Η ελληνική οικονομία εισέρχεται στη νέα χρονιά με δυναμική που δημιουργεί υψηλές προσδοκίες. Ο ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης στη χρονιά που ολοκληρώνεται εκτιμάται πως ήταν ιδιαίτερα υψηλός, επιβεβαιώνοντας πρόσφατες αναλύσεις του ΙΟΒΕ. Εκτιμάται πώς μπορεί να μετρηθεί στην περιοχή 9-9,5% για το σύνολο του έτους, μεγέθυνση από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και που αναστρέφει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη βαθιά ύφεση που προηγήθηκε. Η ισχυρή ανάκαμψη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της κατανάλωσης, συνοδεύεται όμως από ισχυρή αύξηση των εξαγωγών, τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών, όπως και από μείωση της ανεργίας.
Για τη νέα χρονιά επίσης αναμένεται ισχυρή μεγέθυνση, βέβαια σε χαμηλότερο επίπεδο. Συνυπολογίζοντας την τρέχουσα δυναμική της οικονομίας, τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, την εισροή πόρων από το ταμείο ανάκαμψης και άλλες ευρωπαϊκές πηγές, ο ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται στην περιοχή του 4,5-5%. Σε αυτό το σενάριο η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων προβλέπεται να γίνει μόνο σταδιακά και το βάρος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα παραμένει σχετικά χαμηλό. Εάν, βέβαια, και στην επόμενη χρονιά υπάρξει ενδεχόμενη παράταση και επιπλοκές της πανδημίας ή σημαντική διαταραχή στο κόστος χρηματοδότησης τότε ο συνολικός ρυθμός μεγέθυνσης θα είναι πολύ χαμηλότερος. Παρά τη θετική δυναμική που περιγράφεται παραπάνω, υπάρχουν ισχυροί λόγοι ανησυχίας και εγρήγορσης από την οικονομική πολιτική. Ένα πρώτο ζήτημα είναι οι δημοσιονομικές εξελίξεις. Τα ελλείμματα, το συνολικό αλλά ιδίως το πρωτογενές, ήταν ιδιαίτερα βαθιά στα δύο προηγούμενα έτη, κατά τα οποία υπήρχε ανάγκη αντιμετώπισης της πανδημίας και χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Για μια χώρα, όμως, με ιδιαίτερα υψηλό δημόσιο χρέος με ιστορικό και τάση δημιουργίας ελλειμάτων, είναι ουσιώδης συνθήκη η επίτευξη διατηρήσιμης δημοσιονομικής εξισορρόπησης, με τρόπο μάλιστα ώστε να υποστηρίζονται και ισχυροί ρυθμοί μεγέθυνσης.
Συγκριτικά, η οικονομία μας είναι από αυτές που κινήθηκαν προς τα βαθύτερα ελλείμματα στην τρέχουσα κρίση. Ακόμη και να μην υπήρχαν ευρωπαϊκοί περιορισμοί, τα δημοσιονομικά της χώρας οφείλουν να είναι στο επόμενο διάστημα σε κατάσταση που να μην την καθιστούν ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές και σενάρια κρίσεων. Μέρος της εξισορρόπησης θα προέλθει από την αναμενόμενη λήξη της πανδημίας και τη μεγέθυνση της οικονομίας, αλλά συνολικά αυτή δεν μπορεί να γίνει αυτόματα και θα απαιτήσει κρίσιμες επιλογές τόσο στην πλευρά των εσόδων όσο και των δαπανών.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι το πώς θα εξελιχθεί η χρηματοδότηση της χώρας από το εξωτερικό. Τα έκτακτα μέτρα στήριξης από τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη έχουν δοκιμάσει τα όριά τους και η αναστροφή τους έρχεται εγγύτερα όσο εντείνονται οι πληθωριστικές πιέσεις. Η αναμενόμενη γενική αύξηση επιτοκίων θα είναι κρίσιμο να μην συνοδεύεται με αύξηση, αλλά με μείωση του διαφορικού κόστους χρηματοδότησης (spread) που χωρίζει την ελληνική από άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Η εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων είναι, όμως, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σχετικά, θα είναι υψηλής σημασίας η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας το συντομότερο δυνατό, ιδανικά προς το τέλος του έτους. Η διατήρηση του κόστους χρηματοδότησης χαμηλά δεν σχετίζεται μόνο με την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους αλλά, πρωτίστως, με την χρηματοδότηση νέων επενδύσεων, σε συμπληρωματικότητα με τους πόρους του ταμείου ανάκαμψης και την ενδυνάμωση της τραπεζικής χρηματοδότησης. Πέρα από τη θετική δυναμική μεγέθυνσης και τους λόγους ανησυχίας, υπάρχει επίσης μία κρίσιμη σειρά παραγόντων, η εξέλιξη των οποίων κατά το επόμενο διάστημα είναι αβέβαιη.
Πρώτον, η εξέλιξη του πληθωρισμού θα έχει κεντρική οικονομική και πολιτική σημασία. Αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες είναι αναμενόμενες όταν οι οικονομίες ανακάμπτουν έντονα μετά από βαθιά ύφεση και η ζήτηση αυξάνεται. Μπορεί, όμως, να οδηγήσουν σε ισχυρή ανοδική περιδίνηση τιμών και μισθών που θα υποσκάψει την πραγματική ανάπτυξη. Φυσικά, μπορούν να μειώσουν τα πραγματικά εισοδήματα και πολλά νοικοκυριά να έχουν μείωση ευημερίας. Το πώς θα γίνει ο χειρισμός του πληθωρισμού στην Ευρώπη και εγχωρίως θα είναι κρίσιμος παράγοντας. Ένα δεύτερο ζήτημα είναι οι δημοσιονομικοί κανόνες στην ευρωπαϊκή τους διάσταση. Η συζήτηση για το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης έχει τουλάχιστον δύο επιμέρους σκέλη. Το εάν θα πρέπει να υπάρξουν τυπικές αλλαγές στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο ή μόνο διασταλτικές ερμηνείες και παρεκκλίσεις στην εφαρμογή του πλαισίου βραχυπρόθεσμα. Και σε ποια κατεύθυνση πρέπει να είναι οι όποιες αλλαγές, ειδικότερα εάν θα μεταβληθούν οι ποσοτικοί στόχοι για χρέη ή ελλείμματα, η ταχύτητα προσαρμογής προς τους τελικούς στόχους, ή εάν θα εξαιρούνται δαπάνες για ειδικές κατηγορίες, όπως για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ή έκτακτων υγειονομικών προβλημάτων.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και να μην υπήρχαν ευρωπαϊκοί περιορισμοί, τα δημοσιονομικά της χώρας μας οφείλουν να είναι σε τέτοια κατάσταση που να μην επιτρέπουν σενάρια κρίσεων και να μην την καθιστούν ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές. Μια δημοσιονομική πορεία με σταθερά αλλά λελογισμένα πλεονάσματα, της τάξης του 1% κατά μέσο όρο, όχι μόνο δεν αποτελεί τροχοπέδη για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη αλλά προϋπόθεση για αυτή.
Ένα τρίτο ζήτημα είναι η στροφή του παραγωγικού υποδείγματος στη χώρα, ειδικότερα με ενίσχυση των εξαγωγών και των επενδύσεων. Υπάρχουν θετικά σημάδια, όπως το ενδιαφέρον ξένων επιχειρήσεων και επενδυτών για την ελληνική οικονομία, η ανθεκτικότητα που επέδειξε ο τουρισμός και η συνεχιζόμενη σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών από κρίσιμους τομείς της μεταποιητικής βιομηχανίας. Αντίρροπα όμως, πιέζει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενισχύθηκαν, από πολλές απόψεις ακραία, ο ρυθμιστικός ρόλος και η σημασία των κρατικών παρεμβάσεων, ενώ και στο επόμενο διάστημα θα είναι κομβικός ο ρόλος χρηματοδότησης από πηγές που επηρεάζονται από κρατικές αποφάσεις και προτεραιότητες του δημόσιου τομέα, εξέλιξη που θα μπορούσε να ενισχύσει την εσωστρέφεια.
Αξιολογώντας συνολικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας κανείς ξεκινά από τη βάση που συναποτελούν κυρίως η ισχυρή ανάκαμψη που καταγράφεται και η αναμενόμενη ομαλή πρόσβαση σε χρηματοδότηση, με κέντρο το ταμείο ανάκαμψης, αλλά και ευρύτερα. Όμως, οι συνθήκες αυτές δεν διασφαλίζουν πως λύνονται αυτόματα τα συστηματικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν την οικονομία τα τελευταία πολλά χρόνια ή πως επουλώνονται οι πληγές της προηγούμενης δεκαετούς κρίσης.