Η Χρηματοοικονομική, και ιδιαίτερα οι αγορές χρηματοοικονομικών προϊόντων, προσφέρονται για συστηματική ανάλυση, ενώ οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων αντιπροσωπεύουν πρωτογενή στοιχεία, δηλαδή καθαρό αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης. Το πλήθος των συμμετεχόντων, αλλά και η ποικιλία διαφοροποιήσεων στο πλήθος των χρηματοοικονομικών δεδομένων, βοήθησαν την επιστημονική εξειδικευμένη παρατήρηση του ανθρώπινου παράγοντα με ιδιαίτερα αξιόπιστο τρόπο και οδήγησαν σε συμπεράσματα που ανέπτυξαν τη χρηματοοικονομική ανάλυση με βάση την ανθρώπινη συμπεριφορά, γνωστή περισσότερο ως Συμπεριφορική Χρηματοοικονομική (Behavioral Finance).
Από το περιεχόμενο των 2 από τις 3 μεγάλες κατηγορίες σε θέματα Συμπεριφορικής Χρηματοοικονομικής [1], αναφέρουμε συνοπτικά τις παρακάτω επισημάνσεις:
α. Ευριστικοί κανόνες. Πρόκειται για μηχανικές / μη ορθολογικές διεργασίες αποφάσεων που αφορούν και επιχειρηματίες [2, 3] με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η διαδικασία λήψης εταιρικών αποφάσεων. Εκτός από τους επενδυτές, η υπερ-αυτοπεποίθηση, οι θετικές ψευδαισθήσεις και η αισιοδοξία είναι συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν σημαντικά τους μάνατζερς των επιχειρήσεων. Έτσι, το πραγματικό κόστος μιας επένδυσης μπορεί να διπλασιάζεται σε σχέση με εκείνο που είχαν προϋπολογίσει [4, 5], ενώ σε δείγμα 5.334 εξαγορών και συγχωνεύσεων στην Αγγλία (1980-2004) με την υπερ-αυτοπεποίθησή τους πέτυχαν πολύ χαμηλότερες αποδόσεις για τις μετοχές τους [6].
β. Πλαισίωση ή διατύπωση. Πρόκειται για λανθασμένο τρόπο διατύπωσης αναφοράς πληροφοριών που εμφανίζονται με ιδιαίτερο τρόπο κατά τη διαδικασία αξιολόγησης επενδύσεων (π.χ. σε αξιόγραφα) ή επενδυτών. Στο χώρο της Λογιστικής υπάρχουν Λογιστικά Πρότυπα, τα οποία αναφέρονται σε εναλλακτικούς τρόπους παρουσίασης λογιστικών μεγεθών, όπως είναι η δυνατότητα διαφορετικής κατάταξης των δραστηριοτήτων στην Κατάσταση Ταμειακών Ροών/ΚΤΡ (ΔΛΠ 7), αλλά και σε διαφορετικές κατηγορίες λογαριασμών του Ενεργητικού, όπως είναι η δυνατότητα επιλογής Κυκλοφορούντος ή μη Ενεργητικού στην κατάταξη των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (ΔΠΧΑ 9). Όμως, οι Tversky, Kahneman [7] έχουν δείξει ότι υπάρχουν συστηματικές αλλαγές προτιμήσεων, όταν το ίδιο θέμα (π.χ. ΚΤΡ, ΚΕ ή Πάγια) παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο. Επίσης, ο τρόπος παρουσίασης επηρεάζει και την αντίληψη κινδύνου στις επιλογές των επενδυτών για μετοχικά (αμοιβαία) κεφάλαια κυρίως και δευτερευόντως για κεφάλαια σταθερού εισοδήματος όταν π.χ. η προηγούμενη απόδοσή τους παρουσιάζεται άλλοτε ως μετοχικός δείκτης FTSE και άλλοτε ως ποσοστιαία απόδοση [8]. Μια διαφοροποίηση που επηρεάζει την αξιολόγηση κινδύνου για επενδυτικές επιλογές και κατ’ επέκταση την υπόθεση της διαρκούς επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και την αρχή της συγκρισιμότητας των πληροφοριών.
Εκτός από τις παραπάνω επισημάνσεις, υπενθυμίζουμε την υποκειμενικότητα που εμπεριέχεται τόσο κατά τις λογιστικές εγγραφές τέλους χρήσεως, σε υπολογισμούς όπως είναι π.χ. οι επιμετρήσεις ή οι προβλέψεις, όσο και κατά τη σύνταξη ισολογισμού ή κατάστασης αποτελεσμάτων με θέματα όπως είναι π.χ. η αναγνώριση των άυλων περιουσιακών στοιχείων ή των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων [9]. Ακόμη, μπορούμε συμπληρωματικά να εμφανίσουμε στο παρακάτω σχήμα ενδεικτικές περιπτώσεις συμπεριφορικών σφαλμάτων με τις αντίστοιχες ενδεικτικές επιπτώσεις σε μία Υπόθεση και σε δύο Αρχές της Χρηματοοικονομικής Λογιστικής.
Η διερεύνηση των υποκειμενικών παραγόντων της Χρηματοοικονομικής Λογιστικής μπορεί να επεκτείνει τα όριά της και να δημιουργήσει ένα ευρύτερο ενιαίο πλαίσιο γνώσης [10] για τη βελτίωση της επενδυτικής διαδικασίας, μέσα από την κατανόηση της μεθοδολογίας που απαιτούν οι λογιστικοί χειρισμοί και οι κανόνες μέχρι τη σύνταξη χρηματοοικονομικών καταστάσεων [11]. Κατ’ επέκταση, η βελτιωμένη κατανόηση της λειτουργίας των χρηματαγορών θα είναι ωφέλιμη τόσο για τις κυβερνήσεις που επιδιώκουν να προβάλλουν κίνητρα αποταμίευσης και υπεύθυνης διαχείρισης, όσο και για τις εποπτικές αρχές που επιθυμούν να διασφαλίσουν ότι η αγορά για προσωπικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λειτουργεί ορθολογικά και χωρίς μεροληψία [12].
Τoυ Παναγιώτη Βασ. Παπαδέα, Καθηγητής Λογιστικής, Πρόεδρος ΕΛΤΕ
[1] Shefrin, H. (2000): “Beyond Greed and Fear: Understanding Behavioral Finance and the Psychology of Investing”, Harvard Business School Press.
[2] Shefrin, H. (2001): “Behavioral Corporate Finance”, Journal of Applied Corporate Finance, vol. 14, no 3, pp. 113-124.
[3] Shefrin, H. (2006): “Behavioral Corporate Finance”, New York: McGraw-Hill/Irwin.
[4] Merrow, E., Phillips, K., Myers, C. (1981): “Understanding cost growth and performance shortfalls in pioneer plants”, Santa Monica, CA: RAND.
[5] Statman, M., Tyebjee, T. (1985): “Optimistic capital budgeting forecasts: an experiment”, Financial Management, vol. 14, pp. 27-33.
[6] Doukas, J., Petmezas, D. (2007): “Acquisitions, overconfident managers and self-attribution bias”, European Financial Management, vol. 13, pp. 531-577.
[7] Tversky, A., Kahneman, D. (1982): “Evidential Impact of Base Rates”, in Kahneman,D., Slovic, P., Tversky A. (eds.), Judgment under Uncertainty: Heuristics and Biases, Cambridge University Press.
[8] Diacon, S., Hasseldine, J. (2007): “Framing effects and risk perception: The effect of prior performance presentation format on investment fund choice”, Journal of Economic Psychology, vol. 28, pp. 31-52.
[9] Papadeas, P. (2005): “Tax Provisions for Listed EU Companies and Subjectivity”, Journal of Finance Informatics, vol. 1, no 1, pp. 54-63.
[10] Papadeas, P. (2021): “Neurofinancial Accounting”, International Journal of Business and Social Science, vol. 12, no 5.
[11] Bergner, J., Peffer, S., Ramsay, R. (2016): “Concession, contention and accountability in auditor-client negotiations”, Behavioral Research in Accounting, vol. 28, no. 1, pp. 15-25.
[12] American Institute of Certified Public Accountants/AICPA (2014): “Code of Professional Conduct”.