοιμασία και πραγματοποίηση επενδύσεων που είναι ξένη με τη δομή και νοοτροπία μεγάλου μέρους της ελληνικής οικονομίας.
Μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης και τριών μνημονίων, βρισκόμαστε στη δίνη μια πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης. Κατά τη γνώμη σας, η ανταπόκριση της πολιτείας και της αγοράς στην κρίση αυτή είναι ικανοποιητική; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά;
Η ελληνική οικονομία μπήκε στη νέα κρίση με ασθενή παραγωγική βάση και υψηλά δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Μάλιστα, χωρίς να έχει προλάβει να καταγράψει κάποια χρόνια ισχυρής μεγέθυνσης όπως είχαν οι περισσότερες οικονομίες της Ευρώπης. Η οικονομική πολιτική στράφηκε στην απευθείας στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζόμενων, μια αντίδραση που είχε γενικά θετική επίδραση.
Βέβαια, αυτό έγινε εφικτό χάρη και στην στήριξη από τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική στην ΕΕ, που λειτουργεί ως ομπρέλα προστασίας. Έτσι, σε μια χρονιά βαθιάς ύφεσης, που συρρίκνωσε την οικονομία με πρωτοφανή τρόπο, η ανεργία δεν αυξήθηκε, ούτε οι πτωχεύσεις, ενώ το ισοζύγιο δημιουργίας επιχειρήσεων κινήθηκε θετικά. Αυτή είναι όμως μια μαγική εικόνα, η οικονομία έχει μπει στο ψυγείο.
Η εύλογη προστασία αναγκαστικά θα υποχωρήσει σύντομα. Όταν αρχίσει να γίνεται αυτό, θα φανούν οι διαστάσεις του προβλήματος και οι πραγματικές πιέσεις στα νοικοκυριά. Εργαζόμενοι με μειωμένα εισοδήματα, νοικοκυριά με υποχρεώσεις που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν, επιχειρήσεις με μειούμενα έσοδα, και κλάδοι που αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις είναι αναμενόμενο πως θα στραφούν στο κράτος για διαγραφή χρεών και υποχρεώσεων, αύξηση επιδομάτων, μείωση φόρων και ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Όμως, οι πολιτικές ελλειμάτων και ρευστότητας έχουν όρια και δεν είναι δωρεάν.
Τα αδύναμα νοικοκυριά και η εργασία πρέπει να στηριχθούν κυρίως με μείωση επιβάρυνσης στην απασχόληση, επιδόματα όπου χρειάζεται, προγράμματα πραγματικής κατάρτισης, βελτίωση στα συστήματα υγείας και εκπαίδευσης. Όχι, όμως, με άκριτη επιδότηση όσων μπορούν να πιέσουν περισσότερο την κεντρική εξουσία, ιδίως όταν κινούνται συστηματικά στην άτυπη οικονομία. Υπάρχει ο κίνδυνος οι πολιτικές να μην ανταποκριθούν στη δημιουργία συνθηκών για πραγματική αύξηση εισοδημάτων τα επόμενα χρόνια, αλλά στην ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση της οικονομίας από ένα αναποτελεσματικό δημόσιο.
Μετά από δυο lockdown και με αρκετούς περιορισμούς στην αγορά σε ισχύ, η ελληνική οικονομία δεν φαίνεται να έχει βρει ακόμα τον βηματισμό της. Ποιος είναι ο οδικός χάρτης ώστε το 2021 να έρθει η ανάκαμψη;
Αρχίζει να φαίνεται το τέλος της κρίσης, αλλά η πορεία προς τα εκεί δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Για την ίδια την πανδημία, δεν υπάρχει περιθώριο να υποτιμηθεί το μέγεθος των προκλήσεων που απομένουν στους επόμενους μήνες. Για την οικονομική ύφεση που προκαλείται, όσο αυτή βαθαίνει τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η διαχείριση των ανισορροπιών που προκαλεί.
Αν και κατά μέσο όρο την επόμενη χρονιά αναμένεται ανάκαμψη, αυτή δεν θα είναι ομοιόμορφη ανάμεσα στις χώρες, κλάδους ή επιχειρήσεις. Ούτε θα επαναφέρει άμεσα τις οικονομίες εκεί που ήταν πριν την κρίση. Θα είναι όμως ισχυρή, εκφράζοντας συσσωρευμένη ζήτηση και τις πολιτικές χρηματοδότησής της.
Καθώς η οικονομία θα κινείται στους επόμενους μήνες στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ύφεση και την ανάκαμψη, θα εμφανιστούν σημαντικές ευκαιρίες για επιχειρήσεις, κλάδους και οικονομίες που θα κάνουν σωστή ανάγνωση της νέας πραγματικότητας. Η πανδημία λειτουργεί ως επιταχυντής εξελίξεων στο τεχνολογικό επίπεδο, αλλάζει τη δομή αγορών, όπως και τη λειτουργία θεσμών.
Η υγειονομική κρίση και οι εξελίξεις στην τεχνολογία αλλάζουν διαδικασίες παραγωγής, το πώς διασυνδέονται οι επιχειρήσεις και τη φύση της κατανάλωσης. Όμως, μαζί με τις ευκαιρίες θα υπάρχουν και έντονα προβλήματα. Αυτά αφορούν, τόσο αδυναμία προσαρμογής στο νέο περιβάλλον όσο και πληγές που αφήνουν οι διαδοχικές κρίσεις.
Απόλυτη προτεραιότητα έχει και η προετοιμασία της παραγωγής για να εκμεταλλευτεί την παγκόσμια ανάκαμψη που αναμένεται και να καλυφθεί το επενδυτικό κενό. Η οικονομική πολιτική θα πρέπει πρωτίστως να στηρίξει την παραγωγή που θα ενισχύει την καινοτομία και την εξωστρέφεια της και θα δημιουργεί ανάλογες θέσεις εργασίας.
Σε μια άλλη ανάγνωση, η πανδημία, αν αποδεχτούμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις λειτούργησε ανασταλτικά, ενώ σε κάποιες άλλες ως επιταχυντής ή καταλύτης, ενέχει κάποια αμφισημία· για κάποιους επιχειρηματίες και κλάδους εμφανίστηκε ως καταστροφή, ενώ για άλλους ως ευκαιρία. Κάποιοι κέρδισαν και κάποιοι έχασαν.
Τι μαθαίνουμε από αυτή την περιπέτεια;
Οι μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις από την πανδημία, σε τομείς όπως ο τουρισμός και η διασκέδαση, μαζί με την επίδραση από τις επιταχυνόμενες τεχνολογικές εξελίξεις, σε τομείς όπως το λιανικό εμπόριο και οι μεταφορές, θα είναι σημαντικές. Θα μειώνουν επίσης συστηματικά τις θέσεις απασχόλησης σε χώρους όπου εργάζονταν στο παρελθόν πολλοί χωρίς υψηλή εξειδίκευση και πολλοί νέοι. Αυτή η αρνητική τάση θα ενισχύσει, στο ορατό μέλλον, το άμεσο πρόβλημα από την κρίση που διανύουμε, και θα εντείνει τις πιέσεις στα εισοδήματα, ιδίως στα πιο αδύναμα νοικοκυριά.
Ταυτόχρονα, η κρίση λειτουργεί ως επιταχυντής τεχνολογικών εξελίξεων και αναδιατάσσει τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Η πανδημία αλλάζει επίσης τη δομή αγορών και τη φύση του ανταγωνισμού. Εμφανίζονται μεγάλες ευκαιρίες για επιχειρήσεις και κλάδους που θα κάνουν σωστή ανάγνωση της νέας πραγματικότητας.
Αυτή ακριβώς θα είναι μια σημαντική πρόκληση για πολλές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε αυτές. Συνολικά, η πορεία της ελληνική οικονομίας μετά την πανδημία αναμένεται να προσδιοριστεί από αντιφατικές τάσεις, θετικές και αρνητικές. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης αναμένονται ισχυρά θετικοί στην αρχή της εξόδου αλλά θα μετριάζονται γρήγορα αν δεν αντιδράσει έγκαιρα η οικονομική πολιτική προς την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης.