Η επενδυτική βαθμίδα για την Ελλάδα χάθηκε την Άνοιξη του 2010 όταν με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους και την είσοδο της χώρας στην εποχή των μνημονίων, τελευταία η Moody’s υποβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας κατά τέσσερις βαθμίδες σε μια μέρα. Να σημειωθεί πως η χώρα μας είχε φτάσει στη βαθμίδα Α+ πριν το ξέσπασμα της κρίσης, δηλαδή πέντε βαθμίδες πάνω από την επενδυτική βαθμίδα.
Η αναμενόμενη αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα από έναν ακόμα αναγνωρισμένο διεθνή οίκο (μετά την αναβάθμιση από την DBRS στις αρχές Σεπτεμβρίου) αναμένεται να έχει σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία, τα οποία όμως θα πρέπει να γίνουν εκμεταλλεύσιμα και πρακτικά μέσω της στοιχισμένης προσπάθειας όλων των παικτών και φορέων που ενεργοποιούνται σε αυτή.
Για το Ελληνικό Δημόσιο, η αλλαγή στις αξιολογήσεις των Οίκων Αξιολόγησης θα αποτελέσει το έναυσμα για την έναρξη των τοποθετήσεων θεσμικών επενδυτών (mutual funds, sovereign funds, pension funds, κ.λπ.) σε επενδυτικά προϊόντα της χώρας, καθώς επενδύουν το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των αποθεματικών τους μόνο σε τίτλους και assets με επενδυτική βαθμίδα. Αυτό σημαίνει πως θα υπάρξει εισροή κεφαλαίων για ελληνικούς τίτλους, αλλά και άμεσες ξένες επενδύσεις.
Η πρόκληση για το Ελληνικό Δημόσιο θα είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που προεξοφλεί η αναβάθμιση αυτή, όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής και η αναδιάρθρωση του συνταξιοδοτικού πλαισίου, ώστε να παραμείνει η χώρα σε αναπτυξιακή πορεία και να μειώσει ακόμα περισσότερο το δανεισμό ως % του ΑΕΠ, βελτιώνοντας συστηματικά την πιστωτική της θέση.
Το χρίσμα της επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να έχει επίσης καταλυτική επίδραση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με βασική επίδραση τον φθηνότερο τραπεζικό δανεισμό. Πρακτικά, το χαμηλότερο κόστος δανεισμού σε συνδυασμό με τα διαθέσιμα κεφάλαια μέσω του RRF θα λύσουν τα χέρια στις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία και παράλληλα θα ενισχύσουν την κερδοφορία τους. Οι ελληνικές τράπεζες, επίσης, θα ωφεληθούν από τη μεγαλύτερη αξία που θα έχουν τα ενέχυρα που καταθέτουν για δανεισμό από την ΕΚΤ. Η μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες είναι να επιταχύνουν τις διαδικασίες τους και να γίνουν πιο ενεργές, μετακυλίοντας το χαμηλότερο κόστος δανεισμού στην οικονομία. Τέλος, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής επιφάνειας της Ελλάδας θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες θα μετακυληθεί και στις επιχειρήσεις, μειώνοντας και για αυτές το κόστος δανεισμού. Η σημαντική πρόκληση ειδικότερα για τις ΜΜΕ είναι να αναπτύξουν στρατηγικές και projects που θα είναι χρηματοδοτήσιμες και να καλύπτουν τα -ασφαλώς αυστηρότερα- κριτήρια που αναζητούν το κράτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι τράπεζες. Ίσως όμως η πιο σημαντική ωφέλεια για τη χώρα μας είναι η σηματοδότηση του τέλους μιας πολύ δύσκολης περιόδου μακροχρόνιας κρίσης και η βελτίωση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης που αναμένεται να ενεργοποιήσει το πρόσθετο «αναπτυξιακό απόθεμα» της χώρας.
Σε αυτή την περίοδο ευκαιριών, αλλά και προκλήσεων ο ρόλος των συμβουλευτικών εταιρειών μπορεί να είναι καταλυτικός, τόσο ως διευκολυντές και επιταχυντές των κρατικών μεταρρυθμίσεων, όσο και ως σύμβουλοι των ελληνικών τραπεζών, αλλά και στη διαμόρφωση τεκμηριωμένων και χρηματοδοτήσιμων επιχειρησιακών σχεδίων για τις ελληνικές επιχειρήσεις.