Του Παναγιώτη Λιαργκόβα, Πρόεδρου του ΚΕΠΕ, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε το ρυθμό ύφεσης της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους. Σε ετήσια βάση, διαμορφώθηκε στο -2,4%. Ήταν μια μεγάλη θετική έκπληξη. Όλοι, συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης, περίμεναν, με την πραγματική οικονομία σε lockdown, διψήφιο ποσοστό ύφεσης. Δεν επαληθεύτηκαν. Γιατί έγινε αυτό; Κυρίως γιατί υπήρξε σημαντική άνοδος των επενδύσεων κατά 8,6% η οποία περιόρισε την αρνητική επίδραση από τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών.

Η προς το ευνοϊκότερο εξέλιξη του πρώτου τριμήνου, προοιωνίζει έναν  σημαντικό ρυθμό ανάπτυξης το 2021 που θα υπερκεράσει σημαντικά τις επίσημες προβλέψεις της τάξεως του 4,5%. Τράπεζες και άλλοι οργανισμοί έχουν ήδη ξεκινήσει την αναπροσαρμογή των εκτιμήσεών τους, με το πλέον πρόσφατο παράδειγμα της Εθνικής Τράπεζας που υποστηρίζει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί στο 5,7% το 2021.

Κατά την άποψή μου οι αναπροσαρμογές των εκτιμήσεων είναι βάσιμες. Αυτό προκύπτει από την εξέλιξη πρόσφατων στοιχείων, που προεξοφλούν πολύ θετικές προοπτικές. Ένα τέτοιο στοιχείο σχετίζεται με την  πρόσφατη επιτυχή έξοδο  της χώρας στις αγορές για την χρηματοδότηση δεκαετούς ομολόγου.

Οι επενδυτές προσέφεραν πάνω από 30 δισ. ευρώ στο ελληνικό δημόσιο, το οποίο ζητούσε «μόλις» 2,5 δισ. ευρώ, ενώ το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 0,9%, ελαφρώς υψηλότερα από την βασική έκδοση των τίτλων τον περασμένο Ιανουάριο. Την ίδια ημέρα, η Ελλάδα άντλησε 1 δισ. ευρώ μέσω εντόκων γραμματίων 52 εβδομάδων, με αρνητικό επιτόκιο -0,31%.

Το θετικό αυτό κλίμα αντακλάται επίσης από τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της Ελλάδας σε υψηλότερες βαθμίδες, όπως της Standard & Poor’s τον περασμένο Απρίλιο. Σήμερα, η χώρα μας απέχει 2 σκαλιά από την πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» και ο στόχος της αναβάθμισης μέσα στο 2022 είναι απόλυτα ρεαλιστικός.

Εξάλλου, την ίδια εικόνα βγάζουν και τα πολυάριθμα deals που γίνονται τόσο στον επιχειρηματικό (π.χ. εξαγορά της Chipita από τον πολυεθνικό κολοσσό της Mondelez International (πρώην Kraft) όσο και στον τραπεζικό τομέα (π.χ. αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς). Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα καλά νέα.

Οι πρόσφατες ανακοινώσεις του ΙΟΒΕ για τον δείκτη οικονομικού κλίματος τον περασμένο Μάιο, επιβεβαιώνουν τις παρατηρούμενες τάσεις. Έτσι, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα ενισχύθηκε και διαμορφώθηκε στις 108,6 μονάδες, έναντι 97,9 μονάδων τον Απρίλιο.

Είναι η υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 14 μηνών, με το δείκτη να επανέρχεται σε επίπεδα στα οποία κυμαινόταν πριν την πανδημία. Κοιτάζοντας τις προσδοκίες στους βασικούς τομείς της οικονομίας, παρατηρούμε σημαντική βελτίωση σχεδόν σε όλους. Για παράδειγμα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη διαμορφώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 μηνών.

Παρόμοια εικόνα βελτίωσης παρατηρούμε στις προσδοκίες για την βιομηχανία, τις κατασκευές, τις εξαγωγές και το λιανικό εμπόριο. Εστιάζοντας σε έναν άλλο δείκτη, στις πωλήσεις νέων αυτοκινήτων, παρατηρούμε την ίδια τάση ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ τον Μάιο του 2021 κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά 18.423 αυτοκίνητα (καινούργια ή μεταχειρισμένα εξωτερικού) έναντι 11.723 που κυκλοφόρησαν τον αντίστοιχο μήνα του έτους 2020, παρουσιάζοντας αύξηση 57,2%.9.

Επιπλέον, ανοδικά κινείται, στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, ο δείκτης των υπευθύνων για τις προμήθειες στη μεταποίηση (Purchasing Managers Index-PMI), ο οποίος διαμορφώθηκε στις 58,0 μονάδες, τον Μάιο, από τις 54,4 μονάδες, τον Απρίλιο, σηματοδοτώντας μια σημαντική βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα, καθώς η επίδοση που κατεγράφη τον Μάιο του 2021 ήταν η υψηλότερη από τον Απρίλιο του 2000. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι στην μετα- κορονοϊό εποχή, η ελληνική οικονομία επιστρέφει δυναμικά στην κανονικότητα.