To εαρινό World Economic Outlook του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κάνει λόγο για τις σημαντικές αναπτυξιακές υστερήσεις που προκαλεί ο πόλεμος στην παγκόσμια οικονομία αλλά και την τρομακτική άνοδο των τιμών τροφίμων και ενέργειας. Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας David Malpass επισημαίνει την ανάγκη της αύξησης της παραγωγής τροφίμων, ενέργειας και λιπασμάτων προκειμένου να αντιμετωπιστεί η (ιλιγγιώδης) αύξηση των τιμών ενώ ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman, σε άρθρο του στους New York Times, κάνει λόγο για ένα νέο κύμα από-παγκοσμιοποίησης (de-globalisation) το οποίο αναμένεται να οξύνει τις αντιθέσεις μεταξύ ανεπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου. Από την άλλη, οι εμβολιαστικές ανισότητες και το «σκληρό» lockdown στην Σαγκάη αναδεικνύουν τις πολλαπλότητες των ταχυτήτων όσον αφορά στην ανάκτηση της κανονικότητας. Στο επίπεδο αυτό, η «τέλεια καταιγίδα», για την οποία κάναμε λόγο σε προηγούμενο άρθρο στο φιλόξενο Finance Pro δεν έρχεται αλλά είναι ήδη εδώ. Προφανώς, η Ουκρανική κρίση επιταχύνει την καταιγίδα αυτή και δημιουργεί ένα μάλλον δυστοπικό περιβάλλον. Η οικονομική (και κοινωνική) συγκυρία είναι εξαιρετικά εύθραυστη, ο ιστορικός χρόνος πυκνός ενώ η αβεβαιότητα μεγεθύνεται γεωμετρικά.
Υπό την έννοια αυτή, η ελληνική οικονομία, αλλά και η επιχειρηματικότητα, καλούνται να διατηρήσουν την ανθεκτικότητα τους και να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση σε ένα παραγωγικό υπόδειγμα βιώσιμης και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Αναμφίβολα, στη “βραχεία διάρκεια” το ζητούμενο για τις επιχειρήσεις είναι η βιωσιμότητα ενώ για την οικονομία ζητούμενο είναι η διατήρηση της ανάκαμψης που ξεκίνησε το 2021. Οι προβλέψεις δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες. To Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κάνει λόγο για ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3.5% το 2022 το οποίο ο οποίος είναι αρκετά μειωμένος σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλέψεις του Οκτωβρίου (6.5%). Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνει ότι η ανάπτυξη θα περιοριστεί για το 2022 μεταξύ του 2.2% (δυσμενές σενάριο) και του 3.6% (ήπιο σενάριο). Στα ίδια επίπεδα κινούνται και οι προβλέψεις των επιστημονικών ινστιτούτων, όπως του ΙΟΒΕ, τα οποία επισημάνουν το ροκάνισμα της ανάπτυξης λόγω του εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού (8.9% μεταξύ Μαρτίου 2021 και Μαρτίου 2022).
Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν τέσσερις προϋποθέσεις για να πετύχει η ελληνική οικονομία διατηρήσιμους ρυθμούς ανάκαμψης εντός του 2022. Πρώτον, οι αντιδράσεις της οικονομικής πολιτικής, η οποία οφείλει να είναι στοχευμένη και να ευθυγραμμίζεται με την δημοσιονομική ισορροπία. Δεύτερον, η αξιοποίηση της ρευστότητας από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης οι οποίοι μπορούν να υποστηρίξουν την ανάκαμψη. Ήδη εκταμιεύτηκε η πρώτη δόση από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 3.6 δις ευρώ, και αναμένεται να χρηματοδοτήσει μια πρώτη δέσμη δράσεων για τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, οι δράσεις που αναμένεται να υλοποιηθούν στον πρωτογενή τομέα, όπως ο «Εκσυγχρονισμός του Πρωτογενούς Τομέα», η «Αναδιάρθρωση καλλιεργειών» ή η «Καινοτομία και πράσινη μετάβαση στην μεταποίηση αγροτικών προϊόντων» είναι κρίσιμε για την μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα του ειδικά εν μέσω των διατροφικών προκλήσεων και «κλιματικής αλλαγής».
Τρίτον, η δυναμική του τουρισμού, η οποία μέσω των πολλαπλασιαστικών της επενεργειών μπορεί να απομειώσει τις περιφερειακές ανισότητες που διανοίχθηκαν μετά την υγειονομική κρίση. Οι τουριστικές εισπράξεις αναμένεται, λόγω της Ουκρανικής κρίσης και της κρίσης των τιμών, να κινηθούν χαμηλότερα σε σχέση με αυτές του 2019 (18.1 δισ. ευρώ) αλλά σε κάθε περίπτωση μπορούν να αποτελέσουν σημαντική ασφαλιστική δικλείδα στο εξωγενές σοκ των τιμών που βιώνει η οικονομία. Βέβαια, η αύξηση της ζήτησης βασικών προϊόντων (π.χ. αλεύρι, ζάχαρη, έλαια κ.λπ.) ενδέχεται να περιορίσει τα αποθέματα τροφίμων, αυξάνοντας, βραχυπρόθεσμα, ακόμα περισσότερο τις τιμές σε βασικά είδη διατροφής. Τέλος, μια σημαντική προϋπόθεση είναι η ουσιαστική στήριξη της αγοράς, η οποία αποτελεί τον «πνεύμονα» της οικονομίας.
Οι εμπορικές επιχειρήσεις διέρχονται από μια «τριπλή κρίση», την δημοσιονομική του 2008, την κρίση της πανδημίας του 2020 και την κρίση της ενεργειακή κρίση του 2022. Η τριπλή αυτή κρίση έχει εξωθήσει έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων έξω από την αγορά ενώ έχει προσθέσει σημαντικά βάρη σε έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό εμπορικών επιχειρήσεων. Όπως έδειξε η Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2021 του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, παρότι ο κύκλος εργασιών του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε μεταξύ 2020-2021 (αύξηση 9.7%) περισσότερες από δυο στις πέντε επιχειρήσεις (43%) κατέγραψαν μείωση των πωλήσεων τους το 2021 (σε σχέση με πέρυσι) παρότι το 2020 ήταν ένα καταστροφικό έτος για την αγορά. Μάλιστα, τα βασικά οικονομικά μεγέθη των πολύ μικρών (micro), μικρών και μεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων για το 2021 επιδεινώνονται σε σχέση με το 2019 που αποτελεί το τελευταίο έτος κανονικότητας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ ο μέσος ετήσιος κύκλος εργασιών το 2021, δηλαδή πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αναμένεται να έχει μειωθεί κατά -17.4%, σε σχέση με το 2019, ενώ τα μέσα λειτουργικά έξοδα εκτιμάται ότι θα έχουν αυξηθεί κατά 12.7%. Με βάση την εικόνα αυτή, η μέση εμπορική επιχείρηση επιστρέφει στα δεδομένα του 2016. Το στοιχείο αυτό τεκμηριώνει την «παγίδα» στην οποία εξωθείται ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων οι οποίες έχουν περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
Η «ενεργειακή κρίση» ενδέχεται να οξύνει τις αντιθέσεις εντός του οικοσυστήματος της αγοράς, προωθώντας μια βίαιη «δημιουργική καταστροφή» επιχειρήσεων, η οποία βραχυπρόθεσμα ενδέχεται να οξύνει ακόμα περισσότερο τις τιμές. Η υποστήριξη των εμπορικών επιχειρήσεων και ο ομαλός και σταδιακός μετασχηματισμός τους αποτελούν μια αναγκαία συνθήκη για την επόμενη ημέρα της αγοράς και της ελληνικής οικονομίας.