Αναμφίβολα ένα μεγάλο σε εύρος πεδίο που βρίσκεται υπό την εποπτεία, την καθοδήγηση, την υποβολή προτάσεων στο ΔΣ/μετόχους ή τη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων εκ μέρους του/της CFO είναι αυτό της Φορολογίας.
Το φορολογικό σύστημα της χώρας, όπως αναφέρεται σε κάθε έρευνα που γίνεται από μεγάλους οίκους του εξωτερικού (αλλά το ίδιο προκύπτει και από εγχώριες επαγγελματικές ή επιστημονικές έρευνες) είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας για τη μη προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα, τουλάχιστον στο βαθμό που θα ήταν εφικτό. Όλοι οι φορείς και επαγγελματίες αναφέρονται στην ανάγκη δημιουργίας ενός φορολογικού συστήματος με τρία βασικά χαρακτηριστικά: απλό στην εφαρμογή, δίκαιο και κυρίως σταθερό.
Η πολυνομία που υπάρχει σχετικά με τη φορολογία, σε συνδυασμό με την ‘κακονομία’ (υπό την έννοια κυρίως της έκδοσης πολλών διευκρινιστικών εγκυκλίων, αλλά και της ενσωμάτωσης φορολογικών διατάξεων σε νόμους που κατά βάση αφορούν άλλα αντικείμενα) καθιστούν πολύ δύσκολο το έργο των επαγγελματιών του κλάδου – λογιστών και φορολογικών συμβούλων – οι οποίοι αναγκαστικά βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση και επιμόρφωση. Ειδικότερα για τους CFOs, με το εκτενές εύρος των αρμοδιοτήτων τους, είναι σε πολλές, ίσως στις περισσότερες περιπτώσεις, ανέφικτο να παρακολουθήσουν προσωπικά το σύνολο των φορολογικών τεκταινόμενων που αφορούν τις εταιρείες τους. Πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για εταιρείες μητρικές ομίλων και περαιτέρω όταν υπάρχουν εταιρείες του ομίλου οι οποίες δραστηριοποιούνται στην αλλοδαπή, όπου προφανώς υπάρχουν διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα.
Η επαρκής συνεπώς γνώση επί των φορολογικών θεμάτων για τους CFOs είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε συνεργάτες εξειδικευμένους στο αντικείμενο της φορολογίας (και ίσως περαιτέρω εξειδικευμένους σε συγκεκριμένα αντικείμενα της φορολογίας, όπως πχ η φορολογία εισοδήματος, το transfer pricing κλπ). Οι συνεργάτες μπορεί να είναι υπάλληλοι της εταιρείας ή εξωτερικοί σύμβουλοι ή ίσως συνδυασμός τους (co-sourcing).
Οποιαδήποτε πάντως και αν είναι η υποστήριξη που λαμβάνει ο CFO, αυτός είναι που πρέπει να κατανοήσει τις φορολογικές επιπτώσεις των επιχειρηματικών αποφάσεων και των εναλλακτικών τους, έτσι ώστε να είναι ο εξειδικευμένος επί των φορολογικών αξιόπιστος συνομιλητής της ανώτατης εκτελεστικής διοίκησης ή των μετόχων. Ακόμη – και ιδιαίτερα – και στις περιπτώσεις που μεταξύ των σεναρίων που εξετάζονται υπάρχουν φορολογικά ‘γκρίζες’ περιοχές, για τις οποίες πρέπει ο CFO να εκφράσει την άποψή του, να επισημάνει τυχόν κινδύνους και να προτείνει λύσεις οι οποίες θα περιορίζουν ή θα μηδενίζουν αυτούς τους κινδύνους.
Είναι εξάλλου γνωστό ότι ο έλεγχος επί των φορολογικών των εταιρειών, με την συνεχόμενη αύξηση της αυτοματοποίησης (συμπεριλαμβανομένων των έμμεσων τεχνικών ελέγχου της ΑΑΔΕ) σε συνδυασμό με την βελτίωση στο πλαίσιο διενέργειας ελέγχων πριν την παραγραφή των χρήσεων, αφήνουν ολοένα και λιγότερα περιθώρια για σφάλματα. Για όσα μάλιστα από τα σφάλματα υπάρχουν ενδείξεις ότι έγιναν κακοπροαίρετα, οι αρνητικές συνέπειες (για τις επιχειρήσεις και ενδεχομένως και για ορκωτούς ελεγκτές τους) είναι – και πρέπει να είναι – αυστηρές.
Μια άλλη παράμετρος είναι η συνεργασία των CFOs με τους ορκωτούς ελεγκτές των εταιρειών τους – μιλώντας για μεγάλες επιχειρήσεις – η οποία είναι δεδομένη και απαραίτητη. Εάν επιθυμία των CFOs και των διοικήσεων είναι η προστασία της εταιρείας (προληπτικά ή έστω κατασταλτικά, με τη λήψη κάποιων διορθωτικών μέτρων, πχ υποβολή τροποποιητικών δηλώσεων) πρέπει να υπάρχει μια ειλικρινής και ανοικτή συνεργασία, χωρίς αποκρύψεις στοιχείων. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εισηγμένων εταιρειών, όπου διακυβεύονται και διαφορετικού είδους συμφέροντα.
Ως τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντικά σημεία, στη σύντομη αυτή αναφορά είναι (α) η εξέταση της καταλληλότερης μεθόδου απόκτησης και ‘πιστοποίησης’ γνώσης, αλλά και συνεχιζόμενης εκπαίδευσης για τους λογιστές και τους CFOs που υπογράφουν οικονομικές καταστάσεις και (β) η ανάγκη για θεσμική παρέμβαση των CFOs για βελτίωση του φορολογικού συστήματος στην Ελλάδα.