Σύμφωνα με τα πρόσφατα επίσημα στοιχεία, το ΑΕΠ υποχώρησε πέρυσι στη χώρα κατά 8,2%, έναντι μεγέθυνσης 1,9% το 2019. Η ύφεση αυτή ήταν μικρότερη της αρχικά αναμενόμενης μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης (ΕΕ-Μάιος 2020: 9,7%, ΔΝΤ-Απρίλιος 2020: 10%). Όμως, μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης, η υποχώρηση του ΑΕΠ καταγράφεται ως η τρίτη υψηλότερη, χαμηλότερη μόνο από την Ισπανία (-10,8%) και Ιταλία (-8,9%). Επιπλέον, ήρθε σε συνέχεια ισχυρών απωλειών, σχεδόν το ένα τέταρτο του ΑΕΠ στην περίοδο 2008-2019, παρά την ανάπτυξη στην τελευταία τριετία. Σε ονομαστικούς όρους, το ΑΕΠ υποχώρησε ακόμη περισσότερο (-9,5%), καθώς η οικονομία κινήθηκε σε αντιπληθωρισμό.
Η ύφεση πέρυσι προήλθε κυρίως από την ισχυρή υποχώρηση των εξαγωγών υπηρεσιών, κατά 43%, πρωτίστως από περιορισμούς στον τουριστικό τομέα, ενώ και οι διεθνείς μεταφορές πλήγηκαν. Ελλάδα και Ισπανία παρουσιάζουν την υψηλότερη άμεση συσχέτιση μεταξύ ΑΕΠ και τουρισμού στην Ευρωζώνη (7% και 6,1% της εγχώριας προστιθέμενης αξίας το 2019), ενώ και στην Ιταλία αυτή υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθιστώντας τις οικονομίες τους περισσότερο ευάλωτες στις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Για αυτό, η ανάκαμψή τους θα εξαρτηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από την πορεία των περιορισμών στις μετακινήσεις.
Οι εξαγωγές αγαθών διευρύνθηκαν το 2020 κατά 4,3%, φθάνοντας σε νέο μέγιστο απόλυτο επίπεδο, αλλά και ως ποσοστό του ελληνικού ΑΕΠ (19,2%). Αυτή η εξέλιξη αντανακλά βελτίωση ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, η οποία σχετίζεται και με μεταρρυθμίσεις στην περίοδο προσαρμογής 2010-2018, και αναδεικνύει την ανάγκη επιτάχυνσης διαρθρωτικών αλλαγών. Συνολικά, η νέα ενίσχυση των εξαγωγών αγαθών δεν απέτρεψε τη σημαντική συρρίκνωση των εξαγωγών συνολικά. Σε συνδυασμό με την αρκετά ηπιότερη μείωση των εισαγωγών, το εξωτερικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε έντονα, με έλλειμμα στο 6,9% του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, το υψηλότερο της τελευταίας δεκαετίας, από μόλις 0,7% το 2019.
Η υποχώρηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 5,2% ήταν ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας της μείωσής του ΑΕΠ πέρυσι. Αυτή η πτώση συγκρατήθηκε από τις διαδοχικές παρεμβάσεις στήριξης των νοικοκυριών. Όμως, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις στήριξης επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων, επιβάρυναν ταμειακά τον προϋπολογισμό πέρυσι κατά €18,2 δισεκ. Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2019, 3,8% του ΑΕΠ, μετατράπηκε έτσι σε έλλειμμα 6,8% πέρυσι. Σημαντικό τμήμα των μέτρων στήριξης, περίπου €4,28 δισεκ., χορηγήθηκε μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και αποτυπώθηκε στο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου.
Ευρύτερα, η επαναφορά το 2020 σε κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, στο δημοσιονομικό και το εξωτερικό ισοζύγιο, που χαρακτήρισαν την προηγούμενη δεκαετή κρίση, αν και για νέους εξωγενείς λόγους, δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανησυχία. Χρειάζεται να δρομολογηθεί πορεία της οικονομίας προς δημοσιονομική εξισορρόπηση: θα πρέπει να επανέλθει από την επόμενη χρονιά σε πρωτογενή αλλά όχι υπερβολικά πλεονάσματα, μεσοπρόθεσμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ, πορεία που δύσκολα θα επιτευχθεί εάν δεν ενισχυθούν οι πραγματικοί ρυθμοί μεγέθυνσης.
Η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης είναι υψηλής σημασίας για την τάση των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα. Οι πόροι που θα εισέλθουν δεν επαρκούν από μόνοι τους για την κάλυψη του επενδυτικού κενού, αλλά μπορούν να διαμορφώσουν πλαίσιο κινητοποίησης ιδιωτικών επενδύσεων και δομικών αλλαγών. Η βαθύτερη δυσκολία του εγχειρήματος, είναι πως μεγάλα τμήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της επιχειρηματικότητας δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν σε απαιτητικά επενδυτικά σχέδια. Η κινητοποίησή τους, ο κατάλληλος χρονισμός και η αποδοτική συνεργασία τους αποτελούν τις πραγματικές προκλήσεις για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τη νέα κρίση.