Η μετάβαση σε μια οικονομία με κλιματική ουδετερότητα και περισσότερη ενεργειακή ασφάλεια είναι επιτακτική τονίζει η Θεοδώρα Αντωνακάκη. Ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε αυτή τη μετάβαση είναι σημαντικός.

Στην πρόσφατη ημερίδα που διοργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος για τη χρηματοδότηση της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή ο κύριος Στουρνάρας αναφέρθηκε στην προσπάθεια για τη μετάβαση σε μία οικονομία μηδενικών καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Μπορείτε να μας πείτε με ποιους τρόπους συντελείται αυτή η προσπάθεια;

Παρά την αυξανόμενη ανησυχία για το κλίμα παγκοσμίως, οι δεσμεύσεις των κρατών για μειώσεις των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν φαίνονται ικανές να συγκρατήσουν την άνοδο της θερμοκρασίας στον στόχο του +1,5°C βαθμού Κελσίου έως το 2100, τη στιγμή που είμαστε ήδη περίπου 1 βαθμό Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου.

Η πανδημία απετέλεσε παράλληλα ευκαιρία για πράσινη ανάκαμψη, μέσω και του Next Generation EU, μέρος του οποίου αντιστοιχεί σε πράσινες επενδύσεις, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη δημιουργία ανθεκτικών υποδομών.

Την τελευταία περίοδο βιώνουμε ακόμα μια κρίση, ενεργειακή αυτή τη φορά, την οποία έχουν σηματοδοτήσει τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Το γεγονός αυτό, μέσα και από την ανάγκη για ενεργειακή ασφάλεια, μπορεί να ενισχύσει την πράσινη μετάβαση και να επιταχύνει την απεξάρτηση από τον άνθρακα.

Προς αυτήν την κατεύθυνση γίνονται προσπάθειες τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, αφού για την επίτευξη του στόχου της ενεργειακής ασφάλειας απαιτούνται όχι μόνο αλλαγές στις εγχώριες διαδικασίες παραγωγής ενέργειας αλλά και μια διεθνής συνεργασία, όπως για παράδειγμα στην ανάπτυξη δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Σε εθνικό επίπεδο, ήδη από τον Μάιο έχει ολοκληρωθεί η δημόσια διαβούλευση για τον Εκσυγχρονισμό της Αδειοδοτικής Διαδικασίας των ΑΠΕ και της Παραγωγής & Αποθήκευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας. Επιπλέον, πρόσφατα δημοσιεύθηκε ο πρώτος Εθνικός Κλιματικός Νόμος ενώ, παράλληλα, είμαστε σε αναμονή της αναθεώρησης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα.

Οι ευκαιρίες της πράσινης ανάκαμψης υπογραμμίζουν το όφελος από τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία και συνδέονται με την προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος και τη δημιουργία ανθεκτικών υποδομών, την παραγωγή κλιματικών δεδομένων και αναλύσεων, την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών, την ανάπτυξη προϊόντων πράσινης χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (green fintech) και πολλά άλλα. Φυσικά, η μετάβαση αυτή συνεπάγεται κόστος, το οποίο όμως είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με το κόστος που θα επιφέρει ένα σενάριο μη δράσης (business as usual).

Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει συστήσει από το 2009 την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής θέλετε να μας πείτε τι προκύπτει από την έρευνά της για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής;

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες Κεντρικές Τράπεζες που ασχολήθηκε συστηματικά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Εκτός από τη σύσταση της ΕΜΕΚΑ το 2009, το περασμένο έτος δημιουργήσαμε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας. Η έρευνα της ΕΜΕΚΑ ανέδειξε εδώ και χρόνια πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και επιδρά καταλυτικά στη χάραξη των σχετικών πολιτικών. Οι μελέτες παρουσίασαν τον πλούτο των φυσικών πόρων της Ελλάδας και τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον καθώς η κλιματική αλλαγή έχει δυσμενείς έως εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση τρωτότητας, η οποία ποσοτικοποιεί και κατατάσσει τους αναμενόμενους κλιματικούς κινδύνους για την ελληνική επικράτεια, η γεωργία είναι ο τομέας που οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αναμένονται εντονότερες, ενώ η επίδραση στον τουρισμό και τα παράκτια συστήματα θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο εισόδημα των νοικοκυριών και την οικονομία συνολικά. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι, επίσης, ο τομέας των υδάτινων αποθεμάτων, τα οποία υποστηρίζουν τη γεωργία και την ύδρευση.

Επιπλέον, η έρευνα της ΕΜΕΚΑ, παρουσίασε τη σημασία των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης αλλά και την ανάγκη προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ως μέτρο μείωσης των ζημιών. Οι πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, όπως τα Εθνικά Σχέδια Προσαρμογής, και η χρηματοδότηση σχετικών δράσεων θα συμβάλουν στην αποφυγή ή τη μείωση του κόστους των ζημιών και στη βελτίωση της ανθεκτικότητας της χώρας.

Για αυτόν τον σκοπό, το 2015, στο πλαίσιο Μνημονίου Συνεργασίας που υπογράψαμε με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και την Ακαδημία Αθηνών, σχεδιάσαμε την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή και τώρα συμβάλλουμε στην εφαρμογή της, συμμετέχοντας στο πρόγραμμα AdaptivGreece. Το οκταετές αυτό πρόγραμμα στοχεύει στην υποστήριξη τόσο της διαδικασίας σχεδιασμού όσο και στην υλοποίηση των αναγκαίων μέτρων προσαρμογής σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο και να αποτελέσει κινητήριο δύναμη, προκειμένου να προσαρμοστούμε στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια.

Η ενεργειακή κρίση αναγκάζει πολλές χώρες να αναθεωρήσουν τους ρυθμούς τους ως προς τη μετάβασή τους σε μια πιο πράσινη οικονομία. Από την άλλη η κλιματική κρίση ωθεί τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τους επιστήμονες να πιέζουν για άμεσες λύσεις. Μπορεί να βρεθεί ισορροπία μεταξύ του επιθυμητού και του εφικτού;

Η βιωσιμότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για τη μελλοντική μας ευημερία. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών τονίζουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο επανασχεδιασμός φιλόδοξων αλλά και ρεαλιστικών στρατηγικών, προκειμένου να μεταβούμε σε μια οικονομία με κλιματική ουδετερότητα και περισσότερη ενεργειακή ασφάλεια είναι πλέον επιτακτικός.

Στην παρούσα συγκυρία, προσβλέπουμε σε μια ταυτόχρονη μετάβαση, πράσινη αλλά και βιώσιμη. Απαραίτητη είναι η ανάπτυξη αναγκαίων πολιτικών, της έρευνας και ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών και παράλληλα μια διεθνής συνεργασία προκειμένου να αντιμετωπιστούν συντεταγμένα οι προκλήσεις αυτές, σε ευθυγράμμιση και με τις αποφάσεις της 26ης Διάσκεψης των Μερών της Σύμβασης του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (COP 26).

Προς αυτήν την κατεύθυνση, το θεσμικό πλαίσιο στην Ευρώπη ήδη έχει αρχίσει να αλλάζει. Στις 18 Μαΐου η Κομισιόν παρουσίασε το Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης για την Ενέργεια, ενώ από τον Μάρτιο έχει ανακοινωθεί το πρώτο σχέδιο του REPowerEU, σε μια προσπάθεια ενεργειακής απεξάρτησης από τους ορυκτούς πόρους με ενεργειακή ασφάλεια.

Τα προγράμματα ανάκαμψης που δημιουργήθηκαν με αφορμή τον COVID-19 αλλά και οι νέες ενεργειακές στρατηγικές που προέκυψαν λόγω της τρέχουσας συνθήκης στην Ουκρανία, δημιουργούν ευκαιρίες ευθυγράμμισης των δημόσιων πολιτικών με τους κλιματικούς στόχους. Οι επενδύσεις πλέον στρέφονται στους τομείς και τις τεχνολογίες που ενισχύουν την ανθεκτικότητα έναντι μελλοντικών διαταραχών λόγω της αλλαγής του κλίματος και επισπεύδουν την ενεργειακή μετάβαση.

Παράλληλα με την προσπάθεια επίτευξης ενεργειακής ασφάλειας, οι κλιματικοί στόχοι παραμένουν αμετάβλητοι, αυτό που διαφοροποιείται είναι ο τρόπος επίτευξής τους. Έτσι, υπάρχει μεν μια υπαναχώρηση σε κλιματικές πολιτικές και η μετάβαση είναι πιο απότομη. Τα καύσιμα «γέφυρα» για παράδειγμα, δεν περιορίζονται πλέον στο φυσικό αέριο ενώ, ταυτόχρονα, σημαντικό ρόλο έχει η υποστήριξη της μετάβασης με δίκαιο τρόπο για όλους (όπως το Just Transition Plan) και η επίσπευση των διαδικασιών για έργα ΑΠΕ.

Ένα από τα ζητούμενα της εποχής είναι η βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι εφικτή η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία; Ποιος ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος;

Η μετάβαση σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που είναι κλιματικά ουδέτερο είναι απαραίτητη καθώς οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι ήδη ορατές στον πλανήτη, τις κοινωνίες, την οικονομία και την ευημερία, τόσο για εμάς όσο και για τις μελλοντικές γενιές, ενώ οι εκτιμήσεις των επιστημόνων για την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής γίνονται ολοένα και πιο δυσοίωνες. Συνεπώς, η μετάβαση είναι επιτακτική ανάγκη και αποτελεί στρατηγικό στόχο σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, ενώ απαιτεί μεταξύ άλλων το σχεδιασμό κατάλληλων πολιτικών και την κινητοποίηση σημαντικών πόρων από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.

Ειδικότερα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά προς την κατεύθυνση αυτή, τόσο με τις πρακτικές του όσο και με το ειδικό του βάρος και το ρόλο που μπορεί να έχει στη χρηματοδότηση της οικονομίας και στη διαχείριση των κινδύνων. Η χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης και η αντιμετώπιση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και τη μετάβαση θα μπορούσαν να ενσωματώνονται περισσότερο στη στρατηγική, στη διακυβέρνηση, στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και στις δημοσιοποιήσεις ενός χρηματοπιστωτικού οργανισμού.

Παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να συμβάλλουν στην μετάβαση στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Ασχολούνται πλέον όλο και πιο εντατικά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, μέσω και του Δικτύου Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System – NGFS), μέλος του οποίου είναι και η Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον, το 2021, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αποφάσισε την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης, υιοθετώντας ένα φιλόδοξο οδικό χάρτη, με σκοπό να ενσωματώσει περαιτέρω παραμέτρους σχετικές με την κλιματική αλλαγή στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής του.

Επίσης, η ενσωμάτωση κριτηρίων ESG (Environmental, Social & Governance) στη λήψη επενδυτικών και επιχειρηματικών αποφάσεων μπορεί να κινητοποιήσει κεφάλαια για επενδύσεις σε δράσεις μετριασμού της αλλαγής του κλίματος και προσαρμογής σε αυτή. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να υπάρχει σαφές πλαίσιο και εργαλεία για τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων και την προώθηση της βιώσιμης χρηματοδότησης, όπως, για παράδειγμα, η διαθεσιμότητα αξιόπιστων στοιχείων και η ανάπτυξη συστημάτων ταξινομίας για τις βιώσιμες δραστηριότητες.

Εκτός, όμως, από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να δοθεί η απαραίτητη σημασία και σε άλλους περιβαλλοντικούς κινδύνους και κρίσιμα ζητήματα, όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας. Η δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών δεδομένων όπου θα εμπεριέχονται και οι επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, θα λειτουργήσουν βοηθητικά στη μετάβαση σε μια οικονομία ουδέτερη ως προς τον άνθρακα αλλά παράλληλα περιβαλλοντικά βιώσιμη.

Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία θα πρέπει να αφορά όλους τους πολίτες. Με ποιο τρόπο πρέπει να γίνει αυτή η μετάβαση ώστε να μετέχουν και οι ευάλωτες κοινωνικά αλλά και οι νεότερες ηλικιακά ομάδες;

Η πράσινη μετάβαση, όπως είπαμε, οφείλει να είναι δίκαιη. Οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες είναι εκείνες που επηρεάζονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή και τις πολιτικές αντιμετώπισής της. Το σύνθημα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας «κανείς δεν θα μείνει πίσω» αναδεικνύει και υπερασπίζεται την ανάγκη για αυτήν τη δίκαιη μετάβαση ενώ ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης και το Επενδυτικό Σχέδιο «Βιώσιμη Ευρώπη» υποστηρίζουν μια πράσινη μετάβαση βασισμένη στη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη.

Η κλιματική παιδεία -η ευαισθητοποίηση και η εκπαίδευση της κοινωνίας και ειδικότερα των νέων- έχει καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, καθώς συμβάλλει στην κατανόηση των επιπτώσεών της, περιορίζει την αμφισβήτηση της κρισιμότητας του θέματος και ενισχύει τις κοινωνίες να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους.

Την τελευταία δεκαετία έχουμε οργανώσει μεγάλο αριθμό σεμιναρίων, συνεδρίων, συζητήσεων, εργαστηρίων, ακόμη και δημόσια διαβούλευση για θέματα κλιματικής αλλαγής και ενέργειας στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Παρισίων του 2015, ώστε να προάγουμε την κλιματική παιδεία. Από τις πρόσφατες δράσεις μας για την κλιματική παιδεία είναι το μνημόνιο συνεργασίας με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικού προγράμματος για μαθητές, με βάση το ερευνητικό έργο της ΕΜΕΚΑ, η διοργάνωση διαδικτυακής ημερίδας με θέμα «Η Χρηματοδότηση της προσαρμογής στην Ελλάδα: Σύγχρονες προκλήσεις και ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα» και βεβαίως η τρέχουσα περιοδική έκθεση του Μουσείου της Τράπεζας με τίτλο «Οικονομία και Κλίμα: Handle with care».

Η έκθεση του Μουσείου μας, η οποία απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και ειδικά στους νέους, περιγράφει το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής και αναλύει τις οικονομικές του συνέπειες, εστιάζοντας στην Ελλάδα. Συγχρόνως, αποσκοπεί στην ανάδειξη των κινδύνων αλλά και των ευκαιριών που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή, καθώς και στη σημασία της συμβολής των κεντρικών τραπεζών στην αντιμετώπιση των επιπτώσεών της, μέσα από το θεσμικό τους ρόλο και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Δίνοντας τα απαραίτητα γνωστικά εφόδια στους νέους, οι οποίοι θα είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, θωρακίζονται και αποκτούν τις ικανότητες και τις δεξιότητες ώστε να δράσουν και να δημιουργήσουν μια νέα βιώσιμη συνθήκη.