Οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα μπορούν να επηρεάσουν τη συνολική οικονομική απόδοση μιας εταιρείας. Πώς επιτυγχάνεται η ισορροπία μεταξύ των στόχων βιωσιμότητας και της χρηματοοικονομικής απόδοσης; Και τελικά, πώς αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι που συνδέονται με τις πρωτοβουλίες βιωσιμότητας; Εξέχοντα στελέχη του επιχειρηματικού και οικονομικού κλάδου και ακαδημαϊκοί υπογραμμίζουν την ανάγκη των επιχειρήσεων για προσαρμογή και φωτίζουν νεκρές γωνίες επί του θέματος.

Στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο της παγκόσμιας επιχειρηματικότητας, η διαδικασία διαχείρισης εταιρικών κινδύνων βρίσκεται σε μετασχηματιστική περίοδο. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από το American Institute of CPAs (AICPA) και το NC State University (2022) κρίνεται εξαιρετικά κρίσιμη η ανάγκη για τις επιχειρήσεις να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους έναντι πρωτοφανών γεγονότων και επικείμενων κινδύνων.
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε ότι ένα εντυπωσιακό 65% ηγετικών προσωπικοτήτων στον χώρο της οικονομίας αναγνωρίζει ότι τα τελευταία χρόνια ο όγκος και η πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών κινδύνων έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά. Υπογραμμίζεται, έτσι, η δυναμική φύση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Στην ίδια μελέτη, με έκπληξη παρατηρείται, ότι λιγότερο από το 20% των επιχειρήσεων πιστεύει ότι οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων παρέχουν στρατηγικό πλεονέκτημα.

Άννα Δήμου
Head of Treasury, Isomat

«Ένα στιβαρό περιβάλλον διαχείρισης κινδύνων, που συνυπολογίζει ζητήματα βιωσιμότητας, είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική διαχείρισή τους»

Ενώ οι κίνδυνοι εξελίσσονται με ανεπανάληπτο ρυθμό, αναπόφευκτα προκύπτει η ερώτηση: Πώς προσαρμόζονται οι εταιρείες σε αυτό το συνεχώς εξελισσόμενο τοπίο; «Με τη βιώσιμη ανάπτυξη να αποτελεί πλέον τον συνδετικό κρίκο όλων των τμημάτων που συνθέτουν μία σύγχρονη και συνεχώς αναπτυσσόμενη εταιρεία, οι αυξανόμενες απαιτήσεις για την επίτευξη της ισορροπίας με το κάθε ένα από αυτά, και ειδικότερα μιλώντας για την Οικονομική Διεύθυνση, σίγουρα φέρνει στην επιφάνεια νέες προκλήσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν συγκρούσεις μεταξύ βραχυπρόθεσμων κερδών και μακροπρόθεσμων στόχων βιωσιμότητας, έλλειψη ευαισθητοποίησης σχετικά με τα πρακτικά οφέλη της βιωσιμότητας, καθώς επίσης πολυπλοκότητα στη μέτρηση και ποσοτικοποίηση του αντίκτυπου αυτής στις οικονομικές επιδόσεις των οργανισμών», λέει η κα Άννα Δήμου, Head of Treasury της Isomat, τονίζοντας πως για την επιτυχή αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, απαιτείται η ενεργή, και μεθοδική ενσωμάτωση των στόχων της βιωσιμότητας στη στρατηγική της εταιρείας.

«Επενδύουμε στην έρευνα και την ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων, εξελίσσουμε συνεχώς τα συστήματα μέτρησης και υποβολής εκθέσεων και δίνουμε βαρύτητα στην ποιοτική πληροφόρηση σχετικά με τα οικονομικά οφέλη της βιωσιμότητας. Αυτή η ολιστική προσέγγιση διασφαλίζει ότι η βιωσιμότητα και οι οικονομικές επιδόσεις λαμβάνονται εξίσου υπόψιν, προωθεί την καινοτομία, παρέχει σαφείς μετρήσεις για τη λήψη αποφάσεων και εκπαιδεύει τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την αξία των βιώσιμων πρακτικών».

Εστιάζοντας περισσότερο στην περιβαλλοντική κρίση και τη βιωσιμότητα, σύμφωνα με άρθρο του Harvard Business Review, το 72% των επιχειρήσεων πιστεύει ότι η κλιματική αλλαγή αντιπροσωπεύει έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν καίρια τη χρηματοπιστωτική λειτουργία των επιχειρήσεων, καθώς και τη γενικότερη λειτουργία τους.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Δημήτριο Καινούργιο, Μέλος Συμβουλίου Διοίκησης ΕΚΠΑ, Διευθυντή ΠΜΣ στην «Εφαρμοσμένη Διαχείριση Κινδύνων» και Διευθυντή ΚΕΜΕΧ, η επενδυτική κοινότητα εστιάζει, κυρίως, στα βραχυπρόθεσμα χρηματοοικονομικά κέρδη, ενώ οι επενδύσεις που είναι προσανατολισμένες στην επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας ενδέχεται να μην αποφέρουν άμεσα κέρδη. «Μια μεγάλη μερίδα επενδυτών θεωρεί ότι αυτές οι επενδύσεις μπορεί να συνεπάγονται έντονο χρηματοοικονομικό ρίσκο, καθώς η απόδοσή τους ενδέχεται να μην είναι δεδομένη. Παρατηρείται συχνά, οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν αβεβαιότητα στην ερμηνεία και την εφαρμογή των κανονισμών και των σχετικών πολιτικών που αφορούν τη βιωσιμότητα. Η ανάπτυξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών με γνώμονα τη βιωσιμότητα ως μέρος της επιχειρηματικής πρακτικής τους, η μεθοδική αξιολόγηση του ρίσκου -και η αναζήτηση τρόπων μείωσής του- και η ενεργή συμμετοχή στον διάλογο και την παρακολούθηση των νομοθετικών εξελίξεων αναφορικά με τα θέματα βιωσιμότητας είναι σταθερά βήματα αντιμετώπισης των προκλήσεων που υφίστανται».

Νίκος Κωνσταντάκης
Οικονομικός Διευθυντής, Ευβοϊκή Ζύμη

«Σε ένα τόσο ασταθές πληθωριστικό περιβάλλον, σωσίβιο του οργανισμού είναι η επιτακτική εφαρμογή πολιτικών ESG, που θα το καταστήσουν καινοτόμο, λιγότερο δαπανηρό και τελικά ανταγωνιστικό»

Στον τομέα της διαχείρισης κινδύνων, η αξιολόγηση και η μείωση των οικονομικών κινδύνων που συνδέονται με τις πρωτοβουλίες βιωσιμότητας είναι ουσιώδης. Ο κ. Νίκος Κωνσταντάκης, Οικονομικός Διευθυντής της Ευβοϊκής Ζύμης, χαρακτηρίζει τις βιώσιμες πρακτικές ως «σωσίβιο του οργανισμού». «Σε ένα τόσο ασταθές πληθωριστικό περιβάλλον, είναι επιτακτική η εφαρμογή πολιτικών ESG, που θα το καταστήσουν καινοτόμο, λιγότερο δαπανηρό και τελικά ανταγωνιστικό. Παράλληλα, έχοντας ένα κόστος δανεισμού που εδραιώνεται και αυτό σταθερά σε υψηλά επίπεδα, πρέπει να εστιάσουμε κυρίως σε πράσινες και καινοτόμες επενδύσεις αυτοματισμού της παραγωγής σε σημείο όπου το payback period αλλά και το NPV τους να είναι πολύ σύντομο και θετικό αντίστοιχα. Μόνο έτσι θα έχουμε ισορροπία σε αυτό το “οικονομικό” ναρκοπέδιο».

Ιωάννης Φίλος
Καθηγητής Ελεγκτικής – Διεθνών Προτύπων, Πάντειο Πανεπιστήμιο

«Από τις ζημιές που σχετίζονται με το κλίμα, πολλές έχουν άμεση αρνητική οικονομική επίπτωση στο επιχειρηματικό περιβάλλον»

«Αρκετές επιχειρήσεις, συνεχώς αυξανόμενες σε αριθμό (στον ιδιωτικό κυρίως τομέα, αλλά και κάποιες στον δημόσιο) έχουν ήδη εμπεδώσει κουλτούρα βιωσιμότητας», επισημαίνει ο κ. Ιωάννης Φίλος, Καθηγητής Ελεγκτικής – Διεθνών Προτύπων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γεγονός που έχει δώσει ώθηση στην αναγνωρισιμότητά τους και στην αποδοχή των προϊόντων τους ή των υπηρεσιών τους από τους πελάτες τους και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη. «Οι στόχοι των διοικήσεών τους για επίτευξη ισορροπίας μεταξύ στόχων βιωσιμότητας και χρηματοοικονομικής απόδοσης, περιλαμβάνουν κυρίως (α) επενδύσεις -σε υποδομές, παραγωγή κ.λπ.- μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας, με άμεσα, μεσοπρόθεσμα και διαρκή οφέλη και (β) εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση όλου του ανθρώπινου δυναμικού. Ευτυχώς, οι μέτοχοι των εισηγμένων εταιρειών, έχουν κατανοήσει τη σημαντικότητα των δράσεων βιωσιμότητας για τη μακροπρόθεσμη λειτουργία, την άντληση κεφαλαίων και χρηματοοικονομική απόδοση των εταιρειών».

Όσο το επιχειρηματικό περιβάλλον εξελίσσεται, τόσο οι επιχειρήσεις θα βρίσκονται μπροστά σε σταυροδρόμια αποφάσεων: στασιμότητα και ασφάλεια του γνώριμου τρόπου λειτουργίας ή ριζική αλλαγή στην προσέγγιση της διαχείρισης κινδύνων; Σύμφωνα με τους ειδικούς στον τομέα, η ανάγκη για αναγνώριση της εξελισσόμενης φύσης των κινδύνων κρίνεται επείγουσα, καθώς και η προσαρμογή και η ενίσχυση καθορισμένων διαδικασιών για μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων και των οργανισμών.

Είναι πλέον προφανές, ακόμα και για επιχειρήσεις μικρού περιβαλλοντικού αποτυπώματος αλλά και χαμηλής όχλησης, το πόσο σημαντική είναι τόσο η ακριβής αποτύπωσή του αλλά και η διαρκής μάχη ελαχιστοποίησής του. Οι όποιες αναπτυξιακές χρηματοδοτήσεις της ΕΕ θεωρούν την τελευταία πενταετία τις ESG πρακτικές και πρωτοβουλίες ως προαπαιτούμενο παράγοντα, επομένως ο δρόμος έχει χαραχτεί και οφείλουμε όλοι να τον ακολουθήσουμε. Εξάλλου, διανύουμε εποχές έντονης κλιματικής κρίσης. Επομένως, η οποία στρατηγική και απόφαση πρέπει πάντα να συνυπολογίζει έναν υπαρκτό κίνδυνο που ήρθε για να μείνει», υπογραμμίζει ο κ. Νίκος Κωνσταντάκης.

Δημήτριος Καινούργιος
Μέλος Συμβουλίου Διοίκησης ΕΚΠΑ, Δ/ντής ΠΜΣ «Εφαρμοσμένη Διαχείριση Κινδύνων», Δ/ντής ΚΕΜΕΧ

«Η επενδυτική κοινότητα εστιάζει, κυρίως, στα βραχυπρόθεσμα χρηματοοικονομικά κέρδη, ενώ οι επενδύσεις για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας ίσως να μην αποφέρουν άμεσα κέρδη»

Ο Καθηγητής κ. Δημήτριος Καινούργιος πιστεύει πως οι επιχειρήσεις οφείλουν να αξιολογήσουν τους νέους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν και να τους δουν ως ευκαιρίες που προσφέρονται από τις πρωτοβουλίες βιωσιμότητας και καινοτομίας. «Μεταξύ άλλων, πρέπει να αξιολογήσουν την αύξηση του κόστους ενέργειας και την αύξηση του δανεισμού τους για επενδύσεις προσανατολισμένες στη βιωσιμότητα, στο γενικότερο πλαίσιο της κατανόησης των κανονισμών βιωσιμότητας και εκτίμησης των δυνητικών οικονομικών επιπτώσεων. Στο πλαίσιο της διαχείρισης αυτών των κινδύνων, απαιτείται η ανάπτυξη βιώσιμων πρακτικών που θα μειώνουν την εξάρτηση από τους περιορισμένους φυσικούς πόρους και την έκθεση σε περιβαλλοντικούς κινδύνους. Η αναγνώριση των επιπτώσεων των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα πρέπει να οδηγήσει αναπόφευκτα στη συνεργασία των επιχειρήσεων με εξωτερικούς φορείς και κυβερνητικούς οργανισμούς για την κοινή αντιμετώπιση των προκλήσεων και την ανάπτυξη κοινών λύσεων».

Όπως προκύπτει, μία ολοκληρωμένη και μεθοδική προσέγγιση στη διαχείριση των κινδύνων λειτουργεί πολύ βοηθητικά. «Στην Isomat πιστεύουμε ότι, πρώτον, η διενέργεια ενδελεχούς ανάλυσης βοηθά στη στοχευμένη αξιολόγηση των πιθανών οικονομικών επιπτώσεων. Αυτό περιλαμβάνει την αξιολόγηση του κόστους, των οφελών και των αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με τη συμμόρφωση και την αντιμετώπιση των κλιματικών κινδύνων. Τεχνικές όπως η ανάλυση σεναρίων ή οι δοκιμές αντοχής μπορούν να ποσοτικοποιήσουν τους κινδύνους και την πιθανότητά τους. Δεύτερον, οι στρατηγικές μετριασμού μπορεί να περιλαμβάνουν τη διαφοροποίηση των επενδύσεων, την ενσωμάτωση της βιωσιμότητας στη λήψη αποφάσεων και την ανάπτυξη σχεδίων έκτακτης ανάγκης», εξηγεί η κα Άννα Δήμου, διαπιστώνοντας, τελικά, πως η συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους ειδικούς παρέχει πολύτιμες γνώσεις. «Ένα στιβαρό περιβάλλον διαχείρισης κινδύνων, που συνυπολογίζει ζητήματα βιωσιμότητας, είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική διαχείρισή τους».

«Είναι ολοένα πιο εμφανές ότι από τις ζημιές που σχετίζονται με το κλίμα, πολλές έχουν άμεση αρνητική οικονομική επίπτωση στο επιχειρηματικό περιβάλλον», καταλήγει ο Καθηγητής κ. Ιωάννης Φίλος, προβλέποντας αυτό το πλαίσιο να αλληλεπιδρά με την οικονομία του κράτους και των ιδιωτών, με αποτέλεσμα χρηματοοικονομικούς κινδύνους. «Θα υπάρξουν και πιο μεσο-μακρο-πρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις, όπως στις γεωργικές αποδόσεις, στις δημόσιες υποδομές, στη δημόσια υγεία, καθώς και στην καταστροφή μέρους της ιδιωτικής περιουσίας. Αυτές οι επιπτώσεις ισοδυναμούν με αξίες -πιθανόν απομειωμένες- των περιουσιακών στοιχείων, περιορισμούς άντλησης τραπεζικών πιστώσεων κ.λπ. Στο εσωτερικό περιβάλλον τους οι εταιρείες οφείλουν να διαμορφώνουν έγκαιρα κατάλληλα (και εναλλακτικά) business plans, ενσωματώνοντας δράσεις προς εφαρμογή σε περίπτωση αρνητικών σεναρίων, στη λογική της πρόληψης».