Το 1956, η Επιτροπή Υπερηχητικών Αεροσκαφών Μεταφορών συναντήθηκε στην Αγγλία για να συζητήσει την κατασκευή ενός υπερηχητικού αεροσκάφους από Βρετανούς κατασκευαστές αεροσκαφών και κινητήρων και από την κυβέρνηση.

Το έργο – με την ονομασία Concorde – προχώρησε και το 1962 η Γαλλία προσχώρησε στην ομάδα.
Παρά το γεγονός ότι το Κόνκορντ είναι ένα όμορφο και ασφαλές μεταφορικό αεροσκάφος, η παραγωγή του ήταν πολυδάπανη και υπήρχαν και τεράστια προβλήματα. Δεν υπήρχαν πολλές παραγγελίες για το τζετ και από τον Ιανουάριο του 1976, η επιχείρηση είχε ήδη πληγεί από απαγορευτικές υπερβάσεις κόστους.

Αν και ήταν προφανές ότι το αεροσκάφος αυτό δεν θα “έβγαζε” λεφτά σε κανένα, η Γαλλία και η Αγγλία συνέχισαν να το χρηματοδοτούν όλο και περισσότερο, προς απογοήτευση των φορολογουμένων και στις δυο χώρες.

Με την τελευταία πτήση Concorde το 2003, η κολοσσιαία χρηματοοικονομική αποτυχία της Αγγλογαλλικής συνεργασίας είχε γίνει πλέον θρυλική. Τα καλά νέα είναι ότι παρήγαγε μια εύχρηστη «μεταφορά» η οποία διδάσκει πολύτιμα επιχειρηματικά μαθήματα.

Όταν η οικονομική βιωσιμότητα μιας επιχείρησης είναι αμφισβητήσιμη στο μέλλον, οποιαδήποτε απόφαση για συνέχιση δεν πρέπει να βασίζεται σε όσα έχουν ήδη δαπανηθεί. Οι υπεύθυνοι του project Concorde έμαθαν με το σκληρότερο τρόπο αυτό το μάθημα μετά από 27 χρόνια, δαπανώντας πολλά χρήματα των φορολογουμένων.

Οι βιολόγοι επινόησαν τον όρο, «Concorde Fallacy» η «πλάνη του Concorde» , ως μια μεταφορά για να περιγράψει την προσπάθεια των ανθρώπων να υπερασπιστούν μια επένδυση, μια απόφαση, μια πολιτική, μια επιχείρηση, όταν αυτή η «άμυνα» κοστίζει πολύ περισσότερο από την εγκατάλειψη και μια εναλλακτική λύση. Ειδικότερα θα μπορούσε να διατυπωθεί το συμπέρασμα ότι η πλάνη του χαμένου κόστους περιγράφει την τάση μας να συνεχίσουμε να επιμένουμε σε μια προσπάθεια στην οποία έχουμε ήδη «δεσμευτεί» ακόμη και αν το κόστος της επένδυσης δεν είναι ανακτήσιμο.

Το φαινόμενο της πλάνης του χαμένου κόστους συμβαίνει διότι τα συναισθήματά μας, συχνά μας κάνουν να αποκλίνουμε από τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων. Η εγκατάλειψη μιας προσπάθειας μετά την επένδυση πόρων και τη δέσμευσή μας σε αυτή, είναι πιθανό να προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα ενοχής και σπατάλης. Με δεδομένο ότι θέλουμε να αποφύγουμε αρνητικά «συναισθήματα απώλειας», είναι πιθανό να ακολουθήσουμε μια απόφαση στην οποία έχουμε επενδύσει, ακόμη και αν δεν είναι προς το συμφέρον μας.

Ο Warren Buffett είπε κάποτε: «Όταν βρίσκεσαι σε μια τρύπα, το καλύτερο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να σταματήσεις να σκάβεις». Οι επενδυτές συχνά «ερωτεύονται» μια επένδυση και την διακρατούν ακόμα και όταν τα θεμελιώδη της στοιχεία έχουν αλλάξει. Πολλά από αυτά είναι επειδή οι επενδυτές αγόρασαν τη μετοχή σε υψηλότερη τιμή και είναι απρόθυμοι να αποδεχθούν το λάθος τους. Λόγω της αποστροφής των ζημιών, παραμένουμε στην επένδυση παρά τη σαφή αλλαγή των οικονομικών δεδομένων και του αφηγήματος της εταιρείας. Φυσικά είναι δύσκολο να το αναγνωρίσεις.

Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η πλάνη του χαμένου κόστους οφείλεται κυρίως στην επιθυμία μας να αποφύγουμε αρνητικά συναισθήματα. Κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων πρέπει να προσπαθήσουμε να αφαιρέσουμε τα συναισθήματά μας από την εξίσωση. Ωστόσο, τα συναισθήματα είναι ισχυρά και είναι πολύ δύσκολο να αγνοηθούν.

Αντ’ αυτού θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σύγχρονες και απρόσωπες τεχνολογίες για να μας βοηθήσουν να λάβουμε αποφάσεις, όσον αφορά σενάρια όπου ενδέχεται να επηρεαζόμαστε από την πλάνη του βυθισμένου κόστους.

Ο Richard Thaler, πρωτοπόρος των επιστημών της ερμηνείας της συμπεριφοράς, παρουσίασε για πρώτη φορά την πλάνη του χαμένου κόστους. Δύο σημαντικοί ψυχολόγοι, ο Hal Arkes και η Catherine Blumer, εξέτασαν στην πράξη την πλάνη του χαμένου κόστος για να επεκτείνουν τον ορισμό του Thaler πέρα από την οικονομική διάσταση. Προσδιόρισαν την πλάνη ως «μια μεγαλύτερη τάση να συνεχίσει μια προσπάθεια μόλις γίνει μια επένδυση σε χρήματα, προσπάθεια ή χρόνο» (1985, σελ. 124).