Mε τη χώρα να κινείται σε προεκλογικούς ρυθμούς, οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία περιορίστηκαν στους διαξιφισμούς των κομμάτων, με το επίπεδο αντιπαράθεσης να κινείται στο οικονομικό τους πρόγραμμα για την επόμενη ημέρα.

Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις, με την πλέον σημαντική να αφορά στην υποβολή από την κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, του Ελληνικού Προγράμματος Σταθερότητας για την περίοδο 2023-2026. Με βάση τις βασικές μακροοικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα, προβλέπεται ανάπτυξη 2,3% για το 2023, 3% για τo 2024, 3% για το 2025 και 2,1% για το 2026.

Ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί σε 4,5% το 2023 και να αποκλιμακωθεί σε 2,4% το 2024 και 2% τα έτη 2025 και 2026.

Παράλληλα, η ανεργία αναμένεται να διαμορφωθεί σε 11,8% το 2023 και να αποκλιμακωθεί σε 10,9% το 2024, 10% το 2025 και 9,8% το 2026. Ιδιαίτερη πρόβλεψη γίνεται και για το κομμάτι των επενδύσεων, με την ενίσχυσή τους να αναμένεται ιδιαίτερα σημαντική, με ετήσια αύξηση ύψους 13,2% το 2023, 9,7% το 2024, 10,7% το 2025 και 7,2% το 2026. Όπως αναφέρει εξάλλου το Πρόγραμμα, σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των επενδύσεων αναμένεται να διαδραματίσει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με δημόσιες επενδύσεις που υπολογίζονται σε 1,7% του ΑΕΠ το 2023, 1,9% του ΑΕΠ το 2024, 1,8% του ΑΕΠ το 2025 και 1,7% του ΑΕΠ το 2026.

Τι περιλαμβάνει το Πρόγραμμα Σταθερότητας
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων που έχουν θεσμοθετηθεί από την αρχή του 2023 έως σήμερα, όπως η μόνιμη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 μονάδες, η μόνιμη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η επέκταση της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση, τις μεταφορές και μια σειρά αγαθών και υπηρεσιών, η αύξηση των αναπηρικών επιδομάτων και αναπηρικών συντάξεων, η κατάργηση της εισφοράς 1% υπέρ ΤΠΔΥ, η αναμόρφωση του μισθολογίου των ιατρών του ΕΣΥ, η ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων, η αναμόρφωση των βαρέων και ανθυγιεινών, η αύξηση του φοιτητικού επιδόματος, η επέκταση του επιδόματος μητρότητας των μισθωτών από τους 6 στους 9 μήνες, η επέκταση της απαλλαγής του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές, η ενίσχυση 200 έως 300 ευρώ για τους συνταξιούχους που δεν έλαβαν αύξηση λόγω της προσωπικής διαφοράς, καθώς και η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 780 ευρώ και η συνεπακόλουθη αύξηση των επιδομάτων ανεργίας.

Επιπλέον, περιλαμβάνονται τα υλοποιούμενα μέτρα αντιμετώπισης της Ενεργειακής Κρίσης, ύψους 4,8% του ΑΕΠ για το 2022 και υπολογιζόμενου ύψους 1,2% του ΑΕΠ για το 2023, όπως και αύξηση της τακτικής επιχορήγησης των νοσοκομείων από τα 1,68 δισ. ευρώ το 2023 σε 1,75 δισ. ευρώ το 2024. Επιπροσθέτως, το Πρόγραμμα Σταθερότητας περιλαμβάνει, στο βασικό σενάριο, το κόστος της αύξησης των συντάξεων κάθε έτος με βάση το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό, καθώς και την εξαγγελθείσα από τη ΔΕΘ αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων από 1/1/2024. Με βάση τα ανωτέρω, και υπό την προϋπόθεση να υπάρξει σταθερή κυβέρνηση που δεν θα αποκλίνει από τις μέχρι σήμερα οικονομικές πολιτικές, το πρωτογενές αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα 1,1% για το 2023, 2,1% το 2024, 2,3% το 2025 και 2,5% το 2026.

Μεσοπρόθεσμος στόχος το πρωτογενές πλεόνασμα 2%
Όπως είναι απολύτως λογικό, δεδομένου ότι η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, δεν περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα τυχόν επιπρόσθετα προεκλογικά μέτρα που έχουν ανακοινωθεί, ενώ παραμένει ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 0,7% για το 2023. Ειδικότερα, η παρούσα Κυβέρνηση έχει εξαγγείλει, πέραν των αυξήσεων των συντάξεων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω αποτέλεσμα, επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα ύψους 0,1% του ΑΕΠ για το 2024 και 0,3% του ΑΕΠ για τα έτη 2025 και 2026, όπως είναι η αύξηση του αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης, η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 8%, η σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η σταδιακή μείωση κατά επιπλέον 1% των ασφαλιστικών εισφορών, η αύξηση του επιδόματος μητρότητας στους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες από τους 4 στους 9 μήνες στο ύψος του κατώτατου μισθού, νέο μόνιμο πρόγραμμα 10.000 νέων θέσεων εργασίας για τους νέους και σειρά άλλων πρωτοβουλιών. Η υλοποίηση των ανωτέρω μέτρων δεν διαταράσσει τον μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα στην περιοχή του 2%. «Κομβικό στοιχείο του Προγράμματος Σταθερότητας είναι η ραγδαία αποκλιμάκωση του Χρέους Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο, με σταθερές πολιτικές, αναμένεται να μειωθεί από 171,3% του ΑΕΠ το 2022 σε 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% του ΑΕΠ το 2024, 142,6% του ΑΕΠ το 2025 και 135,2% του ΑΕΠ το 2026», καταλήγει σε σχετική του ανακοίνωση το Υπουργείο Οικονομικών.

Σταθερή η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
Στα καλά νέα για την ελληνική οικονομία είναι το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στη χώρα μας συνέχισε και τον Απρίλιο την πορεία αποκλιμάκωσης, καθώς τα πρώτα στοιχεία της Eurostat έδειξαν για τον συγκεκριμένο μήνα την περαιτέρω επιβράδυνση του φαινομένου. Πιο συγκεκριμένα, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 4,5% τον προηγούμενο μήνα έναντι 5,4% τον Μάρτιο, δίνοντας συνέχεια στην καθοδική πορεία των τελευταίων μηνών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η συγκεκριμένη επίδοση είναι μία από τις χαμηλότερες στις χώρες της Ευρωζώνης, 5η χαμηλότερη ανάμεσα στις 19 χώρες του ευρώ. Ωστόσο, σε μηνιαίο επίπεδο, δηλαδή σε σύγκριση με τις τιμές του Μαρτίου, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα καθορίστηκε στο 1,1%. Στο σύνολο της Ευρωζώνης, τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι ο ετήσιος δείκτης επιταχύνθηκε οριακά στο 7% έναντι 6,9% τον Μάρτιο, μια ένδειξη ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί τις ευρωπαϊκές οικονομίες για αρκετό καιρό ακόμα.

Tαμείο Ανάκαμψης: Eπενδυτικά σχέδια ύψους 12,33 δισ. ευρώ
Με εντατικούς ρυθμούς εξάλλου συνεχίζεται και η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία δεν δείχνει να επηρεάζεται από την προεκλογική περίοδο. Σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση από το Υπουργείο Οικονομικών, σε 12,33 δισ. ευρώ ανέρχεται ο συνολικός προϋπολογισμός των 392 επενδυτικών σχεδίων που έχουν υποβληθεί, προς το παρόν, στο δανειακό σκέλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Από τα 12,33 δισ. ευρώ, 5,1 δισ. ευρώ είναι δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), 4,11 δισ. ευρώ είναι κεφάλαια που έχουν διαθέσει οι συνεργαζόμενες τράπεζες και σε 3,12 δισ. ευρώ αντιστοιχεί η ίδια συμμετοχή των επενδυτών (στοιχεία έως 30.4.2023).

Τα επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβληθεί αφορούν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ο πρωτογενής τομέας, η βιομηχανία, το λιανικό εμπόριο, οι ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, οι τηλεπικοινωνίες, ο τουρισμός και οι υπηρεσίες. Πάντα σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, οι 136 δανειακές συμβάσεις, που έχουν ήδη υπογραφεί στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0», έχουν συνολικό προϋπολογισμό 5,74 δισ. ευρώ (δάνεια ΤΑΑ: 2,34 δισ. ευρώ, κεφάλαια τραπεζών: 1,99 δισ. ευρώ και ίδια κεφάλαια: 1,41 δισ. ευρώ). Για τις παραπάνω δανειακές συμβάσεις, το μεσοσταθμικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 1,9% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής των δανείων σε 12 έτη. Αξίζει να επισημανθεί πως από τις 392 επενδυτικές προτάσεις που έχουν κατατεθεί, οι 236 προέρχονται από πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), με τον συνολικό προϋπολογισμό τους να διαμορφώνεται στα 2,75 δισ. ευρώ. Σημειώνεται -ίσως και το σημαντικότερο δεδομένο- ότι τα δάνεια του ΤΑΑ χορηγούνται με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους (επιτόκιο δανεισμού σταθερό 0,35% για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και 1% για μεσαίες και μεγάλες). Σχολιάζοντας τα παραπάνω στοιχεία, ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για τη δημοσιονομική πολιτική και το Ταμείο Ανάκαμψης, Θόδωρος Σκυλακάκης, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι από τα προγράμματα επιχειρηματικότητας, όπου έχει ολοκληρωθεί η υποβολή αιτήσεων, ενισχύονται περισσότερες από 91.000 πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με τη συνολική δημόσια δαπάνη να φτάνει στα 650 εκατ. ευρώ.

Βασικός στόχος σταθερά η επενδυτική βαθμίδα
Μέσα σε όλο αυτό το περιβάλλον, δεν θα μπορούσε να λείπει η συζήτηση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, η οποία φαίνεται ότι είναι εφικτή εντός του 2023, εάν και εφόσον η νέα κυβέρνηση που προκύψει από τις εκλογές ακολουθήσει την ίδια οικονομική πολιτική, τουλάχιστον στις βασικές της κατευθύνσεις. Όπως εκτιμά η απερχόμενη κυβέρνηση, αλλά και οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα ενισχύσει τη ροή ξένων επενδύσεων, όπως θα συμβάλει και στην προσέλκυση ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων που θα συμμετάσχουν επίσης στη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων στην Ελλάδα, εξέλιξη που θα «κλειδώσει» την αναπτυξιακή τροχιά.

Είναι πολύ χαρακτηριστική η εκτίμηση του οίκου αξιολόγησης Moody’s για την ελληνική οικονομία, ο οποίος, αναφερόμενος ειδικά στην Ελλάδα, τονίζει ότι «ορισμένες χώρες έχουν κάνει μεγάλες προόδους και αναμένουμε ότι θα συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής εξυγίανσης και βελτίωσης της πιστωτικής ποιότητας. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, παρόλο που το χρέος παραμένει επίμονα υψηλό. Η συνέχιση των οικονομικών πολιτικών υπέρ της ανάπτυξης και των μεταρρυθμίσεων και η δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση, που θα οδηγήσει σε μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς δείκτες που θα ξεπεράσουν τις προσδοκίες μας, θα ήταν πιστωτικά θετική, όπως και οι περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα». Είναι σημαντικό εδώ να αναφερθεί ότι ο οίκος Moody’s είναι ο πιο αυστηρός μεταξύ των τεσσάρων κορυφαίων οίκων (Standard & Poor’s, Fitch, DBRS) σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, με «βαθμό» Ba3 και θετικό outlook, δηλαδή δύο μονάδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Η δημοσιονομική αδυναμία φαίνεται ότι αποτελεί βασικό παράγοντα εξόδου από την επενδυτική βαθμίδα, αφού τα περισσότερα από τα 28 κράτη που έχασαν την αξιολόγηση IG από το 1995 έχουν υποστεί κάποια μορφή δημοσιονομικής αδυναμίας.

Οι αιτίες της δημοσιονομικής αδυναμίας ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, αναφέρει η Moody’s, επισημαίνοντας ότι η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα προϋποθέτει βελτιωμένες δημοσιονομικές και αναπτυξιακές προοπτικές. «Τα κράτη που επέστρεψαν στην IG έχουν επιδείξει σημαντικούς μετασχηματισμούς, συμπεριλαμβανομένων θεσμικών βελτιώσεων, ενισχυμένων δημόσιων οικονομικών και προοπτικών για υψηλότερη βιώσιμη ανάπτυξη. Δώδεκα κράτη με τρέχουσα αξιολόγηση έχουν επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα μετά την απώλειά της, με τον χρόνο που χρειάστηκε για την επιστροφή να ποικίλλει ευρέως, από λιγότερο από τρία χρόνια έως περίπου 14 χρόνια», επισημαίνει ο οίκος.

Μείωση του δείκτη χρέους κατά 23,3% το 2022
Τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας επισήμανε σε άρθρο της και η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, τονίζοντας ότι η Ελλάδα μείωσε τον δείκτη του χρέους της κατά 23,3% το 2022, επισημαίνοντας παράλληλα ότι πρόκειται για την καλύτερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πτώση, αναφέρει η εφημερίδα, οφείλεται κυρίως στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δύο ετών. «Η καλή οικονομία έφερε περισσότερα φορολογικά έσοδα στα ταμεία από ό,τι αναμενόταν. Αντί για το αναμενόμενο πρωτογενές έλλειμμα -εκτός του κόστους των τόκων- στο 1,6% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2022 καταγράφηκε ένα μικρό πλεόνασμα 0,1%», γράφει η γερμανική οικονομική εφημερίδα και προσθέτει ότι «η δημοσιονομική επιτυχία είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη, καθώς η κυβέρνηση κατέβαλε πέρυσι περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε ενεργειακές επιδοτήσεις». Επιπλέον, το α’ τρίμηνο του 2023, τα φορολογικά έσοδα ήταν κατά 12,4% πάνω από τον στόχο, καταλήγει η Handelsblatt.

Economic Forum: Από το «recovery story» στο «rehabilitation story»
Σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, το εάν επιβεβαιωθούν οι θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τους προσεχείς μήνες έχει να κάνει και με την πορεία της ανάπτυξης. Όπως φάνηκε και στο 8ο Οικονομικό Forum Δελφών, οι προοπτικές αυτές είναι υπαρκτές, υπό προϋποθέσεις. Ειδικότερα, σε αυτές αναφέρθηκαν οι ομιλητές του πάνελ με τίτλο «Επενδύσεις στην Ελλάδα», το οποίο συντόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΧΑΕ, Γιάννος Κοντόπουλος και συμμετείχαν οι Θεμιστοκλής Φιωτάκης (Global Head of FX and Macro Strategy, Barclays), Agnes Belaisch (Managing Director & Chief European Strategist, Barings, UK), Αθανάσιος Βαμβακίδης (Managing Director, Global Head of FX Strategy, Bank of America, UK), Θεόδωρος Τζούρος (Executive General Manager, Chief Corporate and Investment Banking, Τράπεζα Πειραιώς) και Aris Francis (CEO, Brook Lane Capital). Σύμφωνα με όσα ακούστηκαν στο πάνελ αυτό, ο νέος μακροπρόθεσμος αναπτυξιακός κύκλος θα μπορούσε να ξεκινήσει στην Ελλάδα, με μοχλό την κλιματική αλλαγή και την πράσινη μετάβαση, αφού η χώρα έχει τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε μεγάλο εξαγωγέα ενέργειας.

Η εύρεση κεφαλαίων δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά η χώρα διαθέτει πολύ πλούσιους φυσικούς πόρους και θα πρέπει να «ανοίξει την αγκαλιά της» σε επενδυτές, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον φαίνεται ότι ευνοούν την Ελλάδα σε τομείς όπως η ενέργεια, ο τουρισμός, οι μεταφορές κ.λπ. Επίσης, θετικά μπορεί να λειτουργήσει για τη χώρα και η αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής, η οποία στόχο έχει να προστατεύσει περισσότερο την τοπική παραγωγή. Σύμφωνα με τους ομιλητές, η Ελλάδα έχει μπροστά της μεγάλη ευκαιρία και τεράστιο ποσό κεφαλαίων, το οποίο θα πρέπει να αξιοποιήσει σωστά, προκειμένου να αποφύγει το ενδεχόμενο μελλοντικής επιστροφής στα προβλήματα του παρελθόντος. Το πάνελ αναφέρθηκε και στις ξένες επενδύσεις, οι οποίες κινήθηκαν σε επίπεδο-ρεκόρ το 2022, ωθούμενες από παράγοντες όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η αγορά ακινήτων, η πράσινη ενέργεια και ο χρηματοοικονομικός τομέας.

Ωστόσο, οι περισσότερες τοποθετήσεις αφορούσαν τις αγορές μετοχών και περιουσιακών στοιχείων και όχι τη δημιουργία επιχείρησης από την αρχή, κάτι που αποδίδεται και στην εκτεταμένη γραφειοκρατία. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και για τις ξένες τράπεζες, οι οποίες, κυρίως λόγω των προβλημάτων του παρελθόντος, δεν είναι σήμερα πρόθυμες να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις στην Ελλάδα, ωστόσο η εικόνα της χώρας παρουσιάζει βελτίωση. Οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα να υποστηρίξουν την υλοποίηση επενδύσεων στη χώρα, μέσα από τη χρηματοδότησή τους.

Τέλος, οι επενδύσεις της προηγούμενης 5ετίας βασίστηκαν σε επενδύσεις υψηλού ρίσκου που πόνταραν στο σενάριο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Όπως αναφέρθηκε, ήταν τοποθετήσεις σε πολύ χαμηλές αποτιμήσεις, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων απέδωσαν. Το βασικό συμπέρασμα του πάνελ ήταν ότι η χώρα μας πρέπει να αλλάξει αφήγημα και το «recovery story» να αντικατασταθεί από το «rehabilitation story», δηλαδή να πείσουμε ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει την προσπάθεια αναμόρφωσής της.