Τα τελευταία χρόνια, οι δράσεις του ΟΟΣΑ στοχεύουν στην αύξηση της διαφάνειας και στη μείωση της φοροαποφυγής, φέρνοντας στο επίκεντρο τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και τις ενδοομιλικές τους συναλλαγές.
Χρονιά αλλαγών και μάλιστα ενώ οι αναταράξεις που προκαλεί η πανδημία δεν έχουν μειωθεί θα είναι και το 2022 καθώς τα φορολογικά συστήματα πολλών χωρών συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας θα κληθούν να ενσωματώσουν τις αλλαγές που δρομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς. Τον Οκτώβριο στην Ολομέλεια του Περιεκτικού Πλαισίου BEPS των ΟΟΣΑ και G20 οριστικοποιήθηκε η συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του διεθνούς φορολογικού συστήματος.
Η συμφωνία, η οποία θα αρχίσει να εφαρμόζεται από φέτος, περιλαμβάνει τον Πρώτο Πυλώνα για τη θέσπιση κανόνων δικαιότερης κατανομής μεταξύ των χωρών των δικαιωμάτων φορολόγησης των 100 πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων παγκοσμίως και τον Δεύτερο Πυλώνα για την εισαγωγή ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 15% στις πολυεθνικές επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 750 εκατομμυρίων ευρώ.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις 137 χώρες του Περιεκτικού Πλαισίου που στηρίζουν τη συμφωνία. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναμένονται οι νομοθετικές προτάσεις της Κομισιόν για την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο των Κρατών Μελών των κανόνων για την επιβολή του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή και για τη δημοσίευση των πραγματικών συντελεστών εταιρικής φορολογίας των Κρατών Μελών.
Περισσότερες Ρυθμίσεις
«Αρχικά, το 2016, εισήχθη η υποχρέωση υποβολής της Έκθεσης ανά Χώρα (CbCR), η οποία έδωσε τη δυνατότητα στις φορολογικές διοικήσεις να έχουν μία εικόνα για την παρουσία των ΠΕ παγκοσμίως, για το πού δημιουργείται αξία και το κατά πόσο εναρμονίζονται με αυτή τα εισοδήματα και οι φορολογικές επιβαρύνσεις που δηλώνει η ΠΕ σε κάθε χώρα. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το προσχέδιο των δύο πυλώνων δράσεων του ΟΟΣΑ για την ψηφιακή οικονομία που δημοσιεύτηκε το 2020. Συνοπτικά, ο πρώτος πυλώνας έχει σαν στόχο τη φορολόγηση των πολυεθνικών στις χώρες όπου πραγματοποιούν πωλήσεις, ενώ ο δεύτερος πυλώνας την εφαρμογή ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή ανεξάρτητα από τον συντελεστή κάθε χώρας», εξηγεί στο Finance Pro ο κ. Φώτης Τσαμπαρλής , Partner, Tax & Legal, Deloitte.
«Το Σχέδιο Δράσης BEPS του ΟΟΣΑ άλλαξε σημαντικά τη διεθνή φορολογική πρακτική και έφερε στο προσκήνιο τις έννοιες της υπόστασης και της διαφάνειας, σχολιάζει η κυρία Έφη Αδαμίδου, Γενική Διευθύντρια του Φορολογικού Τμήματος της KPMG.
Σύμφωνα με την κυρία Αδαμίδου, αναφορικά με την υπόσταση, «οι πολυεθνικές επανεξετάζουν τις αλυσίδες αξίας τους για να ευθυγραμμίσουν την ύπαρξη κερδών με τον τόπο που πραγματικά δημιουργείται η αξία, ιδίως σχετικά με την ιδιοκτησία άυλων αγαθών, που ελέγχεται ευρέως από τις φορολογικές αρχές».
«Η διαφάνεια», συνεχίζει η κυρία Αδαμίδου, «είναι η νέα τάση, καθώς αυξήθηκαν οι απαιτήσεις γνωστοποίησης πληροφοριών για ενδοομιλικές συναλλαγές, όπως η υποβολή Εκθέσεων Ανά Χώρα σύμφωνα με τη Δράση 13, η Υποχρεωτική Γνωστοποίηση Πληροφοριών και η πρόσφατη Οδηγία της ΕE για τη δημόσια υποβολή Εκθέσεων Ανά Χώρα που θα ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο το 2023.
Ο ρόλος της τεχνολογίας
Πέρα από τις ρυθμιστικές πρωτοβουλίες αυξάνεται και η ποιότητα των ελέγχων, καθώς οι αρμόδιες Αρχές αξιοποιούν σύγχρονες τεχνολογίες για τους ελέγχους.
«Οι φορολογικές αρχές έχουν πλέον πρόσβαση σε μεγάλο όγκο δεδομένων και χρησιμοποιούν εξελιγμένη τεχνολογία και αναλύσεις για την πραγματοποίηση στοχευμένων φορολογικών ελέγχων», σημειώνει η κυρία Αδαμίδου.
Η τεχνολογία, πάντως, λειτουργεί και βοηθητικά προς τις επιχειρήσεις. «Οι πολυεθνικές επενδύουν στον μετασχηματισμό των φορολογικών τους τμημάτων μέσω της τεχνολογίας για να έχουν πρόσβαση σε ταχύτερες, πιο ακριβείς πληροφορίες και προβλέψεις, που επιτρέπουν τη λήψη τεκμηριωμένων στρατηγικών αποφάσεων.
Έτσι, επιτυγχάνεται σωστή συμμόρφωση στις υποχρεώσεις γνωστοποίησης και ενημέρωση για το παγκόσμιο φορολογικό αντίκτυπό τους ως μέρος της ESG ατζέντας τους, καθώς η φορολογική στρατηγική, οι φορολογικές πρακτικές και η διακυβέρνηση χρησιμοποιούνται ως μέτρο βιωσιμότητας», εξηγεί η γενική διευθύντρια του φορολογικού τμήματος της KPMG.
«Οι παραπάνω εξελίξεις αυξάνουν περαιτέρω τη διοικητική επιβάρυνση των ΠΕ και φέρνουν εκ νέου στο προσκήνιο την ανάγκη υιοθέτησης λύσεων τεχνολογίας», τονίζει ο κ. Τσαμπαρλής και προσθέτει:
«Ήδη τα συστήματα ERP χρησιμοποιούνται για να αυξήσουν την αξιοπιστία, την ακεραιότητα και τη διαθεσιμότητα των δεδομένων σε περιπτώσεις φορολογικών ελέγχων, ενώ σημαντικό ρόλο θα παίξουν και νέα προγράμματα ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων, τα οποία αναμένεται να βοηθήσουν τις ΠΕ να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες προκλήσεις, περιορίζοντας έτσι τον σχετικό φορολογικό κίνδυνο».
Επικρατεί η αβεβαιότητα
Οι παγκόσμιες φορολογικές μεταρρυθμίσεις και ο μετασχηματισμός της αλυσίδας εφοδιασμού που επιταχύνθηκαν από την πανδημία του COVID-19, οδηγούν σε ένα πρωτοφανές επίπεδο αβεβαιότητας και κινδύνου για τις ενδοομιλικές συναλλαγές των επιχειρήσεων, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΥ.
Η έρευνα, 2021 EY International Tax and Transfer Pricing Survey. Η έρευνα, που διεξάγεται κάθε δύο χρόνια, καταγράφει τις απόψεις 979 στελεχών ενδοομιλικών συναλλαγών από 53 χώρες – ανάμεσά τους και η Ελλάδα – και 25 κλάδους, και αναδεικνύει τον αυξημένο φόρτο εργασίας που δημιουργείται στις ομάδες/τμήματα ενδοομιλικών συναλλαγών των επιχειρήσεων, από τις πρόσφατες εξελίξεις.
Το 76% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι προβληματίζονται για την έκταση και την πολυπλοκότητα των παγκόσμιων φορολογικών μεταρρυθμίσεων.
Παράλληλα, το 71% αναφέρουν ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους που σχετίζεται με τις ενδοομιλικές συναλλαγές για τις επιχειρήσεις τους, με το 30% να προβλέπουν ότι το κόστος θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 10% την επόμενη τριετία.
Οι νέες ή υπό εξέλιξη νομοθετικές πρωτοβουλίες αποτελούν έναν από τους τρεις κορυφαίους κινδύνους για τις ενδοομιλικές συναλλαγές, σύμφωνα με το 58% των ερωτηθέντων, με το 25% να εκτιμούν ότι αυτές αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.
Υπάρχει, επίσης, μια διαδεδομένη άποψη μεταξύ των ερωτηθέντων, ότι οι συχνότεροι και αυστηρότεροι έλεγχοι θα αποτελέσουν τον κανόνα στο μέλλον.
Το 65% αναμένουν αύξηση του συνολικού αριθμού των ελέγχων επί των ενδοομιλικών συναλλαγών, ενώ 53% αναμένουν περισσότερους ελέγχους σχετικά με την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών, και 48% αναμένουν πιο αυστηρούς ελέγχους γενικά, πολλοί από τους οποίους θα επικεντρώνονται σε πολυμερή ζητήματα ή ολόκληρες αλυσίδες αξίας.