H αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την Fitch από BB σε BB+ αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη για την οικονομία, δημιουργώντας βάσιμες πλέον προσδοκίες ότι η τελευταία μπορεί να βρεθεί στην επενδυτική βαθμίδα εντός του πρώτου εξαμήνου του 2023. Εάν αυτό συμβεί και εάν δεν παρατηρηθεί κάποιος προεκλογικός «εκτροχιασμός» της οικονομικής πολιτικής, ίσως τα πράγματα να εξελιχθούν καλύτερα του αναμενόμενου.
Για όσους βλέπουν πίσω από τις λέξεις, το πιο σημαντικό στοιχείο που καταγράφηκε από τους διεθνείς οικονομικούς αναλυτές -οι απόψεις των οποίων απηχούν αυτές των μεγάλων οίκων αξιολόγησης- είναι η εκτίμησή τους ότι περιορίζεται η αβεβαιότητα από τις επερχόμενες εκλογές στη χώρα μας, από τη στιγμή που υπάρχει η πεποίθηση σε θεσμούς και αγορές ότι έχει επέλθει κάποιου είδους συναίνεση μεταξύ των κομμάτων της χώρας όσον αφορά στη δημοσιονομική της εξυγίανση. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη, δεδομένου ότι σε κάθε εκλογική αναμέτρηση η αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική της επόμενης κυβέρνησης πάντα προκαλεί αναταράξεις στις αγορές. Ειδικότερα για την Ελλάδα, που παρά την επιτυχημένη οικονομική πολιτική των τελευταίων 3,5 χρόνων, οι ισορροπίες παραμένουν ευαίσθητες και οι κίνδυνοι μεγάλοι. Εάν η οικονομία ξεπεράσει ανώδυνα τον «σκόπελο» των εκλογών, παραμείνει στην ίδια στρατηγική γραμμή και δεν προκύψουν άλλοι κίνδυνοι -ενεργειακοί, γεωπολιτικοί ή άλλοι-, οι επόμενοι μήνες θα έχουν τις προϋποθέσεις να εκπλήξουν ευχάριστα θεσμούς και αγορές. Με ότι αυτό συνεπάγεται για την δανειοδότηση της χώρας και την επενδυτική προοπτική της.
Τι δείχνουν τα πρώτα στοιχεία για το 2022
Με την ολοκλήρωση του 2022, ήρθαν και τα πρώτα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας για το σύνολο του έτους. Σύμφωνα με την τελευταία οικονομική ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς για τον Ιανουάριο, την προηγούμενη χρονιά παρά την αυξημένη αβεβαιότητα λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και της ενεργειακής κρίσης, ο δείκτης οικονομικού κλίματος επέδειξε ανθεκτικότητα υποχωρώντας κατά μόλις 0,9 μονάδες βάσεις (στις 105,7 μονάδες βάσεις), όταν αντίστοιχα στην Ευρωζώνη η πτώση ήταν της τάξεως των 9,3 μονάδων (στις 101,5 μονάδες) Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις αποτελέσαν κυρίαρχο χαρακτηριστικό του 2022. Στην Ελλάδα ο εθνικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 9,6%. Ωστόσο από τον Οκτώβριο η αποκλιμάκωση – κυρίως στις τιμές ενέργειας – οδήγησε σε υποχώρηση των πιέσεων και του πληθωρισμού τον Δεκέμβριο στο 7,2% (Σεπτ.22: 12,0%). Από την άλλη πλευρά, ο δομικός πληθωρισμός συνέχισε την ανοδική πορεία φτάνοντας τον Νοέμβριο στο 5,9% προτού υποχωρήσει τον Δεκέμβριο στο 5,2%.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, το 2022 o κρατικός προϋπολογισμός, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση παρουσίασε έλλειμμα 11,7 δισ. ευρώ και πρωτογενές έλλειμμα ύψους 6,7 δισ. ευρώ, επίδοση καλύτερη τόσο του 2021, όσο και της εκτίμησης για το 2022, όπως αποτυπώθηκε στην εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού του 2023.
Fitch Ratings: Στη βαθμίδα ΒΒ+ η ελληνική οικονομία από ΒΒ
Αναμφισβήτητα το κορυφαίο γεγονός για την ελληνική οικονομία τον προηγούμενο μήνα ήταν η αναβάθμισή της από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Fitch, μια αναβάθμιση που την φέρνει μια ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα. Συγκεκριμένα, ο οίκος αξιολόγησης “Fitch Ratings” προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από «ΒΒ» στη βαθμίδα «ΒΒ+» με σταθερή προοπτική. Έτσι γίνεται ο πέμπτος οίκος αξιολόγησης, και τρίτος από τους επιλέξιμους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που τοποθετεί τη χώρα ένα, μόλις, “σκαλοπάτι” πριν την επενδυτική βαθμίδα. Πρόκειται για τη 12η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 3,5 χρόνια, παρά τις διαδοχικές, εξωγενείς κρίσεις. Κατά την κυβέρνηση, η παραπάνω εξέλιξη επιβεβαιώνει ότι ο εθνικός στόχος για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023 – με πολλαπλά οφέλη για την κοινωνία και την οικονομία – είναι εφικτός. Πληροφορίες του Finance Pro από πηγές του Υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν μάλιστα ότι δεν θα ήταν καθόλου περίεργο η επενδυτική βαθμίδα να έρθει προς το τέλος Απριλίου, όταν αναμένονται εκ νέου ανακοινώσεις από διεθνείς οίκους για το σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης.
«Όλα πλέον είναι πιθανά» αναφέρουν χαρακτηριστικά. Οι ίδιες πηγές εκτιμούν ότι η παραπάνω θετική εξέλιξη «αποτελεί ακόμα έναν καρπό – και, ταυτοχρόνως, πιστοποίηση – της υπεύθυνης, οικονομικά αποτελεσματικής και κοινωνικά δίκαιης οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης, της διορατικής εκδοτικής στρατηγικής, της διατήρησης των ταμειακών διαθεσίμων σε ασφαλή επίπεδα, της υλοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών, της βελτίωσης της σύνθεσης του ΑΕΠ μέσω της σημαντικής αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών, της δραστικής μείωσης των “κόκκινων” δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, της συρρίκνωσης της ανεργίας και της εμπροσθοβαρούς αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, πρωτίστως από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Frankfurter Allgemeine Zeitung: Περιορισμένη η αβεβαιότητα λόγω εκλογών
Σύμφωνα με αναλυτικό ρεπορτάζ από την Αθήνα της Frankfurter Allgemeine Zeitung, η Fitch αναμένει χάρη στη μεγαλύτερη του αναμενομένου ανάπτυξη να μειωθεί κατά τα έτη 2022-2024 το δημόσιο έλλειμμα και κατ’ επέκταση και το δημόσιο χρέος. O οίκος αναμένει ότι το δημόσιο έλλειμμα αυτή την περίοδο θα μειωθεί από 3,8% του ΑΕΠ στο 1,8%. Σε αυτό συμβάλλει η περιστολή των προσωρινών επιδοτήσεων, οι οποίες πλέον δεν θεωρούνται απαραίτητες. Σύμφωνα με την πρόβλεψη, αν δεν υπολογίσει κανείς το βάρος της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, η Ελλάδα θα μπορούσε να παρουσιάσει το 2023 ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και να επιτύχει πλεόνασμα 0,9% το 2024. Πέρυσι σημειώθηκε «μείωση-ρεκόρ» του δείκτη χρέους κατά 24,5 ποσοστιαίες μονάδες στο 170% του ΑΕΠ. Μέχρι το 2024 θα μπορούσε να επιτευχθεί μείωση σχεδόν στο 160%. Λόγω των βουλευτικών εκλογών, οι οποίες πιθανότατα θα διεξαχθούν κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, οι προβλέψεις υπόκεινται σε ένα βαθμό αβεβαιότητας, λένε οι αναλυτές. «Όμως η αβεβαιότητα αυτή είναι περιορισμένη, καθώς υπάρχει αρκετά ευρεία συναίνεση σε σχέση με τη δημοσιονομική εξυγίανση στην Ελλάδα» καταλήγει η Frankfurter Allgemeine Zeitung, σε μια διαπίστωση εξαιρετικά σημαντική εάν και εφόσον επαληθευθεί.
Eurostat: Ευρωπαϊκή πρωτιά για την Ελλάδα στη μείωση του δημόσιου χρέους
Στα ιδιαίτερα θετικά δεδομένα της οικονομίας ήρθαν να προστεθούν τον Ιανουάριο και τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat για την πορεία του δημόσιου χρέους της χώρας, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα σημείωσε την μεγαλύτερη βελτίωση της αναλογίας δημόσιου χρέους και ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Eurostat επισημαίνει ότι η χώρα πέτυχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης την τελευταία διετία και δεν προέβη σε υπερβολικό δανεισμό, με αποτέλεσμα ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ να μειωθεί ανάμεσα στο τρίτο τρίμηνο του 2021 και στην αντίστοιχη περίοδο του 2022 κατά σχεδόν 25 ποσοστιαίες μονάδες, υποχωρώντας στο 178,2%. Στην κορύφωση της πανδημίας δε, η οποία είχε προκαλέσει δραστική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, το ύψος του χρέους είχε ξεπεράσει το 220% του ΑΕΠ. Ακολούθησε όμως ανάπτυξη της τάξης του 8,4% το 2021, ενώ για την προηγούμενη χρονιά το Υπουργείο Οικονομικών υπολογίζει στον προϋπολογισμό πως το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,6%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η μεγάλη αποκλιμάκωση του χρέους φαίνεται και στα τριμηνιαία στοιχεία, καθώς μόνο ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο τρίμηνο του 2022 ο λόγος χρέους – ΑΕΠ βελτιώθηκε κατά 5,3 μονάδες, που συνιστά και πάλι την καλύτερη επίδοση ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά τα μνημόνια που υπέγραψε η Ελλάδα με τους θεσμούς, κοντά στα ¾ του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι δάνεια, κυρίως από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), ενώ για τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης το χρέος πηγάζει πρωτίστως από ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική διαφορά που απαιτεί διαφορετικό μίγμα οικονομικής πολιτικής από την ελληνική κυβέρνηση.
Ανησυχίες από τον υψηλό πληθωρισμό
Σε όλα τα παραπάνω ελλοχεύει ωστόσο ο κίνδυνος του υψηλού πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, ο οποίος είναι ορατός και θέτει υπό αμφισβήτηση τις προοπτικές ανάπτυξης. Πριν μερικές ημέρες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε νέα αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 0,5%, που πλέον φθάνουν στο 3%. Σύμφωνα με την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, «η μάχη για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού δεν έχει τελειώσει, ωστόσο οι κίνδυνοι πλέον δεν είναι τόσο έντονοι για την Ευρωζώνη». Η νέα αύξηση των επιτοκίων είναι η 5η κατά σειρά στην οποία προβαίνει η ΕΚΤ τους τελευταίους μήνες, με την τελευταία να έχει γίνει τον περασμένο Δεκέμβριο επίσης κατά 0,5% και την επόμενη να αναμένεται τον Μάρτιο. Με τα σημερινά δεδομένα ωστόσο, το ποσοστό του 3% στο οποίο ανέρχονται πλέον τα επιτόκια είναι το υψηλότερο που καταγράφεται στην Ευρωζώνη από το 2008. Την στρατηγική αύξησης των επιτοκίων ακολουθούν πολλές κεντρικές τράπεζες θέλοντας να αποφύγουν την άνοδο του πληθωρισμού σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, αφού τα αυξημένα επιτόκια κάνουν τα δάνεια ακριβότερα και μειώνουν τη ζήτησή τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έπεσε στο 8,5% τον Ιανουάριο από 9,2% τον Δεκέμβριο, ενώ στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 7,6% τον Δεκέμβριο έναντι 8,8% τον Νοέμβριο.
Ωστόσο η εξέλιξη αυτή σε καμία περίπτωση δεν προδικάζει τη συνέχεια, όσο οι προκλήσεις παραμένουν σε γεωπολιτικό και ενεργειακό επίπεδο.
Ταμείο Ανάκαμψης: Εγκρίθηκε η δεύτερη πληρωμή, 3,6 δισ. ευρώ
Στις αρχές Ιανουαρίου εξάλλου εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δια του Επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Πάολο Τζεντιλόνι, το αίτημα που υπέβαλε η Ελλάδα για τη δεύτερη πληρωμή από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), ύψους 3,6 δισ. ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, το αίτημα (επιδοτήσεις: 1,72 δισ. ευρώ και δάνεια: 1,84 δισ. ευρώ) κατατέθηκε στις 30.9.2022, δια του αρμόδιου για την υλοποίηση του εθνικού Προγράμματος, Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κ. Θόδωρου Σκυλακάκη, αφού ολοκληρώθηκαν με επιτυχία τα 28 προβλεπόμενα ορόσημα. Από αυτά, 19 αφορούν σε μεταρρυθμίσεις, 6 σε επενδύσεις, ενώ 3 ορόσημα -που εκπληρώθηκαν νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό- σε δάνεια. Σε επίπεδο πληρωμών, η εκταμίευση των πόρων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) διαμορφώνεται σε 3.149.744.081 ευρώ. Μόνο το 2022 ανήλθε σε 2.843.203.079 ευρώ, επιτυγχάνοντας το 101% του αναθεωρημένου στόχου εκταμιεύσεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2023-2026.
Το ΤΑΑ, στο 40% της πορείας του, έχει εντάξει το 75% των έργων και έχει εκταμιεύσει το 17% των πόρων. Όσον αφορά στο σκέλος των επιδοτήσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχουν ενταχθεί, προς το παρόν, 440 έργα, συνολικού προϋπολογισμού 13,7 δισ. ευρώ. Τα έργα εμπίπτουν στους τέσσερις βασικούς πυλώνες του Σχεδίου, δηλαδή στην «Πράσινη μετάβαση», στην «Ψηφιακή μετάβαση», σε «Απασχόληση – Δεξιότητες – Κοινωνική Συνοχή» και σε «Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμό της οικονομίας». Τέλος, όσον αφορά στο σκέλος των δανείων, στο «Ελλάδα 2.0» έχουν υποβληθεί, προς το παρόν, 291 επενδυτικά σχέδια, συνολικού ύψους 10,53 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 4,5 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 3,51 δισ. ευρώ και ίδια συμμετοχή επενδυτών: 2,52 δισ. ευρώ) που αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας (βιομηχανία, λιανικό εμπόριο, ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό και υπηρεσίες). Ήδη για 68 από τα 291 έχουν υπογραφεί δανειακές συμβάσεις (μεσοσταθμικό επιτόκιο: 1,2% και μέση διάρκεια αποπληρωμής δανείων: 11 έτη), με συνολικό προϋπολογισμό 3,22 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 1,20 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 1,28 δισ. ευρώ και ίδια συμμετοχή επενδυτών: 741 εκατ. ευρώ). Από το σύνολο των επενδυτικών σχεδίων, 167 ύψους 2,25 δισ. ευρώ, προέρχονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κάτι που θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κυριαρχεί στη χώρα μας.
Ξεκινά και το REPowerEU
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε ήδη την έγκρισή της ώστε να προχωρήσουν γρήγορα οι διαδικασίες αναθεώρησης του Ταμείου Ανάκαμψης, το αργότερο μέχρι το τέλος Απριλίου. Σύμφωνα με τις «Οδηγίες για τα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας στο πλαίσιο του REPowerEU» που εξέδωσε, η Ελλάδα θα δικαιούται πρόσθετες επιχορηγήσεις ίσες με το 3,85% του συνόλου ή με 769,222 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, διαθέσιμα ποσά για μεταφορά από το ΕΣΠΑ, την ΚΑΠ ή άλλα εργαλεία της Ε.Ε. είναι 412,8 εκατ. ευρώ, αλλά και από το αποθεματικό προσαρμογής του Brexit περίπου 60 εκατ. ευρώ. Έτσι, η αναθεώρηση θα οδηγήσει σε νέες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που θα ξεκινήσουν – κάποιες έχουν ήδη ξεκινήσει από την 1η Φεβρουαρίου του 2022 – ή θα είναι επέκταση παλαιότερων κινήσεων, εκ των οποίων όμως μόνο το νέο σκέλος θα συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο REPowerEU. Στο πλαίσιο αυτού, η χώρα μας θα έχει το δικαίωμα να χρηματοδοτήσει επιπλέον έργα για την ενεργειακή μετάβαση, τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και την κάλυψη επιχειρήσεων και πολιτών.